«Ο,τι έγινε δεν μπορεί να αναιρεθεί, μπορεί όμως κάποιος να αποτρέψει να ξανασυμβεί»
Ιούνιος 1944. Στην Ευρώπη ξεκινάει η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά των ναζιστικών στρατευμάτων. Η Μάχη της Νορμανδίας…
«Τούτη η ελευθερία που τόσο την κουβεντιάσαμε δεν είναι λοιπόν πολύ όμορφη, πολύ παραμυθένια, για νά’ναι πραγματική; Τούτη η χρονιά του 1944 θα μας φέρει τη νίκη; Δεν το ξέρουμε ακόμη, μα η ελπίδα μας ξαναγεννήθηκε, μας δίνει κουράγιο, μας δίνει δύναμη. Γιατί πρέπει ν’ αντέξουμε με κουράγιο, ακόμη πολλές αγωνίες, στερήσεις και βάσανα…» (Τρίτη 6 Ιουνίου 1944)
Η είδηση που μεταδίδει το BBC για την πολυπόθητη D- Day, την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, γεμίζει αισιοδοξία την Άννα Φρανκ. Το 15χρονο κορίτσι, τη μικρή Εβραία, που άθελά της θα γίνει το σύμβολο του Ολοκαυτώματος, μέσα από το ημερολόγιό της, μετά τον πρόωρο και μαρτυρικό θάνατό της. Γιατί στο κρυσφήγετο, σ΄ ένα κτίριο στο Άμστερνταμ, μέρες πολέμου, ναζιστικής απειλής και σκοτεινιάς, ένα μικρό κορίτσι γράφει ιστορία. Η «Τελική Λύση», η ναζιστική πολιτική πρακτική που αποσκοπούσε στην εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης, είναι σε πλήρη εξέλιξη. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεμίζουν ασφυκτικά και ο αυτοεγκλεισμός είναι συχνά ο μόνος τρόπος αποφυγής της απειλής του θανάτου, της αντιμετώπισης αυτής της παράλογης θεωρίας περί «φυλετικά ανώτερων» και «φυλετικά / βιολογικά κατώτερων», της χιτλερικής παραφροσύνης που επέβαλε συστηματικές, εξοντωτικές διώξεις κατά ομάδων οι οποίες εθεωρούντο απειλή για την Αρία φυλή…
Γεννημένη στη Φρανκφούρτη το 1929, το δεύτερο κορίτσι του Ότο και της Έντιθ Φρανκ, η Άννα βρέθηκε από την ηλικία των τεσσάρων ετών να ζει στο Άμστερνταμ, το οποίο οι Εβραίοι γονείς της θεωρούν ασφαλέστερο. Στην ολλανδική πρωτεύουσα, ο πατέρας της θα ιδρύσει εταιρεία εμπορίας πηκτίνης, απαραίτητου συστατικού για την παρασκευή μαρμελάδας, και αργότερα θα προσθέσει στις δραστηριότητές του την εμπορία βοτάνων και μπαχαρικών. Παρά τη μετακίνηση, η οικογένεια Φρανκ, θα περάσει τη δεκαετία του ’30 σχετικά ήρεμες μέρες.
Η Άννα δεν δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο ολλανδικό σχολείο κοντά στο σπίτι της, μαθαίνει γρήγορα τη γλώσσα, αποκτά φίλους και από τις λίγες φωτογραφίες που έχουν διασωθεί, είναι ένα ανέμελο, κοινωνικό και ευτυχισμένο παιδί.
Η εισβολή των Ναζί στην Ολλανδία το Μάιο του 1940 ανατρέπει τα πάντα. Αυστηρότατοι οι περιορισμοί στην κίνηση των Εβραίων, απαγορεύσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, στοχοποίηση και περιθωριοποίηση τους.
Όταν τον Ιούλιο του 1942 η μεγαλύτερη κόρη Μάργκοτ καλείται μέσω επιστολής να αναφερθεί σε «στρατόπεδο εργασίας» στη Γερμανία, οι γονείς παίρνουν την απόφαση να κρυφτούν για να αποφύγουν τη δίωξη.
«Η Μάργκοτ ήταν δεκάξι χρονών. Άρχισαν λοιπόν τώρα να μαζεύουν νέα κορίτσια της ηλικίας της; Αλλά δεν θα την αφήσουμε να πάει, είναι η μητέρα που το είπε, ευτυχώς… Αρχίσαμε να μαζεύουμε, η Μάργκοτ κι εγώ, τα’ απαραίτητα πράγματά μας, μέσα στις βαλίτσες μας. Εγώ έχωσα κάπου, πρώτο –πρώτο αυτό το τετράδιο , ύστερα τα ‘’μπικουτί’’ μου, τα μαντήλια μου, τα σχολικά μου βιβλία, τις χτένες μου, παλιά γράμματα. Η ιδέα της κρυψώνας με ξετρέλαινε και μάζευα τα πιο απίθανα πράγματα… Έπρεπε να φύγουμε με κάθε θυσία, κι είχαμε ανάγκη από ένα απάνεμο λιμάνι. Τίποτα άλλο δεν μετρούσε για μας». (Τετάρτη 8 Ιουλίου 1942)
Η ζωή για τα οκτώ άτομα στο μικρό διαμέρισμα, με την είσοδο κρυμμένη πίσω από μία γκρι πόρτα, το κρησφύγετο, πίσω από την επιχείρηση του Ότο Φρανκ, στην οδό Prinsengracht 263 στο Άμστερνταμ, θα αποτελέσει από τον Ιούλιο του 1942, την κρυψώνα για την οικογένεια Φρανκ και άλλους τέσσερεις Εβραίους.
«Πιστεύω πως ποτέ δε θα νιώσω σα στο σπίτι μου, εδώ, πράγμα που δε θέλω να το λέω για να μη γίνομαι δυστυχισμένη. Θέλω πιότερο να σκέφτομαι πως περνώ τις διακοπές μου σ’ ένα περίεργο κατάλυμα… Αισθάνομαι καταπιεσμένη, ανομολόγητα καταπιεσμένη απ΄ το γεγονός ότι ποτέ δεν μπορώ να βγω έξω και φοβάμαι πως αν μας ανακαλύψουν θα μας τουφεκίσουν…»
Δύο χρόνια η Άννα Φρανκ θα ζήσει στο «Κρυφό Παράρτημα», όπως η ίδια αποκαλεί την κρυψώνα τους.
«Μία μέρα γελούσαμε με την κωμική πλευρά του κρυφτού και την επόμενη μέρα ήμασταν τρομοκρατημένοι, με το φόβο, την ένταση και την απόγνωση να διαγράφονται στα πρόσωπα μας».
Περιορισμένη, σιωπηλή, φοβισμένη. Μοναδική διέξοδος, το κόκκινο καρό ημερολόγιο, που της χάρισαν οι γονείς της στα 13α γενέθλιά της, τον Ιούνιο του 1942. Λίγο πριν τον αυτοεγκλεισμό…
«Δεν σκέφτομαι όλη αυτή τη δυστυχία, αλλά την ομορφιά που ακόμη παραμένει»
Επινοώντας μια φανταστική φίλη, την Κίτυ, συνομιλώντας ουσιαστικά όμως με τον εαυτό της, θα καταγράψει στις σελίδες του ημερολογίου της, τα γεγονότα, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, την αγωνία και την ελπίδα ενός παιδιού που έχει την ανάγκη να κάνει όνειρα, να εκφραστεί, τελικά να ζήσει.
«Πόσο υπέροχο είναι ότι δεν χρειάζεται κανείς να περιμένει ούτε μια στιγμή πριν αρχίσει να βελτιώνει τον κόσμο».
Το ημερολόγιο, θα αποτελέσει το στήριγμα της τη δύσκολη διετία που πέρασε διωγμένη επειδή ήταν Εβραία, που έζησε με το φόβο του θανάτου επειδή ήταν Εβραία…
«Φυσικά δεν μπορούμε να κοιτάμε έξω από το παράθυρο, ούτε να βγαίνουμε έξω. Και πρέπει να είμαστε πολύ ήσυχοι ώστε αυτοί που δουλεύουν από κάτω να μη μας ακούσουν».
Στις 4 Αυγούστου 1944, Γερμανοί αστυνομικοί κάνουν έφοδο στο κρησφύγετο. Κάποιος τους είχε καταδώσει. Συλλαμβάνονται όλοι. Μεταφέρονται στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, μετά από ένα τριήμερο ταξίδι με τρένο υπό άθλιες συνθήκες. Η Άννα, η Μάργκοτ και η μητέρα τους στέλνονται στο στρατόπεδο εργασίας για γυναίκες, ο πατέρας τους, σε στρατόπεδο για άντρες. Στις αρχές Νοεμβρίου 1944, η Άννα και η Μάργκοτ θα μεταφερθούν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν. Υπό φρικτές συνθήκες, κακουχίες, έλλειψη τροφής, κρύο, υγρασία, τα δύο κορίτσια θα αρρωστήσουν και τελικά θα πεθάνουν από τύφο. Τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1945, πρώτα η Mάργκοτ και λίγο μετά η Άννα. Θάφτηκαν σε μαζικό τάφο, δύο περίπου μήνες πριν την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τις βρετανικές δυνάμεις, στις 15 Απριλίου 1945. Στο Άμστερνταμ θα επιστρέψει μόνο ο πατέρας, ο μοναδικός επιζήσας, από τους οκτώ του «Μυστικού Παραρτήματος».
Ανακαλύπτοντας ότι το ημερολόγιο έχει διασωθεί -ένα από τα μέλη της ομάδας που προστάτεψε την οικογένεια Φρανκ από τους Ναζί, έσωσε το ημερολόγιό της και το φύλαξε μετά τη λεηλασία του παραρτήματος από τη γκεστάπο- ο Ότο Φρανκ πείθεται να το εκδώσει. Η ίδια η Άννα ήθελε άλλωστε να γίνει συγγραφέας ή δημοσιογράφος και είχε την πρόθεση να δημοσιεύσει τις ιστορίες της για τη ζωή στο μυστικό παράρτημα. Θα εκδοθεί για πρώτη φορά σε 3000 αντίτυπα τον Ιούνιο του 1947. Η συνέχεια ξεπερνάει κάθε προσδοκία. Αλλεπάλληλες εκδόσεις, μεταφράσεις σε 70 γλώσσες, προσαρμογή για τη θεατρική σκηνή, την κινηματογραφική οθόνη, στέλνοντας το μήνυμα κατά των διακρίσεων, του ρατσισμού, του μίσους.
«Ο,τι έγινε δεν μπορεί να αναιρεθεί, μπορεί όμως κάποιος να αποτρέψει να ξανασυμβεί».
Η Άννα, ένα παιδί μεταξύ του ενός εκατομμυρίου Εβραιόπουλων, θυμάτων των Ναζί, θα γίνει το σύμβολο του Ολοκαυτώματος. Του χαμένου μέλλοντος των παιδιών που πέθαναν πρόωρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Δεν θέλω να ζήσω μια μάταιη ζωή όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Θέλω να είμαι χρήσιμη ή να προσφέρω χαρά σε όλους, ακόμα και σε αυτούς που δεν θα τύχει να συναντήσω ποτέ. Θέλω να συνεχίσω να ζω, ακόμη και μετά το θάνατό μου!»
Πηγή: ertnews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου