Παλαιότερα την ονόμαζαν Μανιοκατάθλιψη, πλέον το άκουσμα της Διπολικής Διαταραχής (ΔΔ) δεν προκαλεί τον τρόμο που προκαλούσε κάποτε, αφού με την κατάλληλη αγωγή και θεραπεία, το άτομο μπορεί να είναι απόλυτα λειτουργικό. Επειδή υπάρχουν πολλές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις σχετικά με τη Διπολική Διαταραχή ζητήσαμε από τον Δρ. Ιωάννη Μάλλιαρη, Ψυχολόγο, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας, να μας εξηγήσει τι ακριβώς είναι η Διπολική Διαταραχή, ποια είναι η συμπτωματολογία της και τι μπορεί να κάνει κάποιος για να την αντιμετωπίσει.
Τι ορίζουμε ως Διπολική Διαταραχή; Διαφέρει από τη Μανιοκατάθλιψη;
Η Διπολική Διαταραχή είναι ο νεότερος, ο πιο μοντέρνος όρος της Μανιοκατάθλιψης και είναι μία από τις πιο σοβαρές διαταραχές της διάθεσης που χαρακτηρίζεται από δύο πόλους. Τον πόλο της μανίας και τον πόλο της κατάθλιψης. Έχει μία σειρά από συμπτώματα που συμβάλλουν αρνητικά στη λειτουργικότητα του ατόμου. Πολλοί γνωρίζουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης και η διπολική κατάθλιψη δεν διαφέρει από την κατάθλιψη που γνωρίζουμε όλοι, όσον αφορά τα διαγνωστικά κριτήρια. Αυτό που την διαφοροποιεί είναι ο δεύτερος πόλος, αυτός της της Μανίας ή της Υπομανίας και είναι και αυτός που φέρνει ουσιαστικά τη διάγνωση. Στη μανία συναντούμε μεγάλη αύξηση της ενεργητικότητας που μπορεί να συνάδει μαζί με υπέρμετρα καλή διάθεση ή με υπέρμετρα κακή διάθεση (ευερεθιστότητα). Δεν είναι απαραίτητα μία πάρα πολύ χαρούμενη κατάσταση πάντα.
Μέσα σε αυτή την έξαρση μπορεί να έχουμε αυξημένη αυτοπεποίθηση, σε βαθμό που μπορεί να πιστεύει ότι μπορεί να έχει ειδικές δυνάμεις και ικανότητες, αύξηση στην ομιλητικότητα, μειωμένες ηθικές αναστολές και απώλεια αίσθησης κινδύνου. Μπορεί να κάνουν σπατάλες χρημάτων ή άλλες πράξεις που αργότερα τις μετανιώνουν και όλα τους φαίνονται ιδεατά και εφικτά. Άλλο σύμπτωμα της μανίας είναι οι καλπάζουσες σκέψεις. Το μυαλό τους τρέχει τόσο πολύ και οι αισθήσεις τους είναι σε τόσο μεγάλη διέγερση που δεν μπορούν να σταματήσουν να σκέφτονται. Τέλος, ένα από τα πιο σημαντικά συμπτώματα είναι η μείωση της ανάγκης ύπνου. Με τόσο αυξημένη δραστηριότητα και ενέργεια, ο ύπνος γίνεται περιττός. Είναι σημαντικό σύμπτωμα γιατί μελέτες έχουν δείξει ότι η έλλειψη ύπνου μπορεί να «ταΐζει» τη διαταραχή και πολλές αγωγές επικεντρώνονται στην επαναφορά του ύπνου.
Και η υπομανία που αναφέρατε προηγουμένως;
Η Υπομανία είναι μία ενδιαφέρουσα ψυχιατρική κατάσταση γιατί δεν συνοδεύεται από έλλειψη της λειτουργικότητας. Δηλαδή, διπολικοί ασθενείς που μπαίνουν σε φάση υπομανίας, που μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι μία ελαφριά περίπτωση μανίας, έχουν όλα τα συμπτώματα της μανίας απλά σε μικρότερο βαθμό και τα συμπτώματα αυτά δεν επιδρούν στη λειτουργικότητα του ασθενή. Δηλαδή, η αυτοπεποίθηση θα είναι αυξημένη αλλά δεν θα προσλάβει τον άλλον, ούτε θα πιστεύει ότι έχει ειδικές δυνάμεις. Οπότε, η διάγνωση της υπομανίας είναι δύσκολη και πολλοί ασθενείς έρχονται στην θεραπεία αναζητώντας να επανέλθουν στην φάση της υπομανίας, γιατί είναι μία κατάσταση ευφορίας που, ταυτόχρονα, είναι και λειτουργική. Άρα, κάποιος μπορεί να βιώνει το δίπολο κατάθλιψη- υπομανία και όχι κατάθλιψη-μανία.
Υπάρχει κληρονομικότητα;
Οι μελέτες και τα στοιχεία που έχουμε δείχνουν κληρονομικότητα σε μεγάλο βαθμό. Ίσως μεγαλύτερο ποσοστό από άλλες διαταραχές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το περιβάλλον δεν παίζει σημαντικό ρόλο και ο βαθμός κληρονομικότητας είναι στο 10-15%. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι έχουν ένα μέλος με διπολική διαταραχή στην οικογένειά τους, θα νοσήσουν οι ίδιοι ή θα το εκφράσουν στον ίδιο βαθμό. Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας την κληρονομικότητα, ειδικά στη διάγνωσή γιατί εάν κάποιος για παράδειγμα παρουσιάσει κατάθλιψη και έχει στην οικογένειά του κάποιον με διπολική διαταραχή, πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάθλιψή του βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που λέμε διπολικό φάσμα, ακόμα κι αν δεν έχει εκφράσει ακόμα επεισόδιο μανίας ή υπομανίας. Οπότε, τα στοιχεία της κληρονομικότητας είναι σημαντικά γιατί κάνουν καλύτερη την ποιοτική μας δουλειά και σίγουρα δεν είναι λόγος για να μην κάνει οικογένεια κάποιος διπολικός ασθενής, ούτε να ανησυχεί ότι η οικογένειά του θα εκφράσει Διπολική Διαταραχή.
Από ποια ηλικία και μετά μπορεί να γίνει διάγνωση Διπολικής Διαταραχής; Μπορεί ένα παιδί να έχει Δ.Δ.;
Τα τελευταία χρόνια η ηλικία διάγνωσης της διπολικής διαταραχής έχει αρχίσει να πέφτει. Παλαιότερα λέγαμε χαριτολογώντας ότι αν δεν φτάσει κάποιος σε ηλικία ψήφου, δεν μπορεί να διαγνωστεί. Πλέον, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ΔΔ έχει γίνει αντιληπτή από τα 5 χρόνια ενός παιδιού. Κλινικά το προσέχουμε περισσότερο από την εφηβεία εάν ένα παιδί εκφράσει κατάθλιψη και υπάρχει ήδη ιστορικό στην οικογένεια. Αυτό που έχει παρατηρηθεί, ενώ τα πρώτα επεισόδια έναρξης της διαταραχής γίνονται, κατά μέσο όρο, από τα 18-25 έτη του ατόμου, είναι ότι υπάρχει μια αργοπορία 8 με 10 χρόνια στη διάγνωση. Πολλές φορές αυτή η καθυστέρηση στη διάγνωση, δυσκολεύει τόσο τον ασθενή, όσο και τον ειδικό ψυχικής υγείας.
Με λίγα λόγια, πώς αντιμετωπίζεται η Διπολική Διαταραχή;
Αρχικά, πλέον έχουμε ένα φάσμα στη διπολική διαταραχή, δηλαδή μπορούμε να μιλάμε ακόμα και για Διπολικές Διαταραχές. Η θεραπεία βασίζεται αρχικά σε βιολογικά μοντέλα και περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Αυτό αφορά τους ασθενείς που έχουν την κλασσική μορφή με το δίπολο κατάθλιψη-μανία, οπότε τα φάρμακα επικεντρώνονται στο να σταθεροποιούν τη διάθεση και να αποτρέπουν τις κρίσεις ή μία απόπειρα αυτοκτονίας. Η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να βοηθήσει σε ένα οξύ επεισόδιο μανίας, αλλά σε όλες τις υπόλοιπες φάσεις της διαταραχής το μοντέλο που γνωρίζουμε ότι δουλεύει καλύτερα είναι συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας, αλλά ψυχοθεραπείας στοχευμένη στη διπολική διαταραχή. Τα περισσότερα μοντέλα βασίζονται στη Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία και αυτό που κάνουν είναι να εκπαιδεύουν τον ασθενή σχετικά με τη διαταραχή του και τον μαθαίνουν να τη διαχειρίζονται καλύτερα. Αυτός ο συνδυασμός, θεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής, λειτουργεί πολύ καλά για τους ασθενείς που έχουν το δίπολο κατάθλιψη-μανία ή κατάθλιψη-υπομανία. Για τις άλλες διαταραχές που βρίσκονται στο φάσμα, κάθε θεραπευτική προσέγγιση εξαρτάται από το σημείο του φάσματος που βρίσκεται και τη φάση της διαταραχής. Αυτό στο οποίο στοχεύουμε να σταματήσουμε στη διαταραχή αυτή είναι η η συνεχής εμφάνιση των επεισοδίων και όχι τόσο τα συμπτώματα, τα οποία μπορεί και να σταματήσουν. Εάν καταφέρουμε σε έναν διπολικό ασθενή να σπάσουμε τον κύκλο του και να σταματήσει να κάνει επεισόδια, θα έχουμε καταφέρει πολλά. Αλλά αυτή είναι μία διαδικασία που απαιτεί χρόνο και καλή συνεργασία με τον ασθενή και την οικογένειά του.
Πηγή: HuffPost Greece
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου