Ο 16χρονος Θεσσαλονικιός αθλητής που έσπασε το «άβατο» της συγχρονισμένης κολύμβησης στην Ελλάδα θέλει απλώς να φτάσει όσο πιο ψηλά γίνεται.
Είναι Σάββατο πρωί και ο ουρανός της Θεσσαλονίκης είναι γκρίζος και κάπως βαρύς. Δεν έβρεξε τελικά ‒ μάλιστα σύντομα βγήκε ήλιος, διώχνοντας τα σύννεφα από τον ορίζοντα.
Ωστόσο, εκείνη την ώρα κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος κι έτσι στους δρόμους της Καλαμαριάς δεν κυκλοφορούσε ψυχή.
Όμως από το ανοιχτό δημοτικό κολυμβητήριο της περιοχής ακούγονται φωνές, δυνατή μουσική και πλατσουρίσματα.
Εδώ έχω δώσει ραντεβού με τον 16χρονο Βασίλη Γκορτσιλά, τον νεαρό Θεσσαλονικιό αθλητή που το περασμένο καλοκαίρι έγινε ο πρώτος Έλληνας που έσπασε το «άβατο» της συγχρονισμένης κολύμβησης, παίρνοντας μέρος στο μεικτό ντουέτο του 17ου Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Υγρού Στίβου της Βουδαπέστης
Την ώρα που μπαίνω στο κολυμβητήριο ο Βασίλης έχει μόλις τελειώσει το πρόγραμμά του και συζητά με την προπονήτριά του. Για την ακρίβεια, διαφωνούν για κάτι, αλλά δεν καταλαβαίνω πολλά από αυτά που λένε.
Ο Βασίλης είναι αρκετά γεροδεμένος για την ηλικία του, χαρακτηριστικό που πιθανότατα απέκτησε χάρη στην ενασχόλησή του με το πόλο στο παρελθόν. «Ήμουν πολίστας για έξι χρόνια.
Ξεκίνησα στην Ε' Δημοτικού επειδή μου το είχε προτείνει ο ξάδερφός μου. Ήταν απίστευτα χρόνια, γεμάτα εμπειρίες. Με τα παιδιά αυτά μεγαλώσαμε μαζί και δεθήκαμε, είμαστε κυριολεκτικά σαν οικογένεια» λέει καθώς θυμάται την πρώτη του επαφή με το νερό της πισίνας.
Τον Ιούλιο του 2016, όμως, η ομάδα της Θέρμης όπου αγωνιζόταν σταμάτησε τη δραστηριότητά της. Παρ' ότι υπήρχαν κι άλλοι σύλλογοι στην πόλη για να συνεχίσει την ενασχόλησή του με το πόλο, π.χ. ο ΠΑΟΚ ή ο Ηρακλής, ήταν η μητέρα του αυτή που του πρότεινε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη συγχρονισμένη κολύμβηση.
«Η πρώτη μου επαφή με το άθλημα ήταν το 2015, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Καζάν. Τότε το μεικτό μού είχε φανεί απλώς πολύ ενδιαφέρον ως ιδέα.
Έτσι, όταν η μητέρα μου, η οποία γνώριζε την προπονήτρια της αδερφής μου στη συγχρονισμένη κολύμβηση, με ρώτησε μια μέρα αν ήθελα να ξεκινήσω και γω, είπα "ναι" χωρίς δεύτερη σκέψη». Μου κάνει εντύπωση που πήρε τόσο γρήγορα την απόφαση να κάνει στροφή 180 μοιρών και τον ρωτάω τι ήταν αυτό που τον τράβηξε στη συγχρονισμένη κολύμβηση, πέρα από την προτροπή της μητέρας του.
«Με ενδιαφέρει το καλλιτεχνικό κομμάτι. Μου αρέσει πολύ που συνεργάζονται ένας άντρας και μία γυναίκα. Είναι κάτι ξεχωριστό και πολύ όμορφο να το βλέπεις.
Την πρώτη φορά που το είδα μου δημιούργησε όμορφα συναισθήματα και τώρα θέλω να μεταδώσω τα ίδια συναισθήματα και σε όσους παρακολουθούν εμένα».
Οι απαντήσεις που δίνει όση ώρα καθόμαστε σε ένα ξύλινο παγκάκι έξω από το κολυμβητήριο μου δημιουργούν την εντύπωση ότι, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είναι αρκετά συνειδητοποιημένος και μάλλον δυνατός ως χαρακτήρας.
Αναρωτιέμαι, βέβαια, αν αυτά τα χαρακτηριστικά αρκούν από μόνα τους για να τον «ατσαλώσουν» ώστε να ασχοληθεί με ένα (τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα) αμιγώς γυναικοκρατούμενο άθλημα σε μια βαθιά συντηρητική χώρα, όπως η Ελλάδα.
«Δεν ντρέπομαι για τις επιλογές μου» απαντά κοφτά στην ερώτησή μου. «Είπα ότι "ναι", το ξεκίνησα, τώρα δεν υπάρχει λόγος να το κρύβω. Εντάξει, δεν το φώναζα κιόλας.
Κοίτα, πάντα υπάρχουν "καλοθελητές". Άνθρωποι που θέλουν να σε κρίνουν γι' αυτό που κάνεις. Ο κοινωνικός μου περίγυρος όμως, οι φίλοι μου, η οικογένειά μου, με υποστήριξαν πάρα πολύ και με βοήθησα να ξεπεράσω όλα αυτά τα ταμπού και τα κακόβουλα σχόλια. Τα άκουγα και απλώς τα άφηνα να περάσουν».
Μέσα σε αυτά τα σχόλια και τις αντιδράσεις που αντιμετώπισε δεν υπήρξε κάτι που να τον πλήγωσε; «Υπήρξε μια συμπεριφορά που με εκνεύρισε πάρα πολύ και τη θυμάμαι μέχρι και σήμερα.
Ήταν ένας άνθρωπος που για πολύ καιρό θεωρούσα πατέρα μου, ο οποίος, όταν έμαθε ότι ξεκίνησα συγχρονισμένη κολύμβηση, δεν ήθελε να με χαιρετήσει καν. Πήγα να του δώσω το χέρι και μου είπε "όχι". Του απάντησα "καλώς" και έφυγα. Με έριξε λίγο ψυχολογικά αυτό, αλλά με πείσμωσε κιόλας».
Λίγο νωρίτερα, όταν βρισκόμασταν ακόμη στο κολυμβητήριο, διαπίστωσα ότι το νερό της πισίνας ήταν παγωμένο.
Ευτυχώς, σήμερα δεν κάνει πολύ κρύο, αλλά τις χειμωνιάτικες μέρες όταν η πισίνα δεν θερμαίνεται, όλα αυτά τα παιδιά που έρχονται εδώ πρέπει να υποφέρουν.
Κλισέ ή όχι, δεν μπορώ παρά να τον ρωτήσω για τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα όσον αφορά τις αθλητικές εγκαταστάσεις και αν θα ήταν πιο εύκολο να ασχολείται με το συγκεκριμένο άθλημα σε μια άλλη χώρα.
«Ναι, πιστεύω ότι θα ήταν πιο εύκολο. Στα ταξίδια που έκανα στο εξωτερικό έτυχε να βρεθώ σε χώρους με άψογες πισίνες και τέλειες εγκαταστάσεις.
Όχι πως παραπονιέμαι για την Ελλάδα, αλλά και εγώ, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες αθλητές, αρκούμαστε σε αυτά που έχουμε και προσπαθούμε για το καλύτερο δυνατό».
Ο Βασίλης πηγαίνει φέτος στη Β' Λυκείου. Η καθημερινότητά του είναι κάτι παραπάνω από φορτωμένη. Το πρόγραμμά του περιλαμβάνει πρωινές προπονήσεις έξι φορές την εβδομάδα, 6-8 το πρωί, μετά σχολείο και ύστερα διάβασμα. Το Σαββατοκύριακο οι προπονήσεις διαρκούν περισσότερες ώρες.
Όπως λέει, είναι καλός μαθητής, αλλά δεν ξέρει για πόσο ακόμα θα μπορεί να αντεπεξέρχεται εξίσου καλά και στα δύο, τουλάχιστον στον βαθμό που θα έπρεπε. Και αυτό τόσο από άποψη χρόνου όσο και από άποψη κούρασης.
Βρίσκεται, δηλαδή, σ' εκείνη τη μεταιχμιακή φάση που σύντομα θα κληθεί να επιλέξει μεταξύ του αθλητισμού και των πανεπιστημιακών σπουδών. Μια δύσκολη απόφαση που σίγουρα εμπεριέχει ρίσκο ‒ υπάρχουν, άραγε, εύκολες αποφάσεις σε αυτή την ηλικία;
«Ειλικρινά, είναι λίγο δύσκολο να αποφασίσεις τι θα κάνεις. Είμαι λίγο πριν από το πανεπιστήμιο και απλώς αναρωτιέμαι αν πρέπει να τα δώσω όλα στον αθλητισμό μήπως μπορέσω και φτάσω ψηλά ή να επικεντρωθώ στο διάβασμα.
Επειδή είμαι μέλος της εθνικής ομάδας, δεν θέλω να την αφήσω. Βρίσκομαι σε μια πάρα πολύ πλεονεκτική θέση και θέλω να παραμείνω έτσι».
«Και η οικογένειά σου τι λέει γι' αυτό;» ρωτάω. «Η οικογένειά μου ήταν πάντα της άποψης ότι θα πρέπει να είμαι ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, να έχω γνώσεις γιατί αυτές είναι που θα μου μείνουν και θα με βοηθήσουν να εξελιχθώ ως άνθρωπος.
Συμφωνώ μαζί τους, αλλά τώρα είναι μια περίοδος κατά την οποία ο αθλητισμός θα κρίνει το υπόλοιπο της ζωής μου» λέει και καταλαβαίνω ότι έχει ήδη πάρει την απόφασή του για το μέλλον.
Δεν θα μπορούσα να φύγω χωρίς να τον ρωτήσω τι είναι αυτό που του αρέσει στη Θεσσαλονίκη. «Είναι η πόλη όπου έχω μεγαλώσει, έχω προπονηθεί κι έχω περάσει πολλές όμορφες στιγμές, με πολλούς και ξεχωριστούς ανθρώπους.
Θα μπορούσα εύκολα να περάσω όλη μου τη ζωή εδώ. Μου αρέσει να κατεβαίνω στο κέντρο της πόλης, στην παραλία, ειδικά όταν έχει ήλιο». «Άρα, τι προτιμάς; Θάλασσα ή πισίνα;». «Ε, θάλασσα, πισίνα έχω αρκετή».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ
Πηγή: LIFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου