Ενας δάσκαλος Δημοτικού, διδάσκοντας ιστορία, εξηγούσε στην τάξη του ότι οι Ρωμαίοι νίκησαν τους Ελληνες οριστικά το 146 π.Χ. και ακολούθησε η ρωμαϊκή κατοχή. Το μάθημα γινόταν το 2014, την εποχή των πρώτων μνημονίων. Ενας μαθητής ρώτησε πώς ήταν η ρωμαϊκή κατοχή. Και ο δάσκαλος απάντησε ότι ήταν περίπου όπως η κατοχή που τότε, το 2014, είχε επιβάλει η τρόικα στη χώρα μας (αληθινή ιστορία από δημοτικό σχολείο της Αθήνας). Ολοι, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, θα αποδοκιμάζαμε το παράδειγμα που έφερε ο δάσκαλος ως άστοχο και δηλητηριώδες. Το δίδαγμα του παραπάνω επεισοδίου δεν είναι ότι αυτό αντανακλούσε μια εποχή πολιτικής πόλωσης ούτε ότι ο εκπαιδευτικός δύσκολα διαχωρίζει τον επαγγελματικό του ρόλο από τον ρόλο του ως πολίτη. Οπως ξέρουν οι ειδικοί της εκπαίδευσης, το δίδαγμα είναι ότι μεταρρυθμίσεις, όπως, π.χ., νέα αναλυτικά προγράμματα ή εγχειρίδια, επιζούν ή πεθαίνουν μέσα στη σχολική τάξη, ακόμα και αν –όπως συμβαίνει στο ελληνικό σχολικό σύστημα– ο εκπαιδευτικός είναι ο «τελευταίος τροχός της αμάξης». Εργαζόμενος στο πιο συγκεντρωτικό σχολικό σύστημα στην Ευρώπη, ο Ελληνας εκπαιδευτικός σπάνια ερωτάται για το περιεχόμενο και τον τρόπο της δουλειάς του, αλλά η δύναμή του να προωθήσει ή να ματαιώσει αλλαγές δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Γενικότερα, παρότι θεωρείται ότι οι μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν όταν δεν υπάρχει πολιτική συναίνεση για αυτές στις υψηλότερες βαθμίδες του πολιτικού συστήματος (Βουλή, κόμματα), σε πολλές περιπτώσεις το κλειδί για την επιτυχία ή η αποτυχία κρύβεται σε πολύ χαμηλότερες βαθμίδες. Αραγε, θα αντιμετώπιζε η Ελλάδα με σχετική επιτυχία το πρώτο κύμα της πανδημίας το 2020, αν δεν έσπευδαν οι γιατροί και νοσηλευτές της «πρώτης γραμμής» στο ΕΣΥ να υπερβούν τους εαυτούς τους; Το ίδιο δεν συμβαίνει τώρα με τους υπαλλήλους υπουργείων και εμβολιαστικών κέντρων, οι οποίοι έχουν σχεδιάσει ή διεκπεραιώνουν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες εμβολιασμών κατά της COVID-19;
Η πολιτική συναίνεση για βασικές επιλογές δημόσιας πολιτικής είναι απαραίτητη αρχικά, ενώ μετά την επίτευξή της πολύ μεγαλύτερη σημασία αποκτά το να αγκαλιάσουν τις επιλογές οι πολίτες και όσοι τους παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες. Τίποτα από αυτά δεν είχε συνοδεύσει τη θέσπιση πέντε σημαντικών μεταρρυθμιστικών νόμων, μεταξύ Σεπτεμβρίου 2010 και Νοεμβρίου 2011, για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (επί υπουργίας Aννας Διαμαντοπούλου και υφυπουργίας Εύης Χριστοφιλοπούλου). Λόγω δημοσιονομικής στενότητας, πολλές διατάξεις τους δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Ωστόσο, η έλλειψη κονδυλίων δεν ήταν το κύριο πρόβλημα. Συχνά, δεν απαιτούνταν περισσότερα χρήματα, αλλά περισσότερη συμμετοχή για την εφαρμογή των νόμων. Για παράδειγμα, δεν χρειάζονταν πολλά χρήματα για την «αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου» που επιχειρήθηκε στη σχολική χρονιά 2013-2014. Στο οξυμένο κλίμα της εποχής, η αυτοαξιολόγηση απορρίφθηκε πανηγυρικά από πολλούς συλλόγους διδασκόντων, όταν οι οδηγίες του υπουργείου Παιδείας έφτασαν στις σχολικές μονάδες. Οι επιμέρους διαφωνίες για όψεις της μεταρρύθμισης του σχολείου αναδιπλασιάστηκαν από τις συνολικές πολιτικές διαφωνίες για τα μνημόνια, παρότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν σχετιζόταν με αυτά και είχε δρομολογηθεί πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης.
Η κομματική πόλωση παρέσυρε προοδευτικές πρωτοβουλίες της εποχής εκείνης, όπως το νέο θεσμικό πλαίσιο για τα πρότυπα και τα πειραματικά δημόσια σχολεία (Ν. 3966/2011), το οποίο ανατράπηκε το 2015, με τον περιορισμό των προτύπων σχολείων σε μόνο πέντε σε όλη τη χώρα και μάλιστα εις βάρος της επαρχίας (τέσσερα στην Αθήνα και ένα στα Ιωάννινα). Οι σχετικές πρωτοβουλίες επαναλήφθηκαν μετά το 2019 και αγκαλιάστηκαν από τους γονείς. Ετσι, τον Ιούνιο του 2021, κατατέθηκαν 13.291 αιτήσεις για 4.039 θέσεις μέσω εισαγωγικών εξετάσεων σε τέτοια σχολεία. Σωστά έχει πρυτανεύσει πλέον η ιδέα ότι τέτοια δημόσια σχολεία δεν είναι φίλτρα ταξικής επιλογής με βάση το μορφωτικό κεφάλαιο των γονέων, αλλά δίαυλοι ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για τα φτωχότερα στρώματα.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι υπάρχει ανάλογη κοινωνική υποδοχή, πολλώ μάλλον υποστήριξη εκ μέρους των εκπαιδευτικών, ακόμα και για κάποιες απελευθερωτικές για τους εκπαιδευτικούς μεταρρυθμίσεις που θα ξεδιπλωθούν από τον Σεπτέμβριο του 2021 ως σχέδιο υπό τον γενικό τίτλο «νέο αναβαθμισμένο σχολείο». Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις απαιτούν ενεργοποίηση και προσαρμογές μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών: α) Εργαστήρια δεξιοτήτων μέσα στο σχολεία, β) ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση για τα άτομα με αναπηρίες, γ) επιλογές πέραν του Γενικού Λυκείου, με ενίσχυση της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης και δυνατότητα συμπλήρωσης «παράλληλου μηχανογραφικού δελτίου» με κατεύθυνση τα ΙΕΚ για όσους δεν συγκεντρώσουν επαρκή μόρια για εισαγωγή σε ΑΕΙ και δ) αυτονομία στη σχολική μονάδα με ενδυνάμωση του ρόλου των εκπαιδευτικών στελεχών και των δασκάλων και καθηγητών που θα κληθούν να διαλέξουν, μεταξύ άλλων, σχολικά εγχειρίδια και τρόπους εξέτασης των μαθητών τους.
Hταν άμεση, όσο και αναμενόμενη η απόρριψη αυτών των εξαγγελιών εκ μέρους των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των ομοσπονδιών των εκπαιδευτικών. Ωστόσο, η επιβίωση του σχεδίου για το νέο αναβαθμισμένο σχολείο δεν θα κριθεί στο Κοινοβούλιο ούτε στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, οι οποίοι θα γνωρίσουν νέα πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια σε λιγότερους από δύο μήνες από σήμερα. Η επιβίωση του σχεδίου θα κριθεί στο μικρο-επίπεδο της σχολικής μονάδας, όπου θα «πειραχτούν», αν δεν υπονομευτούν κιόλας, βολικές ρουτίνες παράδοσης της «εξεταστέας ύλης» στην τάξη και εξέτασης των μαθητών, καθώς και ανεπίσημες, επίσης βολικές, σχέσεις μεταξύ προϊσταμένων και υφισταμένων.
Συνοπτικά, οι δυσκολότερες μεταρρυθμίσεις δεν είναι οι ακριβότερες για τον προϋπολογισμό ούτε οι πιο πολύπλοκες. Είναι εκείνες που απαιτούν προσαρμογές, αν όχι ένθερμη υποστήριξη, από όσους καλούνται να τις εφαρμόσουν στη χαμηλότερη βαθμίδα της διοικητικής ιεραρχίας και στις πιο αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες. Eτσι, οι σχεδιαστές της αναγκαίας μεταρρύθμισης του σχολείου, προτού καν διαμορφώσουν τις τελικές ρυθμίσεις του «αναβαθμισμένου σχολείου», θα έπρεπε, παράλληλα με τους συνήθεις διαύλους επικοινωνίας και εκπροσώπησης, να βρουν τρόπους να κινητοποιήσουν εκπαιδευτικούς και να δημιουργήσουν συμμαχίες και συγκλίσεις υπέρ των αλλαγών στο δημόσιο σχολείο. Σε κάθε σχολείο υπάρχουν εκπαιδευτικοί που θεωρούν τις «εσωτερικές» απολαβές της δουλειάς τους (την ικανοποίηση από την εργασία) εξίσου σημαντικές με τις «εξωτερικές» (τον ταπεινό μισθό τους). Οι διευθυντές των σχολείων και οι γονείς τούς ξέρουν. Σε αυτούς μπορεί να στηριχτεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου