Θυμάμαι την πρώτη φορά που η τεράστια πόρτα του πλοίου άνοιξε μπροστά από τη Mercy και εμένα στις Καμάρες, το λιμάνι της Σίφνου, πέντε χρόνια πριν. Οι αλυσίδες έτριζαν και οι βαριοί μεταλλικοί μεντεσέδες μούγκριζαν, ενώ η Mercy έτρεμε δίπλα μου. Ο φρέσκος νησιωτικός αέρας ήρθε και μας ανακούφισε, καθώς η σκάλα επιβίβασης κατέβαινε και το πλήθος μάς έσπρωχνε από πίσω προς τη στεριά. Ο άνθρωπος που θα μας νοίκιαζε σπίτι μάς περίμενε για να μας οδηγήσει με το αυτοκίνητο στο ψαροχώρι Φάρος. Επιστρέψαμε στο νησί και τις επόμενες χρονιές.
Αυτό το καλοκαίρι πήρα το πλοίο μαζί με δύο φίλους, τον David και τον Ευθύμιο, που έχουν σπίτι στη Σίφνο από τη δεκαετία του 2000. Τους ακολούθησα λοιπόν στην Απολλωνία. Η βαριά αλλά «εξαγνιστική» μυρωδιά της ρίγανης γέμισε τον νυχτερινό αέρα. Η διακοσίων ετών κυκλαδίτικη κατοικία μάς καλωσόρισε με τις γνώριμες μυρωδιές από γιασεμί και σκονισμένη πέτρα.
Είχα κανονίσει με τη φίλη μου την Ελισάβετ, που ζει μόνιμα στη Σίφνο, να πάμε στον μανάβη το επόμενο πρωί, όπου θα παίρναμε προμήθειες: τοπικό τυρί, μυζήθρα, ελιές, ρεβίθια, χόρτα και άλλα βασικά πράγματα. Καθώς η Mercy κι εγώ προσαρμοστήκαμε στη ζωή του χωριού, ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε τη ρουτίνα μας. Έκανα γιόγκα στο μεγάλο καθιστικό με την ψηλή οροφή και απολάμβανα για αρκετή ώρα το τσάι μου κάτω από την μπιγκόνια στον μικρό κήπο. Τα πρωινά και τα βράδια καθόμασταν στο χωριό. Δεν έπαιρνα τον σκύλο οδηγό μου στη θάλασσα, γιατί οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι και είχα άγχος. Επιπλέον, γίνονταν έργα σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους. Ένα εργάτης με βοηθούσε να περάσω.
Τελικά έμαθα να πηγαίνω με το λεωφορείο στον Πλατύ Γιαλό, που έχει μεγάλη έκταση, χρυσαφιά άμμο και διαυγή τιρκουάζ νερά. Μου άρεσε να κατεβαίνω στην πρώτη στάση και να κάθομαι κάτω από τα αλμυρίκια, σε έναν χώρο που μοιραζόμουν με μυρμήγκια, κάμπιες και άλλους τουρίστες στη συνέχεια της σεζόν, αλλά που μου ταίριαζε τέλεια για να ακούσω ένα βιβλίο (σ.σ. ακουστικό βιβλίο). Τον πρώτο καιρό πειραματίστηκα φτιάχνοντας έναν αόρατο διάδρομο, ώστε να γυρίζω αμέσως στα πράγματά μου, καθώς βγαίνω από το νερό. Μόλις έμαθα καλά την περιοχή, μπορούσα να βασιστώ σε αυτό.
Το αγαπημένο μου μέρος στη Σίφνο είναι μια κοιλάδα που κοιτάζει το Κάστρο. Πήγα για πεζοπορία εκεί κάποιες φορές με τη Mercy και φίλους για να μαζέψουμε ένα μείγμα από αρωματικά βότανα, λουλούδια και φρούτα.
Μέσα στους δύο μήνες που έμεινα στο νησί, κατάφερα να χτίσω μια καλή σχέση με τους οδηγούς λεωφορείων, τους υπαλλήλους στις καφετέριες, τους ντόπιους στα μανάβικα. Παρόλο που νομίζω ότι πολλοί ένιωθαν σύγχυση βλέποντας μια τυφλή γυναίκα μόνη της, στο τέλος εξοικειώθηκαν μαζί μου. Κι αυτό είναι ένα πραγματικό δώρο, να διαθέτουμε χρόνο να μείνουμε σε ένα μέρος για αρκετό καιρό, αλλά και να αλλάξουμε τις αντιλήψεις που υπάρχουν για τους ανθρώπους με αναπηρία, κάνοντας νέους φίλους και χτίζοντας σχέσεις που ανοίγουν ορίζοντες στους άλλους για το πώς ζούμε.
Για μια τυφλή, τα ταξίδια δεν είναι πάντα μια βουτιά στον παράδεισο, ακόμα κι αν αυτός βρίσκεται σε ένα κυκλαδονήσι τόσο ευγενικό και όμορφο όσο η Σίφνος. Ακόμη και τώρα μπορεί να πέσω, να χτυπήσω το κεφάλι μου στις γωνίες αντικειμένων που βρίσκονται ψηλά. Παλεύω να λύσω καθημερινά βασικά προβλήματα που προκύπτουν. Χάνομαι στον δρόμο και πρέπει να ρωτάω ξένους να με κατευθύνουν ή μπερδεύω το λεωφορείο ή δυσκολεύομαι να ζητάω βοήθεια, επειδή έχω κουραστεί. Αλλά αξίζει αυτή η αλλαγή που προσφέρει το ταξίδι, για να δοκιμάσεις νέες καταστάσεις, να πειραματιστείς με νέες στρατηγικές για τις μετακινήσεις σου, να γνωρίσεις νέους ανθρώπους. Οι καμπάνες, οι γάτες, η μουσική, το γέλιο, τα κύματα και η ηρεμία του νησιού τυλίχτηκαν γύρω μου όπως ο φρέσκος αέρας. Και θα κουβαλάω μαζί μου αυτές τις αισθήσεις στη χαοτική, έντονη ζωή της πόλης το φθινόπωρο και τον χειμώνα.
Εκεί που θέλω να επιστρέφω
Στη Σίφνο αγαπώ την Απολλωνία και τον Πλατύ Γιαλό, επειδή είναι η πιο προσβάσιμη παραλία. Στην Απολλωνία, όλοι παίρνουν τον καφέ τους και γλυκό στον Γεροντόπουλο, που έχει και μεγάλη βεράντα. Ήταν υπέροχοι με εμένα και τη Mercy, πάντα μας καθοδηγούσαν στην αγαπημένη μας θέση όταν είχε κόσμο και θυμόντουσαν τι έπαιρνα. Για φαγητό καθόμουν στην ταβέρνα Δρακάκης, στην Απολλωνία. Εκεί, ένας συμπαθητικός σερβιτόρος μού μιλούσε και με έκανε να νιώθω άνετα. Ξεχώρισα και το Mosaico café στον Αρτεμώνα, επειδή οι μουσικοί ήρθαν ένα βράδυ δίπλα μας με τις κιθάρες τους και τραγούδησαν παραδοσιακά τραγούδια, κι όλα αυτά μέσα στην ευωδιά από γιασεμί. Στον Πλατύ Γιαλό μού άρεσε το Yalos Seaside Obsession, επειδή οι άνθρωποι με υποδέχτηκαν αμέσως, αλλά και το Lost Bay beach bar που ανακάλυψα μέσω ενός παραπληγικού φίλου που μένει εκεί.
Andrea Applebee
*Η Αndrea Applebee ζει μόνιμα στην Αθήνα με τον σκύλο οδηγό της Mercy. Η σχολή σκύλων οδηγών Λάρα (laraguidedogs.gr) την υποστηρίζει σε ό,τι χρειαστεί με τον σκύλο οδηγό της. Η νέα της ποιητική συλλογή Anemones μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Magra Books.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου