Ο άνθρωπος είναι αχάριστο πλάσμα κι αυτό αντικατοπτρίζεται στη φρασεολογία του. Τα ζώα τα ήμερα, που τα έχει του χεριού του από την αρχή του χρόνου και που τα εκμεταλλεύεται αγρίως, τα αντιμετωπίζει, τουλάχιστον στη νεοελληνική γλώσσα, με έσχατη περιφρόνηση.
Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ο σκύλος, έχει τη χειρότερη μεταχείριση: σκυλίσια ζωή, δουλεύει σαν σκύλος, ψόφησε σαν το σκυλί, έγινε ρεζίλι των σκυλιών, το σκυλομετάνιωσα. Σκυλί θεωρείται ο άνθρωπος ο ανάλγητος, ο σκληρός· άπιστα σκυλιά λέγαμε τους αγαρηνούς, κι εκείνοι έλεγαν τα ίδια και χειρότερα· ακόμα κι όταν πεις ότι κάποιος είναι σκυλί στη δουλειά, δηλαδή ακούραστος, με ανεξάντλητη αντοχή, στην ουσία τον θεωρείς καλό για να σε υπηρετεί μόνο. Ίδια γεύση πατερναλιστικού επαίνου αφήνει και το «πιστό σκυλί».
Ο πολύτιμος παλιότερα στους αγρότες γάιδαρος, θεωρείται προσωποποίηση της αγένειας, της αχαριστίας, της αναισθησίας. Θαυμάζουμε βέβαια την (γαϊδουρινή) υπομονή του, αλλά με τρόπο παρόμοιο με την αντοχή του σκυλιού: δεν θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του. Παρόμοια το ξαδερφάκι του το μουλάρι, που επιπλέον θεωρείται προσωποποίηση της ξεροκεφαλιάς.
Γουρούνι αποκαλούμε όχι μόνο κάποιον άξεστο ή αχάριστο και στερημένο από λεπτά αισθήματα, αλλά και τους παχύσαρκους ή τους βρόμικους. Βόδι αποκαλούμε τους αργόστροφους και βλάκες (αλλά και τους άξεστους ή αναίσθητους), ενώ περίπου ίδιες χρήσεις έχει και το μοσχάρι (καμιά φορά μουσκάρι). Πιο φτηνά τη γλιτώνει το πρόβατο, που θεωρείται προσωποποίηση της πραότητας, της αφέλειας –βέβαια, ως εκ τούτου πηγαίνει αδιαμαρτύρητα «επί σφαγήν». Κατσίκα, πάλι, είναι ασαφής αλλά σαφώς μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκες, ενώ γκιόσα, που λέμε την άσχημη και γριά, είναι η προβατίνα. Περιττό να πούμε ότι και η αγελάδα δεν είναι επαινετικός χαρακτηρισμός. Ωστόσο, ο ταύρος, σαν αρχετυπικό αρσενικό, τη γλιτώνει, αφού είναι καλό να είσαι «δυνατός σαν ταύρος», έστω και μαινόμενος, αρκεί να βρίσκεσαι μακριά από υαλοπωλεία.
Κι αν πάμε στα κατοικίδια πουλιά, η κότα θεωρείται αφενός κουτή (θυμίζω ότι το κουτός πιθανότατα προέρχεται από το κοττός), κι αφετέρου δειλή και υποχωρητική, αφού κάθεται σαν κότα. Ο κόκορας μπορεί να παρουσιάζεται καρδιοκαταχτητής, είναι όμως και ψευτοπαλικαράς (κοκορεύεται, λέμε) και κυρίως χαζός: κοκορόμυαλος. Και βέβαια, υπάρχει και το κουτορνίθι. Χήνα λέμε επίσης την άσκημη και χαζή γυναίκα, ενώ κι η πάπια δεν θεωρείται ιδιαίτερα χαριτωμένη ή έξυπνη. Το περιστέρι, που είναι κατοικίδιο υπό προϋποθέσεις, έχει βέβαια θετική αντιμετώπιση, αλλά εδώ μπαίνει στη μέση και η θρησκεία: άγιο Πνεύμα είναι αυτό!
Παρότι κατοικίδιο, η γάτα αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, μάλλον διότι διατηρεί ζηλότυπα την ανεξαρτησία της ακόμα κι όταν ζει μέσα στο σπίτι. Είναι γάτα, λέμε με ζήλια για κάποιον καταφερτζή και πονηρό· ενίοτε του φοράμε και πέταλα. Η γάτα είναι εφτάψυχη και ξέρει να κρύβει τις παλιοδουλειές της (ούτε γάτα ούτε ζημιά).
Η γάτα είναι και ο συνδετικός κρίκος με την άγρια φύση –όπου παρατηρείται το εκ πρώτης όψεως περίεργο φαινόμενο, τα μη εξημερωμένα, τα άγρια και αρπαχτικά ζώα και πουλιά, που είναι βλαβερά για τον άνθρωπο, να έχουν απείρως καλύτερη μεταχείριση από τα χρήσιμα υποτελή.
Τον προαιώνιο εχθρό, τον λύκο, μάλλον με σεβασμό και δέος τον αντιμετωπίζει η φρασεολογία μας, χωρίς να αρνιέται την απληστία του (πεινάει σαν λύκος)· τα σαφώς αρνητικά (λυκοφιλία) είναι δευτερεύοντα. Η αλεπού με συμπάθεια αντιμετωπίζεται και οι χαρακτηρισμοί πονηρή αλεπού και γριά αλεπού είναι σαφώς επαινετικοί. Παρόλη τη σκληρότητα που του αποδίδεται, το τσακάλι θεωρείται επίσης έξυπνο· όταν λέμε για κάποιον ότι είναι τσακάλι του αναγνωρίζουμε ιδιαίτερες δεξιότητες σε έναν τομέα.
Το λιοντάρι είναι ο βασιλιάς των ζώων, και έχει ανάλογη μεταχείριση: πολέμησαν σαν λιοντάρια, λεοντόκαρδος, σαν λέαινα υπεράσπισε τα παιδιά της. Ο λεονταρισμός είναι αρνητικός, αλλά δεν προέρχεται από το λιοντάρι παρά από έναν ψευτοπαλικαρά ονόματι Λεονταρή· αντικείμενο της ειρωνείας είναι ο άνθρωπος που μιμείται το λιοντάρι χωρίς να έχει τα προσόντα. Η τίγρη, όσο κι αν θεωρείται σκληρή, μεταφέρει επίσης την έννοια της γενναιότητας.
Ο αετός έχει την ίδια βασιλική μεταχείριση με το λιοντάρι, αφού θεωρείται σύμβολο της παλικαριάς, και επιπλέον της ανεξαρτησίας, της απόλυτης ελευθερίας και του μεγαλείου, όπως πετάει ψηλά, πολύ πιο πάνω από τα δεσμά της καθημερινότητας· αλλά και της ευφυίας, αφού είναι αετός σημαίνει είναι πανέξυπνος.
Και τα άλλα αρπακτικά πουλιά έχουν εξίσου καλή φήμη. Από το γεράκι, παινεύουμε την οξύτατη όρασή του, ενώ η μάλλον αρνητική παρομοίωση των γερακιών με τους φιλοπόλεμους πολιτικούς είναι δάνειο από τα αμερικάνικα. Οι βυζαντινοί παίνευαν ύπα καλώς γεράκι μου τον Αλέξιο όταν ξέφυγε από την παγίδα των εχθρών του· στη σημερινή γλώσσα το γεράκι και τα συγγενικά πουλιά θεωρούνται επίσης ευφυέστατα, αν σκεφτούμε ότι τον εύστροφο και ικανό στη δουλειά του τον αποκαλούμε σαΐνι, που είναι το γεράκι στα τούρκικα (sahin), ενώ τον ευφυή και γρήγορο (π.χ. μαθητή) τον λέμε ξεφτέρι, που παράγεται από το οξύπτερος και σημαίνει το γεράκι. Αλλά και ο τσίφτης πιθανότατα προέρχεται από το αλβανικό qift, που επίσης σημαίνει γεράκι.
Παρόλο που μας μοιάζει τόσο ή μάλλον επειδή μας μοιάζει τόσο, ο πίθηκος βρίσκεται με αρνητικό πρόσημο. Έχουμε το θράσος χιλίων πιθήκων, το ρήμα πιθηκίζω ή μαϊμουδίζω (μιμούμαι άκριτα και αδέξια), τα προϊόντα-μαϊμούδες –και, όσο κι αν ο χαρακτηρισμός «μαϊμού» ή «μαϊμουδίτσα» είναι χαϊδευτικός για ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, για ενήλικες δηλώνει άνθρωπο άσχημο και κακό.
Φυσικά, είναι πολύ δύσκολο να πεις καλό λόγο για αρπαχτικά που τρέφονται με πτώματα, σαν την ύαινα ή σαν το όρνεο (το όρνιο θεωρείται και χαζό) ή για το φίδι –αλλά σε γενικές γραμμές θα συμφωνήσετε ότι τα άγρια έχουν διώξει τα ήμερα από τις καλές θέσεις της φρασεολογίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου