Με βάση το σύνολο των μελετών που έχουν γίνει στην χώρα μας και σε χώρες του εξωτερικού, το μέσο εκπαιδευτικό επίπεδο των ανθρώπων με αναπηρία είναι χαμηλότερο από τον λοιπό μέσο όρο. Η ειδική μέριμνα στην σχέση αναπηρίας και δια βίου μάθησης μέσω του σχεδιασμού και υλοποίησης στοχευμένων προγραμμάτων, μοιάζει κάτι παραπάνω από κρίσιμη για την γεφύρωση του χάσματος.
Η πλέον διεξοδική έρευνα που αποκωδικοποιεί την σχέση των ΑμεΑ με την δια βίου μάθηση έγινε την περίοδο 1998 – 2003 στην Μ. Βρετανία. Τα βασικά συμπεράσματά της εμπεριέχονται σε σχετική με το θέμα επιστολή της ΕΣΑμεΑ προς την υπουργό παιδείας, που κατετέθη στο πλαίσιο της διαβούλευσης του σχεδίου νόμου «Ανάπτυξη της δια βίου μάθησης και λοιπές διατάξεις». Η έρευνα αποδεικνύει δύο βασικά πράγματα: Πρώτον, ότι τα ΑμεΑ έχουν πολύ μικρότερη συμμετοχή σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό στην δια βίου μάθηση. Και δεύτερον, η θέση των γυναικών με αναπηρία είναι ακόμα δυσμενέστερη, δηλαδή οι γυναίκες με αναπηρία και επί του συγκεκριμένου θέματος βιώνουν διπλή διάκριση.
Των ανωτέρω συμπερασμάτων δεδομένων, οι παρατηρήσεις και προτάσεις της ΕΣΑμεΑ όπως κατατίθενται στην επιστολή, αποσκοπούν στην στοχευμένη διάχυση της διάστασης της αναπηρίας σε όλα τα προγράμματα δια βίου μάθησης που απευθύνονται στον γενικό πληθυσμό (mainstreaming). Η συμφωνία του υπουργείου με την στόχευση της συνομοσπονδίας δεν μπορεί παρά να θεωρείται αυτονόητη. Υπόθεση κοινής λογικής: Αν για τον γενικό πληθυσμό η δια βίου μάθηση κρίνεται αναγκαία, για τον πληθυσμό των ανθρώπων με αναπηρία που βιώνει διπλά εκπαιδευτικά ελλείμματα η αναγκαιότητα είναι διπλή και για τις γυναίκες με αναπηρία τετραπλή.
Αξιολογώντας τα βασικά συμπεράσματα της βρετανικής έρευνας μπορούμε – πάντα βάσει της κοινής λογικής – να αντιληφθούμε τις “παγίδες” αλλά και τις διεξόδους που η οργανωμένη πολιτειακή επένδυση στην διά βίου μάθηση συνεπάγεται για τα ΑμεΑ. Πολύ απλά : Δεδομένου ότι τα ΑμεΑ μετέχουν σε πολύ μικρότερο βαθμό από τον γενικό πληθυσμό , εγκυμονεί σαφής κίνδυνος η δια βίου μάθηση να αναπαράξει αλλά και να διευρύνει τις υπάρχουσες εκπαιδευτικές ανισότητες αντί να τις μειώσει. Αρα : Διττός στόχος του στρατηγικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη στην Ελλάδα της διά βίου μάθησης πρέπει να είναι η γενική αύξηση συμμετοχής σε αυτήν σε σφικτό συνδυασμό με την μείωση του χάσματος συμμετοχής μεταξύ των ατόμων με και χωρίς αναπηρία.
Ο στόχος είναι εξαιρετικά δύσκολος, μοιάζει μακρινό όνειρο υπό τις υφιστάμενες στην χώρα μας συνθήκες. Προϋποθέτει ανατροπή εκ βάθρων της κυρίαρχης λογικής. Αρκεί επ’ αυτού να υπενθυμίσουμε το τεράστιο στην χώρα μας έλλειμμα προσβασιμότητας που αποκλείει τους ΑμεΑ από την συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών δράσεων και δραστηριοτήτων. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, η διασφάλιση μέσω του νόμου ως υποχρεωτικής της προσβασιμότητας των δομών και υπηρεσιών δια βίου μάθησης αποτελεί στοιχειώδες βήμα αλλά και εχέγγυο ότι το υπουργείο δεν εξαιρεί για μια ακόμη φορά “εν τη γεννέσει” τους ανθρώπους με αναπηρία από τους ενταξιακούς σχεδιασμούς του.
Οι τρόποι διασφάλισης του κριτηρίου της προσβασιμότητας δεν είναι (μόνο) ... κατασκευαστικοί. Εχουν να κάνουν με την στελέχωση και τις κατευθύνσεις του εθνικού κέντρου πιστοποίησης των δομών διά βίου μάθησης, με την ανάπτυξη σοβαρού μηχανισμού ελέγχου και πιστοποίησης της προσβασιμότητας δομών και υπηρεσιών, αλλά και με την σύνδεση της αδειοδότησης των φορέων παροχής (ΙΕΚ, ΚΕΚ, ΚΕΜΕ) με την τήρηση του κριτηρίου προσβασιμότητας.
Ολα τα παραπάνω και κάμποσα άλλα επικουρικά, είναι τα κομμάτια της διαβούλευσης που απηχούν τα προτάγματα του ελληνικού αναπηρικού κινήματος. Η υιοθέτησή τους συνιστά ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε η διά βίου μάθηση να αποτελέσει αν μη τι άλλο ευκαιρία για την γεφύρωση του χρόνιου εκπαιδευτικού χάσματος μεταξύ των ανθρώπων με και χωρίς αναπηρία.
Ο στόχος είναι εξαιρετικά δύσκολος, μοιάζει μακρινό όνειρο υπό τις υφιστάμενες στην χώρα μας συνθήκες. Προϋποθέτει ανατροπή εκ βάθρων της κυρίαρχης λογικής. Αρκεί επ’ αυτού να υπενθυμίσουμε το τεράστιο στην χώρα μας έλλειμμα προσβασιμότητας που αποκλείει τους ΑμεΑ από την συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών δράσεων και δραστηριοτήτων. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, η διασφάλιση μέσω του νόμου ως υποχρεωτικής της προσβασιμότητας των δομών και υπηρεσιών δια βίου μάθησης αποτελεί στοιχειώδες βήμα αλλά και εχέγγυο ότι το υπουργείο δεν εξαιρεί για μια ακόμη φορά “εν τη γεννέσει” τους ανθρώπους με αναπηρία από τους ενταξιακούς σχεδιασμούς του.
Οι τρόποι διασφάλισης του κριτηρίου της προσβασιμότητας δεν είναι (μόνο) ... κατασκευαστικοί. Εχουν να κάνουν με την στελέχωση και τις κατευθύνσεις του εθνικού κέντρου πιστοποίησης των δομών διά βίου μάθησης, με την ανάπτυξη σοβαρού μηχανισμού ελέγχου και πιστοποίησης της προσβασιμότητας δομών και υπηρεσιών, αλλά και με την σύνδεση της αδειοδότησης των φορέων παροχής (ΙΕΚ, ΚΕΚ, ΚΕΜΕ) με την τήρηση του κριτηρίου προσβασιμότητας.
Ολα τα παραπάνω και κάμποσα άλλα επικουρικά, είναι τα κομμάτια της διαβούλευσης που απηχούν τα προτάγματα του ελληνικού αναπηρικού κινήματος. Η υιοθέτησή τους συνιστά ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε η διά βίου μάθηση να αποτελέσει αν μη τι άλλο ευκαιρία για την γεφύρωση του χρόνιου εκπαιδευτικού χάσματος μεταξύ των ανθρώπων με και χωρίς αναπηρία.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου