Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Κοινωνική συμπερίληψη και κοινότητες των Ρομά στην Αττική

Η θεώρηση των ομάδων Ρομά ως ομοιογενών, με σταθερά και αμετάβλητα χαρακτηριστικά, αγνοεί τις διαφοροποιημένες δομικές συνθήκες και τις ιδιαίτερες ταυτότητες και εμπειρίες των ατόμων που τις απαρτίζουν, καθώς και τους διαφορετικούς βαθμούς συμπερίληψης.

Τον τελευταίο χρόνο, είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ αρκετές κοινότητες των Ρομά στην Αττική και να συζητήσω εκτεταμένα με τους κατοίκους για την κοινωνική συμπερίληψη, τις συνθήκες διαβίωσης και την πρόσβαση σε βασικά δικαιώματα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο πλαίσιο του έργου «Birthing Others, raising citizens? Maternity care, reproductive justice, and intersectional justice», που υποστηρίχτηκε από το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), στο πλαίσιο της Δράσης «3η Προκήρυξη ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση των μελών ΔΕΠ και Ερευνητών/τριών» (Αριθμός Εργου: 7873).

Μελετώντας τις αλληλεπιδράσεις των διαφορετικών ομάδων και κοινοτήτων Ρομά με την ευρύτερη κοινωνία, το κράτος και τους θεσμούς διακυβέρνησης, έχουμε τη δυνατότητα να φωτίσουμε ευρύτερες πτυχές της λειτουργίας του κράτους και των σχέσεών του με τη διαφορά. Αλλωστε, η σχέση των Ρομά με το κράτος μπορεί να εμφανίζεται διαχρονικά προβληματική, αλλά στην πραγματικότητα είναι δυναμική, ιστορικά διαφοροποιημένη και τοπικά ενδεχομενική. Ως εκ τούτου, η μελέτη των θεματικών που απασχολούν σήμερα τη σχέση των Ρομά με το κράτος και την ευρύτερη κοινωνία δεν αποτελεί παρά μέρος της συζήτησης για τις δημόσιες πολιτικές και τη σχέση τους με τις ομάδες που χαρακτηρίζονται διαφορετικές και αποτελούν αντικείμενο ενταξιακών πολιτικών.

Μια τέτοια οπτική έχει διαστάσεις που εκτείνονται πέραν του συγκεκριμένου πληθυσμού και συμβάλλει στην ανάδειξη του πόσο είναι ανοιχτοί ή όχι οι τρόποι διακυβέρνησης στη μελέτη ευρύτερων ζητημάτων κοινωνικής συμπερίληψης, πρόσβασης στα δικαιώματα και τις υπηρεσίες, αλλά και τη σημασία της ιδιότητας του πολίτη. Μας δίνουν εργαλεία να αποτιμήσουμε συγκεκριμένες πολιτικές συμπερίληψης ή αποκλεισμού όπως για παράδειγμα σε σχέση με την πρόσβαση στη στέγαση, την εκπαίδευση κ.λπ. Τέλος, μπορούμε να προσεγγίσουμε –μεταξύ άλλων– ζητήματα φύλου, διαθεματικότητας αλλά και δομικών και περιβαλλοντικών ανισοτήτων.

Η έρευνα για τις κοινότητες Ρομά στην Ελλάδα παραμένει περιορισμένη, ενώ τα επίσημα δεδομένα είναι συχνά αποσπασματικά και αναξιόπιστα. Για παράδειγμα, η πιο πρόσφατη «Καταγραφή Οικισμών και Πληθυσμού Ρομά σε εθνικό επίπεδο» που δημοσίευσε, το 2022, το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας παρουσιάζει σημαντικά μεθοδολογικά προβλήματα, με αποτέλεσμα τα περισσότερα συμπεράσματά της να μην μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα.

Η «καταγραφή» βασίστηκε σε δεδομένα που συλλέχθηκαν από μόλις το 43% των δήμων της χώρας χωρίς μεθοδολογική συνοχή, ενώ καταγράφει τις αντιλήψεις των τοπικών κοινωνικών υπηρεσιών και όχι την πραγματικότητα των ρόμικων κοινοτήτων (σελ. 28), με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μια ελλιπή και παραπλανητική εικόνα.

Για να αναφερθώ σε ένα μόνο σημείο, διατυπώνει το συμπέρασμα ότι στις κοινότητες των Ρομά, «οι πρώιμοι γάμοι είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε πολύ μεγάλο βαθμό» (σ. 5), το οποίο όμως δεν προκύπτει από έρευνα ή καταγραφές στις επιτόπου κοινότητες, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά σε εκτιμήσεις του προσωπικού σε συγκεκριμένους δήμους της χώρας.

Η εμπειρική έρευνα κατέδειξε ότι η πρόσβαση των Ρομά σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και οι εμπειρίες αποκλεισμού και περιθωριοποίησης των κοινοτήτων διαφέρουν σημαντικά ανά περιοχή, παρουσιάζοντας ευρύ φάσμα: από την ανεπαρκή πρόσβαση στην αγορά εργασίας, έως προβλήματα με την κατοχή νομιμοποιητικών εγγράφων ή ακόμα και με τον διοικητικό καθορισμό της ιθαγένειας των Ελλήνων Ρομά. Με άλλα λόγια, ο βαθμός συμπερίληψης, οι δυσκολίες πρόσβασης, καθώς και οι εμπειρίες αρνητικών διακρίσεων δεν είναι ομοιογενείς ως προς την ένταση ή το περιεχόμενό τους.

Εξαρτώνται από την τοποθεσία διαβίωσης, το κοινωνικοοικονομικό προφίλ, το φύλο αλλά και τον βαθμό «ορατότητας» των ατόμων ως «Ρομά» από την κυρίαρχη πλειοψηφία. Δηλαδή, τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί είναι σημαντικά εντονότερα, όταν η πλειοψηφία τούς αναγνωρίζει ως «Ρομά» -και τους βάζει τη σχετική ταμπέλα-, ενώ είναι λιγότερα είτε όταν η εθνοτική τους καταγωγή παραμένει «αόρατη» είτε όταν αναγνωρίζονται ως «Τσιγγάνοι», οπότε και έχουν περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπιστούν όπως οι υπόλοιποι Ελληνες πολίτες.

Ως εκ τούτου, η αντιμετώπιση των περίπου 400 ρόμικων κοινοτήτων που ζουν στην Ελλάδα ως μίας ενιαίας και ομοιογενούς ομάδας παραγνωρίζει τους κοινωνικούς και δομικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την αλληλεπίδρασή τους με την κοινωνική πλειοψηφία, καθώς και τομείς-κλειδιά όπως η πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, την εργασία, την υγεία και την αξιοπρεπή στέγη. Η αντιμετώπισή τους ως ενιαίας ομάδας ή η διάκρισή τους μόνο βάσει των συνθηκών στέγασης -όπως κάνουν οι ελληνικές πολιτικές την τελευταία δεκαετία- ή άλλων επιμέρους χαρακτηριστικών τους, δεν επαρκεί για την κατανόηση των διαφοροποιημένων εμπειριών και των ιδιαίτερων αναγκών τους.

Παρά τη διοικητική και κοινωνική τους ταξινόμηση ως Ρομά, οι ίδιες οι κοινότητες διαφοροποιούνται ως προς τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζονται: άλλοι ως Ρομά, ως Τσιγγάνοι, Ελληνες Τσιγγάνοι, Χαλκιδαίοι κ.λπ. Ακόμη, από τις συνθήκες διαβίωσης, την πρόσβασή τους σε βασικά δικαιώματα, καθώς και από τη μητρική τους γλώσσα (αφού οι Χαλκιδαίοι δεν είναι ομιλητές της ρομανί), αλλά και τον τρόπο που τις αντιμετωπίζει η κυρίαρχη πλειοψηφία.

Αντίστοιχα, οι επιλογές αυτοπροσδιορισμού επηρεάζονται από την κοινωνική θέση, την καταγωγή των επιμέρους ομάδων, τον τόπο κατοικίας και τη σχέση τους με την κοινωνική πλειοψηφία. Ως εκ τούτου, η έννοια ενός κοινά αποδεκτού «εμείς» εντός των κοινοτήτων είναι συχνά αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Η θεώρηση των ομάδων αυτών ως ομοιογενών, με σταθερά και αμετάβλητα χαρακτηριστικά, αγνοεί τις διαφοροποιημένες δομικές συνθήκες και τις ιδιαίτερες ταυτότητες και εμπειρίες των ατόμων που τις απαρτίζουν, καθώς και τους διαφορετικούς βαθμούς συμπερίληψης.

Συνοψίζοντας, οι υπό μελέτη κοινότητες εμφανίζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις τόσο ως προς τις υλικές συνθήκες διαβίωσης, τις κοινωνικές πρακτικές που ακολουθούν, όσο και ως προς τον τρόπο αυτοπροσδιορισμού. Από την άλλη, συχνά παρουσιάζουν κοινές εμπειρίες αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Για τον λόγο αυτόν, η αναγνώριση της ετερογένειας εντός των κοινοτήτων Ρομά δεν σημαίνει ότι ο όρος «Ρομά» θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, καθώς παραμένει ο κύριος αυτοπροσδιορισμός των κοινοτήτων, προερχόμενος από την ίδια τη ρομανί γλώσσα. Ομως, το να λαμβάνονται συστηματικότερα υπόψη οι κατά τόπους διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των κοινοτήτων Ρομά αποτελεί προϋπόθεση για τον σχεδιασμό περισσότερο αποτελεσματικών πολιτικών συμπερίληψης.

Χρήστος Ηλιάδης. Μεταδιδάκτορας ερευνητής στο έργο «Birthing Others, raising citizens? Maternity care, reproductive justice, and intersectional justice», που υποστηρίχτηκε από το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), στο πλαίσιο της Δράσης «3η Προκήρυξη ερευνητικών έργων ΕΛΙΔΕΚ για την ενίσχυση των μελών ΔΕΠ και Ερευνητών/τριών» (Αριθμός Εργου: 7873)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου