Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Ελένη Ευθυμίου: «Δύσκολα θα έρθει ένας ανάπηρος ηθοποιός να διεκδικήσει έναν ρόλο, μη γελιόμαστε»

Το 2013 κάναμε ένα θέμα στο LIFO.gr με μια ομάδα που ζούσε σε ένα διαμέρισμα, όπου έκανε τις πρόβες του νυχθημερόν, και έτσι γνωρίσαμε την Ελένη Ευθυμίου που σκηνοθετούσε την παράσταση, αλλά πήραμε και μια γεύση από τον τρόπο που μέχρι σήμερα αντιμετωπίζει τη δουλειά της.

Σκηνοθέτις, περφόρμερ και τραγουδίστρια, ενεργό μέλος της ομάδας Εν δυνάμει, μιας ομάδας νέων καλλιτεχνών με και χωρίς αναπηρία, προσηλωμένη στη διερεύνηση της συνύπαρξης της αναπαράστασης, του χώρου, του σώματος και της ταυτότητας, ετοιμάζεται για την πρώτη της παράσταση στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, το εναρκτήριο έργο της πρώτης σκηνής της χώρας για την περίοδο 2021-22, το «Φουέντε Οβεχούνα».

Με το έργο του Λόπε δε Βέγκα υπό μάλης, που δεν το αποχωρίζεται ούτε λεπτό, και το μυαλό στην πρόβα που έχει αφήσει για λίγο, τη συναντήσαμε λίγο πριν ξεκινήσει ακόμα ένα συναρπαστικό ταξίδι στον κόσμο ενός πολυγραφότατου, παραγωγικού συγγραφέα, μίας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Ισπανικού Χρυσού Αιώνα της μπαρόκ λογοτεχνίας.

— Ελένη, αυτή είναι μια χρονιά, η πρώτη, που οι σκηνοθεσίες είναι ίσες μεταξύ ανδρών και γυναικών στο Εθνικό Θέατρο και θα ήθελα να μας πεις πώς βλέπεις αυτή την εξέλιξη.

Δεν είναι ξαφνικό το ότι είμαστε τόσες γυναίκες, είναι σαφέστατα το αποτέλεσμα μιας δύσκολης χρονιάς και διαφόρων συγκυριών που μας έφερε στο προσκήνιο αυτήν τη στιγμή και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που με επέλεξε η Έρι Κύργια, φυσικά λόγω των θλιβερών γεγονότων αλλά και με μια αισιόδοξη οπτική για το μέλλον.

Αιφνιδιάστηκα θετικά όταν μου έγινε η πρόταση και ψάξαμε ένα έργο κλασικό. Είχαμε ως ζητούμενο, εκτός από τα θέματα που ήθελε να καλύψει η Έρι, δηλαδή να είναι πολυπρόσωπο το έργο και να παιχτεί στην Κεντρική Σκηνή, να έχει ένα θέμα φιλικό προς τον θεατή και για μένα ήταν ζητούμενο να μην είναι άνδρας ο κεντρικός χαρακτήρας.

— Τι είδους επιλογή είναι αυτή; 

Δεν ήθελα να είναι στηριγμένο στην αρσενική φιγούρα. Αρχικά από περιέργεια, γιατί αν κάτσεις να δεις το παγκόσμιο ρεπερτόριο, είναι πολύ λίγα τα έργα που έχουν και τη γυναίκα ως κεντρικό πρόσωπο. Πάντοτε είναι η γυναίκα του τάδε, η βασίλισσα και λοιπά.

Εδώ πρωταγωνιστής είναι το χωριό. Αλλά έρχεται στο προσκήνιο και η γυναίκα ως καταλύτης μιας συλλογικής δράσης. Μιλάω, φυσικά, για τη Λαουρένθια, που έχει βιαστεί από τον διοικητή της περιοχής και ρίχνει τις ευθύνες στον πατέρα της και στο χωριό, που δεν αντέδρασαν, και εκεί συντονίζονται πια όλοι, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να κάνουν κάτι έξω από τα συνηθισμένα.

— Σκηνοθετείς από το 2010 και θέλω να σε ρωτήσω αν σκέφτηκες ότι μπαίνεις σε έναν στίβο που δίνει λιγότερες ευκαιρίες σε γυναίκες σκηνοθέτιδες.

Δεν το είχα σκεφτεί και ίσως αυτό οφείλεται στον τρόπο που μεγάλωσα, δεν ένιωθα ποτέ διαφορετική ή μειονεκτικά. Στην πορεία άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο. Γενικά, μέσα από την εμπειρία αρχίζεις να καταλαβαίνεις την ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών ‒ και πάλι θα πω ότι νιώθω τυχερή που έχω μεγαλώσει σε καλές συνθήκες, εδώ νομίζω ότι έχει παίξει ρόλο το ότι σπούδασα στη Θεσσαλονίκη.

Σίγουρα η διαδρομή που έχω ακολουθήσει είναι αντισυμβατική, δεν είναι μια διαδρομή που στοχεύει στην καριέρα, του αριβίστα, να το πω κι έτσι. Ξεκίνησα σκηνοθετώντας στη Θεσσαλονίκη, ήρθα στην Αθήνα και επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη για να είμαι στην ομάδα Εν δυνάμει, δεν το λες αυτό σχέδιο καριέρας. Νιώθω πολύ πλούσια από τη διαδρομή γιατί μου δόθηκε η δυνατότητα να πειραματιστώ με διαφορετικά είδη και πράγματα, βρίσκω αυτό που με ενδιαφέρει και πώς να προχωρήσω και νομίζω ότι μου αρέσει να ακολουθώ το ένστικτό μου, αυτό με κινεί. 

— Γυρίζοντας πίσω, θυμάμαι τα πρώτα σου βήματα στην Αθήνα, αυτές τις ολοήμερες πρόβες σε ένα διαμέρισμα και την επιμονή των ανθρώπων που κάνουν θέατρο, κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, να δουλέψουν και να προχωρήσουν. Είναι ένα χαρακτηριστικό αυτό και σήμερα που δουλεύετε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες ή έχει αλλάξει;

Εγώ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου σε σχέση με το θέατρο, από τα δεκαέξι μου, ήθελα να κάνω πρόβες. Μετά ήμουν τυχερή γιατί τελείωσα ένα πρακτικό τμήμα, το Τμήμα Θεάτρου της Καλών Τεχνών, όπου γίνεται μεγάλη ζύμωση μεταξύ των σπουδαστών.

Ανατράφηκα με αυτό το πνεύμα της ομαδικότητας, της συνεργασίας, έμαθα έναν τρόπο ομαδικής δουλειάς, στο πλαίσιο του οποίου από νωρίς μαθαίνεις τι σημαίνει συνεργασία και συνέργεια. Και κράτησα τις σχέσεις με τις οποίες ξεκίνησα. Τότε κιόλας δεν είχαμε επαφή με το τι σημαίνει εργασιακό δικαίωμα, ωράριο, και δουλεύαμε δώδεκα ώρες την ημέρα, χωρίς σταματημό, με πολλή αγάπη και στόχευση.

— Υπάρχει το πάθος αυτό ακόμα;

Υπάρχει άσβεστο και σ’ εμένα και στους γύρω μου. Εγώ βγήκα και ξεκίνησα να δουλεύω μέσα στην κρίση. Αντίστοιχα, οι νέοι που γαλουχήθηκαν μέσα σε αυτή την κατάσταση έχουν μάθει να βάζουν το κεφάλι κάτω και να δουλεύουν. Η επιβίωση, φυσικά, είναι ένα ερωτηματικό σε αυτούς τους καιρούς.

— Εσένα πώς πάνε τα βήματά σου;

Όχι σαν τον κάβουρα, αλλά κάνοντας ζιγκ-ζάγκ. Με ενδιαφέρει πολύ το πάντρεμα της μουσικής με το θέατρο, αυτό είναι προφανές, να βρω πράγματα που με κινούν, και θα ’θελα να εκφράσω και τη σύνδεση του θεάτρου με την κοινωνία, με απασχολούν βαθιά τα κοινωνικά θέματα. Για μένα είναι πάντα ζητούμενο να μετακινηθεί και ο θεατής. Σε κάθε δουλειά βρίσκεις κάτι άλλο να σε ιντριγκάρει, θα ήθελα να κάνω αρχαία τραγωδία, αλλά και μουσικό θέατρο, όχι όπερα, ένα θέατρο πιο πειραματικό. Και φυσικά θα ήθελα κάποια στιγμή να έχω μια σταθερή ομάδα, με την οποία να ερευνούμε και να δουλεύουμε, κάτι που έχω με την Εν δυνάμει και κάθε δύο χρόνια επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη.

Έτσι και τώρα, μετά το Εθνικό, θα αρχίσουμε να ετοιμάζουμε τη νέα μας δουλειά, το επόμενό μας βήμα. Η αλήθεια είναι ότι εκεί είναι το μέρος όπου συντονίζομαι με ανθρώπους που ξεκινάμε από μια λευκή κόλλα και τη γεμίζουμε. Την επιτυχία τη θεωρώ συνυφασμένη μόνο με την πραγματική συγκίνηση ‒ δεν εννοώ το συναίσθημα αλλά τη μετακίνηση, τον διάλογο με το κοινό.

— Ας πάμε στο «Φουέντε Οβεχούνα». Πού επικεντρώνεσαι;

Είναι μια μικρή κοινωνία που υπακούει σε έναν διοικητή ο οποίος καταχράται την εξουσία που έχει και παραβιάζει τα όρια. Έτσι ξεκινά. Έχω κι εγώ μεγάλη περιέργεια για ένα έργο που το ξέρουμε κυρίως από διασκευές, έχει εργαλειοποιηθεί το επαναστατικό του κομμάτι και έχει γράψει ιστορία πολιτικά, μιλώντας τον επαναστατικό αγώνα. Είναι ένα έργο όμως λίγο πιο «πονηρό».

Για παράδειγμα, ένα πράγμα που μου δημιουργεί ερωτηματικά είναι το πότε μια κοινωνία επιλέγει τελικά να μιλήσει. Οπότε, ένα από τα ζητήματα που θα προσπαθήσω να θέσω στο έργο είναι αυτό του κρυφού και του φανερού. Και το πώς αποσιωπάται κάτι μέχρι να μην μπορεί να αποσιωπηθεί πια, με ποιον τρόπο, όταν ενωνόμαστε για κάτι που δειλιάζουμε να αντιμετωπίσουμε σε ατομικό επίπεδο δημιουργείται δράση και μπορεί να αλλάξει κάτι.

— Αυτό έχει και μια σχέση με τα γεγονότα που συνέβησαν πέρσι στο θέατρο. 

Ναι, έχει, και φυσικά το βλέμμα μου είναι στραμμένο και προς τις γυναίκες του έργου. 

— Πιστεύεις ότι αργήσαμε να μιλήσουμε;

Πιστεύω ότι αργήσαμε να μιλήσουμε και να ακούσουμε ‒ ούτε και σήμερα ακούμε. Και με τρομάζει αυτή η αντίσταση στο καλύτερο, δηλαδή το να μιλήσουμε εμείς οι γυναίκες, και πώς αυτό κατευθείαν γεννάει φόβο στους άντρες αλλά και σε γυναίκες. Συγκρούονται η πρόοδος και η συντήρηση και αυτό δημιουργεί πολώσεις, αλλά ελπίζω να είναι και μια σύγκρουση που γεννάει κάτι νέο. 

— Στον κόσμο του θεάτρου όλα αυτά που έχουν συμβεί έχουν γεννήσει μια νέα, ειλικρινή συζήτηση;

Όσον αφορά τους ανθρώπους της ηλικίας μου, με τους οποίους συγχρωτίζομαι όλον αυτόν τον καιρό, η συζήτηση γίνεται, και μάλιστα σε βάθος. Τον τελευταίο χρόνο συμμετείχα πολύ ενεργά στο ΣΕΗ και χάρηκα που το έκανα, που αποφάσισα να μην κρίνω μόνο αλλά και να είμαι εκεί.

Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων με τους οποίους μιλάμε, συζητάμε κι αυτό είναι ελπιδοφόρο. Eίπαμε «επιτέλους, ας ασχοληθούμε κι εμείς» και ήταν παρηγορητικό το ότι μιλήσαμε και βρήκαμε ανθρώπους με ίδιες αντιλήψεις. Για μένα, το σημαντικό είναι ότι κουνηθήκαμε. Πάντα θα κάνουμε λάθη όσοι ασχολούμαστε με τα κοινά, είμαστε μέσα σε μια ιστορία, αλλά το θέμα είναι η συνέχεια, να είσαι μέρος αυτού που συμβαίνει, και τo ότι πήραμε μια θέση ευθύνης απέναντι σε αυτό που συμβαίνει.

— Μια και μιλάμε για αλλαγές και ανανέωση, δίνονται ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους;

Υπάρχει μεγάλη αντίσταση στο να δοθούν ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους, αλλά επειδή ανήκω σε αυτούς και ως νέα μου δόθηκε χώρος, θα πω ότι ανανεώνεται, αλλά αργά. Είναι μια κατάσταση δύο ταχυτήτων, υπάρχουν κάποιοι που έχουν και χρήματα και χώρο και οι άλλοι που πειραματίζονται, μπορεί να κάνουν αριστουργήματα, αλλά το κράτος, το σύστημα, τους αντιμετωπίζει με μια μέθοδο αργής καύσης ας πούμε. Αυτό είναι πολύ θλιβερό.

Το θέατρο χρειάζεται ρήξη και ανατροπή διαρκώς. Και λάθη. Να έρθει ο νέος και να κάνει λάθος, αλλά να πει και κάτι νέο, να μπει σε έναν διάλογο. Να το πω κι αλλιώς: θα ήθελα να έχω τον χώρο και τον χρόνο να μπορώ να αποτύχω. Και ο τρόπος που πριμοδοτούμαστε είναι «ίσα για να λέμε», παίρνουμε εφτά χιλιάρικα, κάνουμε τσίμα τσίμα κάτι και μετά πάλι στο κενό. Πώς να σχεδιάσεις;

Και βέβαια, πάντα, λειτουργούμε με μόδες, με συγκυρίες, με ονόματα, που κι αυτό το καταλαβαίνω, αλλά μέχρι ένα σημείο. Γι’ αυτό σου λέω ότι η συγκεκριμένη δουλειά μου στο Εθνικό είναι αποτέλεσμα της συγκυρίας. Αν παρέμενε ο προηγούμενος διευθυντής, θα ήμουν απ’ έξω άλλα τρία χρόνια πιθανότατα, θα έβλεπα τον εαυτό μου στο Εθνικό ίσως σε δέκα χρόνια.

— Πόσο κρατάς τα κλασικά στοιχεία του έργου και πόσο φέρνεις μια υπόθεση εποχής στο σήμερα;

Αισθητικά, κινούμαστε σε ένα σκηνικό αφαιρετικό, γιατί το έργο, όπως είναι γραμμένο, έχει δέκα σκηνικούς χώρους. Φυσικά και στέκεσαι στα κοινά με το σήμερα, δεν είναι ανάγκη μια κακοποίηση να τη δεις σε ένα χωριό της Ισπανίας, τη βλέπεις σε πολλούς θύλακες της σημερινής κοινωνίας, μεγαλύτερους ή μικρότερους. Και, φυσικά, για μένα έχει μεγάλη σημασία το πώς κινείται το πλήθος, οι άνθρωποι του χωριού.

Κοίταξε, θα κάνω μια γερή προσπάθεια να μείνω στο μέρος της ιστορίας. Εμείς που είμαστε παιδιά της αποδόμησης και του μεταδραματικού θεάτρου ή της πρωτότυπης δραματουργίας με αυτά τα έργα μπαίνουμε σε μια σοβαρή και μεγάλη πρόκληση να πούμε την ιστορία αλλά και να κάνουμε και την ερμηνεία μας, παίρνοντας θέση. Δεν θέλω να φύγει με απαντήσεις ο θεατής αλλά με ερωτηματικά. Να του δώσει η παράσταση την πολυτέλεια να σκεφτεί, να δει τον εαυτό του σε κάθε ρόλο, όχι σε έναν μόνο, γιατί αντιήρωες είναι όλοι.

— Έχεις έναν μεγάλο θίασο, ανάμεσά τους και την 29χρονη Λωξάντρα Λούκας, την πρώτη επαγγελματία ηθοποιό με σύνδρομο Down που υπέγραψε στο Εθνικό Θέατρο, και ξέρω ότι επαγγελματικά γνωρίζεστε από παλιά.

Συνεργαζόμαστε εδώ και χρόνια στην ομάδα Εν δυνάμει και ήταν πολύ συγκινητικό το ότι μου πρότεινε η Έρι, ως μια ανάγκη να ξεκινήσει από κάπου αυτή η ιστορία, να διαχειριστούμε την ένταξη των ανθρώπων με αναπηρίες.

Τη Λωξάντρα, που είναι πολύ ταλαντούχα σε κάποια πράγματα, την επέλεξα γιατί είναι ένα καθαρό σύμβολο, είναι ένα πρόσωπο που δεν θα περάσει απαρατήρητο το αν έχει αναπηρία ή όχι, οπότε αυτό αμέσως δημιουργεί ένα κλίμα. Δεν είναι ισότιμο το πεδίο, δύσκολα θα έρθει ένας ανάπηρος ηθοποιός σε ακρόαση να διεκδικήσει έναν ρόλο, μη γελιόμαστε. Η Λωξάντρα είναι ένα μέρος της κοινωνίας και ως μέλος της υπάρχει και στην παράσταση, ανάμεσα στους κατοίκους ενός χωριού.

Η Λωξάντρα λειτουργεί ως καταλύτης για όλους μας, είναι σημαντικό να είναι εκεί. Καθρεφτίζουμε άθλιες συμπεριφορές και έχουμε ανάγκη από μια διαρκή υπενθύμιση. Είναι ωραίο αυτό να το κάνει και το θέατρο, να δίνει ένα παράδειγμα.


Λόπε δε Βέγα
ΦουέντεΟβεχούνα
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Ελένη Ευθυμίου
Εθνικό Θέατρο
Οκτώβριος 2021

Πηγή: LIFO

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου