Παιδί, πίστευα πως δεν με αγαπούσε, αφού για να κερδίσει κανείς την αγάπη της έπρεπε να είναι τουλάχιστον σοφός• και εγώ απείχα μίλια από την αρχή της σοφίας. Για παράδειγμα, δυσκολευόμουν απίστευτα (μέχρι και σήμερα δηλαδή) να κάνω μια συμπαθητική ευθεία ή μια απλή ζωγραφιά. Μουτζουρωνόμουν ολόκληρη από την αρχή και κατέληγα να ζωγραφίζω χέρια, γόνατα και ρούχα. Και ύστερα, με τίποτε δε μπορούσα να αντιγράψω σε μια κάθετη ευθεία λέξεις και γράμματα. Όλα έπαιρναν μια επικίνδυνη κλίση και στο τέλος είχαν καλύψει διαγώνια και στραβά όλη τη σελίδα. Τα Ο μου ήταν ζουληγμένα αυγά, τα τετράδιά μου σχεδόν σκισμένα από τις γόμες και τσαλακωμένα κάτω δεξιά από το ακατάστατο χώσε−βγάλε.
Η δασκάλα μου, ήμουν από την πρώτη μέρα πεπεισμένη, πως είναι η ίδια η Παλλάδα. Καθοδηγούμενη από μικρή προς την κατεύθυνση της Αθηνάς με το δόρυ, από τα Παναθήναια και τον Ποσειδώνα ως τον Οδυσσέα και τον Ορέστη, μόλις η κ. Αθηνά εμφανίσθηκε μπροστά μου βεβαιώθηκα πως πρόκειται για την θεότητα. Αγέρωχη και δωρική, λογική και περήφανη αποτέλεσε το πρώτο στην τάξη δέος της παιδικής μου ηλικίας.
Ναι σίγουρα, μια τέτοια θεότητα ήταν αδύνατο να με αγαπά. Και πώς να με αγαπήσει, όταν βαριόμουν να αντιγράφω λέξεις και το μόνο που ήθελα ήταν να γράφω με τα κουτσά ελληνικά μου όχι για το «πώς πέρασα το σαββατοκύριακο» ή «ποιος ήταν ο αγαπημένος φίλος του ανθρώπου», αλλά για μια χονδρή γιαγιά με πράγματα χωμένα σε δέκα φούστες και στραγάλια πάντα στο χωριό του παππού μου; Η αυτοσυγκέντρωσή μου στα επικά μονάχα για μένα θέματα ήταν τόσο μεγάλη, που στο τέλος η έκθεσή μου επέστρεφε κοκκινισμένη πάντα με άπειρα ορθογραφικά λάθη και την ταμπέλα «Απρόσεκτη, επιπόλαια και επιφανειακά συναισθηματική». Αυτή η περιγραφή με συνόδευσε ως ετικέτα από τα πρώτα μαθητικά μου χρόνια.
Η δασκάλα μου η Αθηνά έμπαινε στην τάξη και έκανε μάθημα. Με 32 παιδιά. Σε ένα σχολείο χωρίς την παραμικρή υποδομή και κάτι χρονιές και χωρίς θέρμανση. Παρ' όλες τις αντιξοότητες, ως θεότητα δεν χαμπάριαζε στις δυσκολίες. Ήταν εκεί για να κάνει τη δουλειά της. Ξεσκόνισε όσο καμιά άλλη δασκάλα μάλλον, όλη τη γραμματική και το συντακτικό από τις πρώτες κιόλας τάξεις, μας άλλαξε τα φώτα σε πολλαπλασιασμούς, προβλήματα πρακτικής αριθμητικής με φρούτα, μολύβια και τετράδια, δοκιμές και καπελάκια στα κλάσματα και κάθε Παρασκευή δοκιμαζόμασταν δυο ώρες στις γνώσεις της βδομάδας.
25 χρόνια δασκάλα, ένα επάγγελμα που την διάλεξε μάλλον και όχι αυτή αυτό, ανακάτωνε με μια απίθανη μαεστρία τις γνώσεις της με τις σελίδες των αναγνωστικών μας, έπιανε τη λογοτεχνία και την έσπαγε σε παραγράφους, όλος ο Σεφέρης έγινε στίχοι για ανάλυση, ο Τσίρκας κομμάτια για συντακτική μελέτη, ο Καζαντζάκης σκέφτομαι και γράφω και τα ρήματα του Παλαμά ωραιότατες χρονικές αντικαταστάσεις. Χαρτί πολυγράφου, ξυλόπνευμα, φωτοτυπίες πιο μετά, παράγραφοι άγνωστες αγνώστων τότε λογοτεχνικών κυρίων, που τους αλλάζαμε τα φώτα. Και πάνω και πίσω από τις γραμμές παντού η φωνή της δασκάλας μου, η ανάσα της με τις Halls όλο το χρόνο, τα ασπρισμένα χέρια της από την κιμωλία, τα ζιβάγκο με τις καρφίτσες και τα τουΐντ παλτό.
Πιο ανθρώπινα άρχισα να τη βλέπω χρόνια μετά, τώρα που κάνουμε παρέα. Κοιτώ τη διαδρομή της. Χωρίς πατέρα από κοριτσάκι, πεισματάρα και περήφανη, μονάχα από τις γνώσεις άντλησε θάρρος και δύναμη. Αλλά ακόμη και τώρα δεν υπάρχει για μένα απομυθοποίηση. Και δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί είναι πάντα εκεί, ένα σκαλί παραπάνω από τους άλλους, βγαίνει από τον Δία, πίνει καφέ με τον Οδυσσέα και δείχνει στον Πάρη το δρόμο της σοφίας.
Στη ζωή ενός παιδιού και ύστερα ενός ενήλικα το δέος για κάποιους ανθρώπους, το παράξενο αυτό μίγμα θαυμασμού και μικρού φόβου, εκείνος ο μαγικός κόμπος στο λαιμό, καθώς διαρκώς ακούς και μαθαίνεις νέα πράγματα, η αναστάτωση όταν σου ανοίγει κάποιος το κεφάλι και σου τα μεταγγίζει, είναι το πρώτο ερεθιστικό και εκπληκτικό πράγμα που μπορεί κανείς να αισθανθεί. Και αυτή η ανάγκη να μαθαίνεις, να βελτιώνεσαι, να γίνεσαι καλύτερος στη ζωή, πιο σοφός, είναι νομίζω η μεγαλύτερη αρετή ενός παιδιού, η σπουδαιότερη βάση για ευτυχία στη ζωή ενός ενήλικα.
Ευτύχησα να έχω σπουδαίους δασκάλους, από πολύ μικρή. Όλοι αυτοί, η φωνή τους, η στάση, οι γνώσεις και η προσωπικότητά τους μου κράτησαν παρέα, με στήριξαν και με βοήθησαν πολλές φορές στη ζωή μου. Και με έκαναν να μην αισθάνομαι μόνη. Είναι μαγικό πράγμα να νιώθεις θαυμασμό για ανθρώπους και την ώθηση που σου χαρίζουν απλόχερα και ανυστερόβουλα• την κατάλληλη στιγμή, όταν ακριβώς το χρειάζεσαι, ακόμη και αν δεν το εκτιμάς ή δεν το φαντάζεσαι καν τότε, ακόμη και αν οι ίδιοι δεν το καταλαβαίνουν. Το παιχνίδι κάθε ανθρώπου είναι πολύ προσωπική υπόθεση, αλλά οι δάσκαλοι (εντός και εκτός σχολείου) είναι αναγκαίοι πάντα στη ζωή, ακόμη και των μεγάλων ανθρώπων. Κοντά στους παλιούς μου δασκάλους, τη μητέρα μου, την πρώτη μου δασκάλα την Αθηνά, τον παππού μου, κάποιους καθηγητές, δυο τρεις δικηγόρους και μερικούς καρδιακούς φίλους, προστέθηκε πρόσφατα και ο άνθρωπος που με βοήθησε να γράφω. Όλους τους ευγνωμονώ και τους κουβαλώ μαζί μου.
Η δασκάλα μου, ήμουν από την πρώτη μέρα πεπεισμένη, πως είναι η ίδια η Παλλάδα. Καθοδηγούμενη από μικρή προς την κατεύθυνση της Αθηνάς με το δόρυ, από τα Παναθήναια και τον Ποσειδώνα ως τον Οδυσσέα και τον Ορέστη, μόλις η κ. Αθηνά εμφανίσθηκε μπροστά μου βεβαιώθηκα πως πρόκειται για την θεότητα. Αγέρωχη και δωρική, λογική και περήφανη αποτέλεσε το πρώτο στην τάξη δέος της παιδικής μου ηλικίας.
Ναι σίγουρα, μια τέτοια θεότητα ήταν αδύνατο να με αγαπά. Και πώς να με αγαπήσει, όταν βαριόμουν να αντιγράφω λέξεις και το μόνο που ήθελα ήταν να γράφω με τα κουτσά ελληνικά μου όχι για το «πώς πέρασα το σαββατοκύριακο» ή «ποιος ήταν ο αγαπημένος φίλος του ανθρώπου», αλλά για μια χονδρή γιαγιά με πράγματα χωμένα σε δέκα φούστες και στραγάλια πάντα στο χωριό του παππού μου; Η αυτοσυγκέντρωσή μου στα επικά μονάχα για μένα θέματα ήταν τόσο μεγάλη, που στο τέλος η έκθεσή μου επέστρεφε κοκκινισμένη πάντα με άπειρα ορθογραφικά λάθη και την ταμπέλα «Απρόσεκτη, επιπόλαια και επιφανειακά συναισθηματική». Αυτή η περιγραφή με συνόδευσε ως ετικέτα από τα πρώτα μαθητικά μου χρόνια.
Η δασκάλα μου η Αθηνά έμπαινε στην τάξη και έκανε μάθημα. Με 32 παιδιά. Σε ένα σχολείο χωρίς την παραμικρή υποδομή και κάτι χρονιές και χωρίς θέρμανση. Παρ' όλες τις αντιξοότητες, ως θεότητα δεν χαμπάριαζε στις δυσκολίες. Ήταν εκεί για να κάνει τη δουλειά της. Ξεσκόνισε όσο καμιά άλλη δασκάλα μάλλον, όλη τη γραμματική και το συντακτικό από τις πρώτες κιόλας τάξεις, μας άλλαξε τα φώτα σε πολλαπλασιασμούς, προβλήματα πρακτικής αριθμητικής με φρούτα, μολύβια και τετράδια, δοκιμές και καπελάκια στα κλάσματα και κάθε Παρασκευή δοκιμαζόμασταν δυο ώρες στις γνώσεις της βδομάδας.
25 χρόνια δασκάλα, ένα επάγγελμα που την διάλεξε μάλλον και όχι αυτή αυτό, ανακάτωνε με μια απίθανη μαεστρία τις γνώσεις της με τις σελίδες των αναγνωστικών μας, έπιανε τη λογοτεχνία και την έσπαγε σε παραγράφους, όλος ο Σεφέρης έγινε στίχοι για ανάλυση, ο Τσίρκας κομμάτια για συντακτική μελέτη, ο Καζαντζάκης σκέφτομαι και γράφω και τα ρήματα του Παλαμά ωραιότατες χρονικές αντικαταστάσεις. Χαρτί πολυγράφου, ξυλόπνευμα, φωτοτυπίες πιο μετά, παράγραφοι άγνωστες αγνώστων τότε λογοτεχνικών κυρίων, που τους αλλάζαμε τα φώτα. Και πάνω και πίσω από τις γραμμές παντού η φωνή της δασκάλας μου, η ανάσα της με τις Halls όλο το χρόνο, τα ασπρισμένα χέρια της από την κιμωλία, τα ζιβάγκο με τις καρφίτσες και τα τουΐντ παλτό.
Πιο ανθρώπινα άρχισα να τη βλέπω χρόνια μετά, τώρα που κάνουμε παρέα. Κοιτώ τη διαδρομή της. Χωρίς πατέρα από κοριτσάκι, πεισματάρα και περήφανη, μονάχα από τις γνώσεις άντλησε θάρρος και δύναμη. Αλλά ακόμη και τώρα δεν υπάρχει για μένα απομυθοποίηση. Και δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί είναι πάντα εκεί, ένα σκαλί παραπάνω από τους άλλους, βγαίνει από τον Δία, πίνει καφέ με τον Οδυσσέα και δείχνει στον Πάρη το δρόμο της σοφίας.
Στη ζωή ενός παιδιού και ύστερα ενός ενήλικα το δέος για κάποιους ανθρώπους, το παράξενο αυτό μίγμα θαυμασμού και μικρού φόβου, εκείνος ο μαγικός κόμπος στο λαιμό, καθώς διαρκώς ακούς και μαθαίνεις νέα πράγματα, η αναστάτωση όταν σου ανοίγει κάποιος το κεφάλι και σου τα μεταγγίζει, είναι το πρώτο ερεθιστικό και εκπληκτικό πράγμα που μπορεί κανείς να αισθανθεί. Και αυτή η ανάγκη να μαθαίνεις, να βελτιώνεσαι, να γίνεσαι καλύτερος στη ζωή, πιο σοφός, είναι νομίζω η μεγαλύτερη αρετή ενός παιδιού, η σπουδαιότερη βάση για ευτυχία στη ζωή ενός ενήλικα.
Ευτύχησα να έχω σπουδαίους δασκάλους, από πολύ μικρή. Όλοι αυτοί, η φωνή τους, η στάση, οι γνώσεις και η προσωπικότητά τους μου κράτησαν παρέα, με στήριξαν και με βοήθησαν πολλές φορές στη ζωή μου. Και με έκαναν να μην αισθάνομαι μόνη. Είναι μαγικό πράγμα να νιώθεις θαυμασμό για ανθρώπους και την ώθηση που σου χαρίζουν απλόχερα και ανυστερόβουλα• την κατάλληλη στιγμή, όταν ακριβώς το χρειάζεσαι, ακόμη και αν δεν το εκτιμάς ή δεν το φαντάζεσαι καν τότε, ακόμη και αν οι ίδιοι δεν το καταλαβαίνουν. Το παιχνίδι κάθε ανθρώπου είναι πολύ προσωπική υπόθεση, αλλά οι δάσκαλοι (εντός και εκτός σχολείου) είναι αναγκαίοι πάντα στη ζωή, ακόμη και των μεγάλων ανθρώπων. Κοντά στους παλιούς μου δασκάλους, τη μητέρα μου, την πρώτη μου δασκάλα την Αθηνά, τον παππού μου, κάποιους καθηγητές, δυο τρεις δικηγόρους και μερικούς καρδιακούς φίλους, προστέθηκε πρόσφατα και ο άνθρωπος που με βοήθησε να γράφω. Όλους τους ευγνωμονώ και τους κουβαλώ μαζί μου.
Πηγή: protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου