Πώς μαθαίνουμε; Το βασικό ερώτημα, που απασχολεί το ανθρώπινο είδος εδώ και αιώνες, διερευνά, μέσα από δεκάδες επιστημονικά παραδείγματα, ο Γάλλος γνωσιακός νευροεπιστήμονας Stanislas Dehaene στο βιβλίο του με τίτλο: «Πώς Μαθαίνουμε. Γιατί ο εγκέφαλός μας μαθαίνει καλύτερα από οποιαδήποτε μηχανή … προς το παρόν» (Εκδόσεις ΤΡΑΥΛΟΣ).
Σε μία εποχή που η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και των «έξυπνων» γλωσσικών μοντέλων κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα, το βιβλίο του Γάλλου νευροεπιστήμονα μετατοπίζει τη συζήτηση από τα πρόσφατα τεχνολογικά επιτεύγματα στις αξεπέραστες μαθησιακές δυνατότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Με αυτόν τον τρόπο, μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τις ιδιαίτερες λειτουργίες της ανθρώπινης νόησης και να προσεγγίσουμε ακριβέστερα τις εξελίξεις στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης.
Η μάθηση, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι ο «θρίαμβος του είδους μας», αφού «δεν είμαστε απλώς ο Homo sapiens, αλλά ο Homo docens- το είδος που διδάσκει τον εαυτό του. Το μεγαλύτερο μέρος των γνώσεών μας για τον κόσμο δεν παραδόθηκε σ ’εμάς από τα γονίδιά μας: χρειάστηκε να το μάθουμε από το περιβάλλον μας και από όσους είναι γύρω μας», σημειώνει. Αναφερόμενος, στη συνέχεια, στους τεχνητούς αλγόριθμους, που δείχνουν να υπερτερούν έναντι των ανθρώπων στην εκτέλεση ορισμένων εργασιών, τονίζει ότι καταλήγουν να μιμούνται ένα μικρό μόνο μέρος της λειτουργίας του εγκεφάλου μας. «Ακόμη και οι πιο προηγμένες αρχιτεκτονικές των υπολογιστών υστερούν σε σχέση με την ικανότητα οποιουδήποτε βρέφους να κατασκευάζει αφηρημένα μοντέλα του κόσμου».
Η ανθρώπινη μάθηση είναι μία περίπλοκη διαδικασία που απαιτεί την προσαρμογή εκατομμυρίων παραμέτρων στις εγκεφαλικές συνάψεις με έναν βασικό στόχο: την καλύτερη κατανόηση της κατάστασης του εξωτερικού κόσμου. Εδώ εντοπίζεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, και το πλεονέκτημά μας έναντι των μηχανών, καθώς ο εγκέφαλός μας μάς επιτρέπει να λειτουργούμε διαρκώς, χωρίς πάντα να το συνειδητοποιούμε, ως στατιστικολόγοι και να αξιολογούμε πιθανότητες, ακόμη και τις πιο αβέβαιες ή διφορούμενες, προκειμένου να κατανοήσουμε ένα φαινόμενο ή να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα.
Πώς μαθαίνουμε
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του επικεντρώνεται στον τρόπο που μαθαίνει ο ανθρώπινος εγκέφαλος, αμφισβητώντας αρχικά παλαιότερες αντιλήψεις, όπως εκείνη του Ζαν-Ζακ Ρουσό, για παράδειγμα, που θεωρούσε ότι «γεννιόμαστε ικανοί για μάθηση, αλλά δίχως να γνωρίζουμε ή να συλλαμβάνουμε οτιδήποτε». Αυτή η αντίληψη είναι απολύτως εσφαλμένη, καθώς σύγχρονα πειράματα και παρατηρήσεις αποδεικνύουν ότι ο αναπτυσσόμενος εγκέφαλος διαθέτει κληρονομημένη γνώση από τη μακρά εξελικτική του ιστορία. «Οι γνωσιακοί επιστήμονες χρειάστηκαν εξαιρετική επινοητικότητα και σημαντικές μεθοδολογικές προόδους, ώστε να αποκαλύψουν το τεράστιο ρεπερτόριο των ικανοτήτων με τις οποίες γεννιούνται όλα τα βρέφη. Αντικείμενα, αριθμοί, πιθανότητες, πρόσωπα, γλώσσα… η προϋπάρχουσα γνώση όλων των βρεφών έχει ευρύτατο φάσμα».
Αυτή η διαπίστωση δεν υποβαθμίζει, σε καμία περίπτωση, τη σημασία της ανατροφής ή της εκπαίδευσης στη μαθησιακή διαδικασία. Η πρώιμη οργάνωση του εγκεφάλου μεταβάλλεται και βελτιώνεται από την εμπειρία με πολλούς τρόπους, καθώς «εκατομμύρια συνάψεις υποβάλλονται σε αλλαγές της πλαστικότητάς τους κάθε φορά που αποκτούμε μια νέα γνώση». Για αυτό, η επίδραση της εκπαίδευσης βελτιώνει σε τεράστιο βαθμό τις αρχικές ανθρώπινες δεξιότητες. Ακόμη και το IQ, μία υποτίθεται σταθερή έννοια, ανεβαίνει αρκετές μονάδες σε κάθε επιπλέον έτος εκπαίδευσης.
Οι τέσσερις πυλώνες της μάθησης
Αρκεί όμως η ύπαρξη της συναπτικής πλαστικότητας να ερμηνεύσει την ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει; Μάλλον όχι, αφού στον ζωικό κόσμο, όπως τονίζει ο συγγραφέας, ακόμη και οι κοινές μύγες και τα θαλάσσια σαλιγκάρια έχουν τροποποιήσιμες συνάψεις. Η δυνατότητα του ανθρώπου να διδάσκει τον εαυτό του οφείλεται και στην ικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου να ενεργοποιεί μια σειρά από επιπλέον τεχνάσματα για να αποσπά την πληροφορία από το περιβάλλον του και να κατακτά τη γνώση.
Σε αυτό το πλαίσιο, στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο Stanislas Dehaene παρουσιάζει τους «τέσσερις πυλώνες της μάθησης», που μπορούμε να βασιστούμε για να βελτιώσουμε τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε. Οι πυλώνες αυτοί είναι: Η προσοχή, που ενισχύει την πληροφορία στην οποία εστιάζουμε. Η ενεργός συμμετοχή, ένας αλγόριθμος που επίσης ονομάζεται «περιέργεια», η οποία ενθαρρύνει τον εγκέφαλό μας να ελέγχει αδιάκοπα νέες υποθέσεις. Η ανατροφοδότηση κατά τη διόρθωση των σφαλμάτων (το λάθος είναι σημαντικό στοιχείο στη μαθησιακή διαδικασία. Για αυτό, δεν χρειάζεται να τιμωρείται ή να αποθαρρύνεται όποιος το διαπράττει, αλλά να το αντιμετωπίζει ως ευκαιρία μάθησης), που συγκρίνει τις προβλέψεις μας με την πραγματικότητα και διορθώνει τα μοντέλα μας για τον κόσμο. Και, τέλος, η παγίωση που καθιστά ό,τι έχουμε μάθει πλήρως αυτοματοποιημένο και περικλείει και τον ύπνο ως βασικό συστατικό της σταθεροποίησης και ταξινόμησης της γνώσης.
Η μάθηση μέσα από τη διεπιστημονική προσέγγιση, με στοιχεία από τη γνωσιακή επιστήμη, τη νευροεπιστήμη, την τεχνητή νοημοσύνη και την ψυχολογία, του Stanislas Dehaene έχει τα χαρακτηριστικά μιας συναρπαστικής περιπέτειας. Στο πλαίσιο της οργανωμένης εκπαίδευσης δεν πρέπει, όπως κατανοούμε, να εξετάζεται μονοσήμαντα. Αφού η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από σύνθετους παράγοντες που συνδέονται, εκτός των άλλων, με τους εκπαιδευτικούς αλλά και με τους γονείς. Για αυτό, ο συγγραφέας πιστεύει ότι «η γνωσιακή επιστήμη μπορεί να βοηθήσει στον σχεδιασμό και στην αποτίμηση καινοτόμων εκπαιδευτικών εργαλείων. Όπως ακριβώς η ιατρική βασίζεται στη βιολογία, ο τομέας της εκπαίδευσης πρέπει να θεμελιώνεται σ ’ένα «οικοσύστημα» συστηματικής και αυστηρής έρευνας που συνδέει δασκάλους, γονείς και ερευνητές σε μια αδιάκοπη αναζήτηση για περισσότερο αποτελεσματικές, βασισμένες σε στοιχεία, στρατηγικές μάθησης».
Παρουσίαση, από τον Γιώργο Καρουζάκη
Πηγή: Θαλής + Φίλοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου