Ας εκκινήσουμε τον συλλογισμό μας από την προσπάθεια μας, να ξετυλίξουμε το νήμα του συναπαντήματος του Φεμινισμού ως θεωρητικού ρεύματος και ως κινήματος με την αναπηρία, ως ζώσα κατάσταση, ως κατάσταση δηλαδή, που βιώνεται. Το πρώτο, που θα διερωτηθούμε είναι: υπάρχει αλήθεια εκείνη η γερή κλωστή, που να ενώνει αυτά τα δύο, της οποίας την άκρη, να μπορέσουμε να αναζητήσουμε; Ή μήπως θα πρέπει να κάνουμε λόγο για χωριστές διαδρομές;
«Νομίζω πως μέσα στον καθένα μας, υπάρχει μια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις εντυπώσεις και τις συγκινήσεις που η ανθρωπότητα έχει περάσει απ’ την αρχή της δημιουργίας της», έγραφε στην αυτοβιογραφία της η HelenKeler, επιθυμώντας με τα λόγια της, να ανοίξει μία χαραμάδα στο παράθυρο της πραγματικής ταυτότητας των Ανθρώπων με Αναπηρία μέσα από εσωτερικές διαδρομές, σκιαγραφώντας την ζωή μίας γυναίκας, που η κοινωνία θα την ήθελε σιωπηλή και απόλυτα περιθωριοποιημένη. «Κάθε άτομο έχει μια υποσυνείδητη ανάμνηση της πράσινης γης και των κελαρυστών νερών, έτσι που η κώφωση και η τύφλωση δεν μπορούν να του στερήσουν αυτό το δώρο των περασμένων γενεών. Αυτή η κληρονομική ικανότητα είναι μια έκτη αίσθηση-μια ψυχική αίσθηση που βλέπει, ακούει, νιώθει, όλα μαζί!», συμπλήρωνε σε τόνο κατανυκτικό. Η Kelerβέβαια ως προσωπικότητα δεν συνδέθηκε με το φεμινιστικό κίνημα της εποχής της, άρθρωσε όμως πολιτικό λόγο. Αυτή κάθε αυτή η ανάγκη της Kelerνα εκφραστεί μέσα στην ιστορικότητα της είναι που μας κάνει, να αντικρίζουμε στο πρόσωπο της μία πολύ συγκεκριμένη δικαιωματική ταυτότητα. Η HelenKelerέχει καταγραφεί ως ο πιο μορφωμένος Τυφλοκωφός άνθρωπος και αυτός ο άνθρωπος ενσάρκωνε εκτός των άλλων την διπλή διακριτότητα του να είσαι γυναίκα και ανάπηρη εντός του σφιχτού ιστορικού πλαισίου μιας εποχής, που πρότεινε ως κοινωνική απάντηση στην ένταξη των Ανθρώπων με Αναπηρία, την φιλανθρωπία και τον οίκτο.
Έξι έτη πριν από τον θάνατο της Helen Keler ο θεμελιωτής της θεωρίας του Στίγματος Ervin Goffman χαρτογραφεί στις σελίδες του κεφαλαιώδους έργου του «Στίγμα» τις διαδικασίες σύγκρουσης ανάμεσα στην πραγματική και την κοινωνικά κατασκευασμένη ταυτότητα και τις προσπάθειες ανάκτησης του/της εαυτού/ης, όλων όσων ορίζονται από την κοινωνία ως αποκλεισμένοι/ες, χωρίς ωστόσο μέσα από τις γραφές του, να αναλύει με το βάθος, που του αρμόζει το «διπλό στίγμα», όπως αυτό εισπράττεται από τις Γυναίκες με Αναπηρία, το οποίο υπό συνθήκες μπορεί να είναι και τριπλό λ.χ. Λεσβίες με Αναπηρία, Μετανάστριες με Αναπηρία. Έτσι το ερώτημα πώς το φύλο εγγράφεται στην ταυτότητα της αναπηρίας, με όλα τα συμφραζόμενα της, πολιτιστικά, κοινωνικά, ταξικά, εκπαιδευτικά, πολιτικά κ.λ.π. άργησε να απασχολήσει τους/τις επιστήμονες/ισσες του πεδίου και μάλλον μέχρι και τις μέρες μας παραμένει ως προς αρκετές διαστάσεις του αναπάντητο, παρά τις ενδιαφέρουσες κριτικές προσεγγίσεις του μέσα από τις οικείες φεμινιστικές θεωρίες κλονισμού της ταύτισης του βιολογικού με το κοινωνικό φύλο, κύρια εκφράστρια των οποίων υπήρξε η JudithButler.
Με άλλα λόγια ο ό,ποιος διατυπούμενος επιστημονικά λόγος κατ’ αρχήν αναφορικά με την ταυτότητα φύλου των Γυναικών με Αναπηρία ή όπως υποστηρίζεται εκ μέρους μας με την πεμπτουσία του «είναι» των Γυναικών με Αναπηρία υπήρξε πενιχρός, πολλές δε φορές θεωρητικά αναπτυσσόμενος από άνδρες επιστήμονες, γεγονός το οποίο ανεξάρτητα από την επιστημονικότητα των εισφερόμενων απόψεων, η οποία είναι ως ένα βαθμό αξιοπρόσεχτη, ενδεικνύει την ευθραυστότητα της εξωτερίκευσης του αυτοπροσδιορισμού μας στο επιστημονικό γίγνεσθαι. Αυτός ακριβώς ο ετεροπροσδιορισμός στο επιστημονικό πεδίο των Γυναικών με Αναπηρία οδήγησε θα μπορούσαμε να πούμε σε μία αναμενόμενη αναπαραγωγή του στερεότυπου της συμμετοχής των Γυναικών με Αναπηρία στον ακαδημαϊκό λόγο, μόνον ως ερευνητικών υποκειμένων «μεταβίβασης» βιωματικών εμπειριών.
Μεταβαίνοντας τώρα από το επιστημονικό στο πολιτικό επίπεδο, χωρίς βέβαια να αρνούμαστε τις δυνατότητες συνύπαρξης τους η μη συμπόρευση των Φεμινιστριών με τα Κινήματα των Γυναικών με Αναπηρία κατά την γνώμη μας αντικατοπτρίζεται ακόμη πιο ξεκάθαρα, λογιζομένων δύο συγκεκριμένων κοινωνικό-πολιτικών παραμέτρων.
Η πρώτη παράμετρος συνδέεται με την αποδοχή εκ μέρους μας της σχηματικής διέλευσης των φεμινιστικών διεκδικήσεων μέσα από τρεις φάσεις συλλογικής έκφρασης, την πρώτη, η οποία επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση, την δεύτερη, η οποία εστιάζει στην γυναικεία απελευθέρωση, ιδίως την σεξουαλική και την Τρίτη, κατά την οποία εντάσσονται στις φεμινιστικές πολιτικές πανανθρώπινα αιτήματα μη κυρίαρχων ομάδων, για την διαπραγμάτευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εντός του πλαισίου του γυναικείου ζητήματος, αποδοχή, η οποία συλλογιστικά προϋποθέτει για λόγους ιστορικό-ανθρωπολογικούς και την ταυτόχρονη συμφωνία μας με τα εξής: κατά την πρώτη φάση της αμφισβήτησης, την στιγμή δηλαδή, που οι φεμινίστριες καλούσαν σε διεκδίκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων και της ισότιμης συμμετοχής τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι, η πλειοψηφία των Γυναικών με Αναπηρία είτε ήταν απομονωμένη σε Ιδρυματικές Δομές και Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας, είτε ετεροεκπροσωπούνταν από τους/τις γονείς ή τους/τις συμπαραστάτες/ριες τους. Η δεύτερη φάση της σεξουαλικής απελευθέρωσης και της ελεύθερης και αυτοπροσδιοριστικής έκφρασης της σωματικότητας των γυναικών συνιστούσε και συνιστά ως προς τις Γυναίκες με Αναπηρία θέμα ταμπού, η δε κοινοποίηση της στον δημόσιο λόγο γινόταν με όρους «αρτιμέλειας». Τέλος η Τρίτη φάση του ανοίγματος της φεμινιστικής ατζέντας σε πεδία διεκδικήσεων από μη κυρίαρχες ομάδες δεν συμπεριέλαβε τα δικαιώματα των Γυναικών με Αναπηρία, πολύ απλά γιατί τα δημοσιοποιούμενα δια των επίσημων εκφραστών του Αναπηρικού Κινήματος δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρία εν γένει σταχυοθετούνταν με βάση «ανδροκρατικές λογικές», παράβλεψης ή υποτίμησης της ανάγκης και της αναγκαιότητας συμπερίληψης της διάστασης της ταυτότητας φύλου στις χαραζόμενες γενικές πολιτικές.
Η δεύτερη παράμετρος συγκροτεί την ανάστροφη οπτική θέασης των αιτημάτων των Γυναικών με Αναπηρία από την πλευρά των Φεμινιστριών, η οποία μετουσιώνεται στην ενδεχόμενη σύγκρουση των γενικών φεμινιστικών προτάσεων με αυτές των Αναπήρων Γυναικών, εφόσον οι πρώτες θα καλούνταν να πάρουν θέση, ενδεχομένως ερχόμενες σε ρήξη με τις παγιωμένες αντιλήψεις τους γύρω από ζητήματα κεντρικής φύσεως, όπως η κοινωνική φροντίδα, το δικαίωμα στην σεξουαλικότητα, στη μητρότητα, στον οικογενειακό προγραμματισμό και οι αναπαραγωγικές ελευθερίες.
Πέρα όμως από την επιστημονική κίνηση και την δραστηριότητα των ενδιαφερόμενων κινημάτων υπάρχει και η νομοθεσία, η οποία συντελεί στην δόμηση της σχετικής ατζέντας, εν προκειμένω της φεμινιστικής υπέρ των δικαιωμάτων των Γυναικών με Αναπηρία. Και όσων αφορά την διεθνώς δεσμευτική νομοθεσία υπέρ των Γυναικών με Αναπηρία, αυτή κατοχυρώθηκε μόλις το 2006 στοιχειωδώς στο ομώνυμο άρθρο 6 της Διεθνούς Σύμβασης του Ο.Η.Ε. για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρία (CRPD), η οποία κυρώθηκε από την χώρα μας, αποτελούσα εφεξής εσωτερική του νομοθεσία προ διετίας, ενώ εντελώς πρόσφατα στα τέλη του 2013 δημοσιοποιήθηκε το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις Γυναίκες με Αναπηρία, με το οποίο η διάσταση της ταυτότητας φύλου των Γυναικών με Αναπηρία διαχέεται στο σύνολο των ευρωπαϊκών πολιτικών και παρότι προς το παρόν το κείμενο του είναι κατά περιεχόμενο πολιτικά και όχι νομικά δεσμευτικό, αναμφισβήτητα καλλιεργεί το έδαφος, έτσι ώστε η απτή πραγμάτωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Γυναικών με Αναπηρία, να μην αποτελεί μία ανεκπλήρωτη προσδοκία στο μέλλον αλλά ένα πεδίο λήψης σοβαρών πρωτοβουλιών.
Τι λείπει σήμερα; Λείπουν πολλά: Ο εναγκαλισμός των αιτημάτων μας από το Φεμινιστικό Κίνημα στην χώρα μας αλλά και διεθνώς, χωρίς αγκυλώσεις και στερεοτυπικούς φραγμούς. Η συμπερίληψη της ταυτότητας φύλου των Γυναικών με Αναπηρία στις κεντρικές, περιφερειακές και τοπικές πολιτικές της χώρας μας. Η ένταξη των δικαιωμάτων των Γυναικών με Αναπηρία στις στρατηγικές για την ισότητα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων. Η ουσιαστική ενασχόληση του Εθνικού Αναπηρικού Κινήματος με τα θέματα Γυναικών με Αναπηρία και όχι η πανομοιότυπη αναπαραγωγή των ίδιων διακηρυκτικών ευχολογίων μία φορά τον χρόνο, στις 8 του Μάρτη. Κυρίως όμως λείπει η φωνή μας! Μία φωνή συλλογικά εκφραζόμενη, η οποία θα αφορά όλες τις Γυναίκες με Αναπηρία, ακόμη και τις πιο σιωπηλές, όσων ζουν στα λησμονημένα Ιδρύματα, στις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας και στα Ψυχιατρικά Καταστήματα.
Γιατί; Γιατί οφείλουμε να εκφραστούμε, αυτοπροσδιοριζόμενες μέσα από τις διεκδικήσεις μας έξω από ετεροκαθορισμούς και πατερναλιστικές λογικές. Και γιατί ο δρόμος της χειραφέτησης είναι δύσβατος και κατακτιέται μέσα από εμάς για εμάς! Κάθε μέρα!
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Η Νταλίκα» #2014, σελ. 20-21, την συντακτική ομάδα του οποίου ευχαριστούμε από αυτήν την θέση θερμά για την φιλοξενία.
**Το κείμενο αποτελεί συνοπτική παρουσίαση της εισήγησης της γράφουσας στο τριήμερο αφιέρωμα με τίτλο: «Γυναίκα και Εξέγερση / Φρίντα Κάλο Προσεγγίσεις», που πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο «Εμπρός» από τις 7 ως τις 9 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο της θεματικής: «Το σώμα μου, μου ανήκει: «Φωνές αντίστασης στην απανταχού πατριαρχία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου