Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Χωρισμένοι γονείς: «Τα παιδιά πρέπει να γίνουν ορατά, ως αυτόνομες οντότητες»

Πώς καθορίζεται το «βέλτιστο συμφέρον» του παιδιού όταν οι γονείς του χωρίζουν; Πώς εφαρμόζονται οι πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο; Ποιες επιμέρους πτυχές ανακύπτουν για τους διαζευγμένους γονείς στην κοινή ανατροφή του τέκνου; Σε αυτά και πολλά ακόμα ερωτήματα κλήθηκαν να απαντήσουν κοινωνικοί επιστήμονες και νομικοί στο 6ο διεθνές συνέδριο για την Κοινή Ανατροφή, που διοργάνωσε το International Council on Shared Parenting, υπό την αιγίδα του Δήμου Αθηναίων, του Συνηγόρου του Πολίτη, της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας και του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων, πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα.

Μια «νέα αρχή» σε έναν διαφορετικό τόπο είναι κάτι που επιθυμούν διακαώς πολλοί άνθρωποι έπειτα από ένα διαζύγιο· όμως, όταν έχουν παιδιά, η κατάσταση περιπλέκεται. «Πριν από το 2020 τα παιδιά ακολουθούσαν αυτομάτως τον γονέα που είχε την επιμέλειά τους στον νέο τόπο κατοικίας του, κάτι που κατά κανόνα διαταράσσει την επικοινωνία με τον άλλο γονέα», σημειώνει στην «Κ» ο δρ Γιώργος Λαδογιάννης, καθηγητής στη Νομική Αθηνών. «Ο νέος νόμος, όμως, ορίζει ότι το παιδί δεν μπορεί να μετακινηθεί αν προηγουμένως δεν έχει υπάρξει σχετική συμφωνία των δύο γονέων ή δικαστική απόφαση». Οι δικαστές βρίσκονται ενώπιον μεγάλων διλημμάτων, καθώς είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς εκ των προτέρων αν μια μετακόμιση θα έχει θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στην εξέλιξη ενός παιδιού. «Οι υποθέσεις δε αυτές είναι πολύ συχνές», επιβεβαιώνει ο δρ Λαδογιάννης. «Η εικόνα είναι ξεκάθαρη όταν ο γονιός βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ανεργίας και ένδειας και μετακομίζει για να αποκατασταθεί επαγγελματικά, οπότε η νέα συνθήκη θα επιφέρει βελτίωση της ποιότητας ζωής του ίδιου και του τέκνου του», λέει. «Αντίστοιχα, προς όφελος του παιδιού είναι μια αλλαγή περιβάλλοντος, όταν στο υφιστάμενο σχολικό, για παράδειγμα, περιβάλλον αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ή έχει αναπτύξει το ίδιο παραβατική συμπεριφορά». Σε αυτές τις περιπτώσεις μια «νέα αρχή» όχι μόνο προκρίνεται, αλλά επιβάλλεται. «Οταν, όμως, η υπάρχουσα καθημερινότητα του παιδιού πληροί κάποια καλά κριτήρια και η μετακόμιση συνεπάγεται σταδιακή αποξένωση από τον έτερο γονέα, η απόφαση σηκώνει περαιτέρω συζήτηση», υπογραμμίζει. «Οι ακραίες αλλαγές –ακόμη και όταν συνδέονται με καλύτερες συνθήκες ζωής, π.χ. σε μια πιο εύρωστη ευρωπαϊκή χώρα– δεν έχουν απαραίτητα θετική επίδραση σε όλα τα παιδιά και ειδικά τους εφήβους». Σύμφωνα με τον ίδιο, το δέον γενέσθαι «είναι ο δικαστής να διερευνήσει αν στην εν λόγω απόφαση ο γονιός προτάσσει τον εαυτό του ή αν συνδέεται και το συμφέρον του παιδιού». Στο δικαστήριο, άλλωστε, ερωτάται και το παιδί από την ηλικία των 8-10 ετών.
Ψυχομετρικό τεστ

Τη θεσμοθέτηση ενός ψυχομετρικού τεστ, που θα αξιολογούσε την καταλληλότητα των δύο γονέων για την άσκηση του γονεϊκού τους ρόλου προτείνει η συστημική ψυχοθεραπεύτρια Ευγενία Παπαδοπούλου. «Ενα κοινώς αποδεκτό ψυχομετρικό τεστ, που θα ήταν εγκεκριμένο από το υπουργείο Υγείας και θα ακολουθούσε τις εκάστοτε επιστημονικές εξελίξεις θα μπορούσε να συμβάλει τα μέγιστα στην τελική κρίση του δικαστηρίου, υπό τον όρο ότι και οι δύο πλευρές θα το είχαν κάνει», προτείνει. Το τεστ θα εστίαζε στη διερεύνηση των χαρακτηριστικών προσωπικότητας. «Αντίστοιχα βοηθητική θα ήταν και μια δομημένη ατομική συνέντευξη γονικής καταλληλότητας», προσθέτει η ίδια στην «Κ». «Το ευκταίο είναι τα ζητήματα να επιλύονται εξωδικαστικά».

«Τα παιδιά πρέπει να γίνουν ορατά», επισημαίνει από την πλευρά της η καθηγήτρια στη Νομική Αθηνών δρ Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, που εξειδικεύεται στην κοινωνική πρόνοια. «Από τις 40 εκφάνσεις των δικαιωμάτων, που περιλαμβάνει η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, διαχρονικά δίνεται έμφαση μόνο στην προστασία της οικογένειας και όχι στα παιδιά αυτά καθεαυτά, ως αυτόνομες οντότητες». Η έμπειρη νομικός είναι πεπεισμένη ότι η καλύτερη κατοχύρωση των δικαιωμάτων των παιδιών μπορεί να διασφαλίσει μεταξύ άλλων και την ομαλότερη εφαρμογή της κοινής ανατροφής. Στα ζευγάρια με χαμηλά εισοδήματα η ρύθμιση της διατροφής και η τήρηση της καταβολής της είναι εξαιρετικά δύσκολες.

Στη χώρα μας έχουν πλέον ενοποιηθεί όλα τα υπάρχοντα επιδόματα σε ένα, το οποίο δίνει ο Οργανισμός Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) «με έναν πολύπλοκο μεν, αλλά δίκαιο τρόπο υπολογισμού». «Ο νόμος προβλέπει, ορθώς, ότι όσο εκκρεμεί η απόφαση για το διαζύγιο και την επιμέλεια, το επίδομα εισπράττεται από κοινού, καθώς είναι για το παιδί, και μετά πρέπει να αφαιρείται από τα έξοδα ανατροφής, κάτι που ωφελεί και τις δύο πλευρές». Η ενίσχυση, όμως, ειδικά των ασθενέστερων οικονομικά οικογενειών είναι τόσο ισχνή, που τελικά δεν εξυπηρετείται ο στόχος του νομοθέτη. «Το 25% του ΑΕΠ προορίζεται για την κοινωνική προστασία, όμως η μερίδα του λέοντος ακόμη και σήμερα αφορά τις συντάξεις. Δεν θα μπορούσε να γί-νει μια διαφορετική ανακατανομή του ΑΕΠ για να εξασφαλίσουμε κάτι καλύτερο για τα παιδιά;» αναρωτιέται η δρ Παπαρρηγοπούλου.

Παροχές

«Αν θέλουμε τα παιδιά να ζουν με αξιοπρέπεια, θα έπρεπε να έχουν ένα δικό τους εισόδημα», υπογραμμίζει. Η δρ Παπαρρηγοπούλου δεν παραγνωρίζει, βέβαια, ότι η παροχή σε χρήμα ενέχει κινδύνους, δεδομένης της ανηλικότητας του ωφελουμένου. «Χώρες με προηγμένη κοινωνική πρόνοια προβλέπουν παροχές σε είδος, αλλά και υπηρεσίες –όπως παιδικούς σταθμούς και κατασκηνώσεις, που συμβάλλουν πολύ τόσο στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη του παιδιού όσο και στη στήριξη της καθημερινότητας της οικογένειας– είτε οι γονείς είναι μαζί είτε χώρια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου