Είναι πράγματι τόσο ανησυχητικά τα στοιχεία που αφορούν την αύξηση των περιστατικών βίας και παραβατικότητας ανηλίκων; Τον περασμένο Ιανουάριο ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε τη σύσταση επιστημονικής επιτροπής με αντικείμενο την εκπόνηση εθνικής στρατηγικής πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου.
Τον ίδιο μήνα, η αρμόδια Υπουργός Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής, Σοφία Ζαχαράκη, σε τηλεοπτική της συνέντευξη δήλωνε ότι ξεκινά άμεσα εκστρατεία για την καταπολέμηση της βίας ανηλίκων, υπενθυμίζοντας ότι σε όλα τα σχολεία υπάρχει ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός που έχει περιοδική επαφή με όλα τα παιδιά, καθώς και ότι υπάρχει από το 2023 «υπεύθυνος σχολικής ζωής» που είναι επιφορτισμένος με τον «εντοπισμό» παιδιών που βιώνουν πίεση κάθε είδους.
Από πλευράς υπουργείου προστασίας του πολίτη, την πανελλήνια ημέρα κατά της σχολικής βίας και του εκφοβισμού στις 6 Μαρτίου, ο αρμόδιος υφυπουργός, Ανδρέας Νικολακόπουλος, με μία ανάρτησή του στο Instagram ενίσχυση της αστυνόμευσης έξω από τα σχολεία και σε χώρους όπου συχνάζουν παιδιά ενώ, ο υπουργός παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης προανήγγειλε την πενθήμερη αποβολή στα σχολεία, για περιστατικά bullying μεταξύ μαθητών.
Πράγματι, θα έλεγε κανείς ότι, το φαινόμενο μάλλον απασχολεί την ελληνική κυβέρνηση που προσπαθεί να επιδείξει κάποια αντανακλαστικά. Και, για να αποδώσει κανείς τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, εκτός κατασταλτικής λογικής είναι και τα μέτρα για καμπάνια ευαισθητοποίησης με σποτάκια σε τηλεόραση και social media, και το button έκτακτης ανάγκης - κάτι σαν το panic button για τις κακοποιημένες γυναίκες, δηλαδή, στη χώρα όπου σημειώνεται κατά μέσο όρο μία γυναικοκτονία τον μήνα, και τα θύματα έμφυλης βίας μαχαιρώνονται θανάσιμα έξω από το αστυνομικό τμήμα στο οποίο πάνε να καταγγείλουν τον κακοποιητή τους.
Είναι, όμως, στη σωστή κατεύθυνση; Και, τελικά, τι συμβαίνει σε μία γενιά παιδιών -αυτών γεννημένων λίγο πριν ή μετά το 2010; Έχουν πράγματι κανονικοποιηθεί σε αυτή την ηλικιακή ομάδα πρακτικές όπως ο σχολικός εκφοβισμός, οι επιθέσεις κάθε φύσεως και η ρητορική μίσους σε τέτοιο βαθμό ώστε, όταν συμβαίνουν μπροστά στα μάτια τους, απλώς τραβούν βίντεο με τα κινητά τους;
Την περασμένη εβδομάδα, το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας παρουσίασε τα στοιχεία του για τη βία ανηλίκων, σε μία εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., μέσα στο 2023 ο αριθμός ανηλίκων που προέβη σε παράνομες πράξεις ήταν 10.776 (σχεδόν 30 ημερησίως). Εξ’ αυτών, οι 1.100 ανήλικοι ήταν ηλικίας έως 11 ετών, ενώ οι 1.400 από 12 έως 14 ετών. Σύμφωνα με τα πράγματι ανησυχητικά στοιχεία, το 26% των παιδιών ξεκινά την παραβατική συμπεριφορά στην ηλικία των 8 με 14 ετών, ενώ η παραβατικότητα εκδηλώνεται κυρίως μετά την ηλικία των 15 ετών. Είναι, όμως, πράγματι έτσι τα πράγματα; Είναι όντως περισσότερα τα περιστατικά παιδικής και εφηβικής παραβατικότητας ή, πλέον, καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο στον δημόσιο διάλογο;
«Ίσως πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτό που παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση»
Η Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού και πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Συνηγόρων του Παιδιού, Θεώνη Κουφονικολάκου, υπογραμμίζει ότι, «ο Συνήγορος δεν τηρεί στατιστικά για την παραβατικότητα ώστε να επιβεβαιώσει αυτή τη θέση και η ταξινόμηση των αναφορών του είναι διαφορετική. Τα στοιχεία που αξιοποιούνται στο δημόσιο διάλογο είναι κυρίως τα δεδομένα της στατιστικής επετηρίδας της Ελληνικής Αστυνομίας που ωστόσο θέτουν ως ορόσημο για τη σύγκριση με το παρελθόν το 2020, χρονιά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και χαμηλά στατιστικά λόγω lockdown. Επομένως, ίσως πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτό που παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση της παραβατικότητας των παιδιών και σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο τα στοιχεία αυτά να ελεγχθούν προσεκτικά, να συγκριθούν και με αντίστοιχες καταγραφές προηγούμενων του 2020 ετών και να αξιολογηθούν και οι ποιοτικές εκφάνσεις και εκδηλώσεις του φαινομένου. Επίσης, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η συσχέτιση με την αύξηση άλλων μορφών βίας, όπως η ενδοοικογενειακή. Για να καταστεί εφικτό αυτό θα πρέπει -μεταξύ άλλων- να δεσμευτούμε θεσμικά στην ουσιαστική και ολοκληρωμένη εξατομικευμένη αξιολόγηση των αναγκών των παιδιών που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, σύμφωνα και με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/800 ώστε να διαπιστώσουμε αν χρήζουν εξειδικευμένης υποστήριξης ή διατρέχουν κίνδυνο».
Η ίδια συμπληρώνει πως, «όπως έχουμε επισημάνει επανειλημμένα και στο παρελθόν, η βία που εκδηλώνεται από τα παιδιά δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό φαινόμενο που εξελίσσεται ερήμην μας στο πίσω μέρος ενός κρυφού δωματίου, αλλά αντανάκλαση της δικής μας βίας και έντασης και των δικών μας συστημικών αδυναμιών που δε μας επιτρέπουν να διαχειριστούμε τις ανάγκες τους. Εξάλλου, η παραβατικότητα και η κακοποίηση ή παραμέληση των παιδιών είναι σε πολλές περιπτώσεις, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό που επιβεβαιώνουμε εμείς από τη δική μας πλευρά, αντλώντας στοιχεία από τις αναφορές, τις επισκέψεις μας σε σχολεία και τις επιμορφώσεις επαγγελματιών του πεδίου, είναι ότι υπάρχει αύξηση της έντασης και των συγκρούσεων μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας και σταθερή παρουσία σοβαρών προκλήσεων στις οικογένειες που χρειάζονται πλαισίωση για να αντεπεξέλθουν στην φροντίδα του παιδιού ολιστικά. Όταν λέμε "ολιστικά" εννοούμε με ένα τρόπο που δεν αγκαλιάζει μόνο τις ανάγκες επιβίωσης και ασφάλειας του παιδιού αλλά και εκείνες της πλήρους ψυχοκοινωνικής του ανάπτυξης».
«Δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά, μόνο παιδιά σε κίνδυνο»
Η ίδια, σχετικά με τα μέτρα από πλευράς πολιτείας, όπως η αύξηση της αστυνόμευσης και οι πενθήμερες αποβολές στα σχολεία, σημειώνει ότι αυτά, «δεν αρκούν και ενίοτε μπορεί να αποδειχθούν υπονομευτικά της συνολικής προσπάθειας. Είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε στη δύσκολη αυτή διαδρομή ότι δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά αλλά μόνο παιδιά σε κίνδυνο. Ο Συνήγορος έχει υπογραμμίσει σε πολλές περιπτώσεις τον προβληματισμό του ως προς την εστίαση μόνο στην ποινική μεταχείριση παιδιών, μέσω και της πρόσφατης τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα, που αυξάνει τις περιπτώσεις εγκλεισμού ανηλίκων σε καταστήματα κράτησης. Οι πρακτικές αυτές συχνά οδηγούν σε παγίωση της περιθωριοποίησης, διευκολύνουν την υποτροπή και κατ’ αρχήν δε συμβάλλουν στην κοινωνική συμπερίληψη των παιδιών. Στην ίδια κατεύθυνση οι συχνές αλλαγές σχολικού περιβάλλοντος ή τα πολύ αυστηρά παιδαγωγικά μέτρα χωρίς επένδυση στην πρόληψη, στην καλλιέργεια κουλτούρας σεβασμού και ενσυναίσθησης στα σύγχρονα σχολεία, υπό το πρίσμα μιας γνήσια δημοκρατικής εκπαίδευσης, ενδέχεται να μη φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι τα στερεότυπα "βασιλεύουν" στα ελληνικά σχολεία και ιδίως οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις για την αρρενωπότητα που τροφοδοτούν μορφές της ενδοσχολικής βίας, και αργότερα, άλλα είδη της, όπως η ενδοοικογενειακή. Για ποιο λόγο λοιπόν, δεν έχουμε ακόμη ένα συνεκτικό μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών, παρότι και οι ίδιοι οι μαθητές/μαθήτριες, με κάθε ευκαιρία, ζητούν να συζητήσουν για τους έμφυλους ρόλους, τις σχέσεις, τον σεβασμό, την αγάπη, τη συναίνεση, το ψηφιακό περιβάλλον και άλλες πτυχές αυτών των θεμάτων; Επίσης, για ποιο λόγο δεν εφοδιάζουμε επαρκώς όλα τα παιδιά με γνώσεις για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης και καταφεύγουμε σε αποσπασματικά εργαστήρια δεξιοτήτων;».
«Ανησυχητική η αντίφαση μεταξύ του προβληματισμού για τη βία και της πραγματικής κατάστασης των υπηρεσιών πρόληψης»
Η κ. Κουφονικολάκου συμπληρώνει ότι, «τα σχολεία μας συνολικά, επενδύουν περισσότερο στη βεβιασμένη διεκπεραίωση της σχολικής ύλης σε μία φρενήρη κούρσα για τις πανελλήνιες -από την οποία πολλά παιδιά θα μείνουν "εκτός"- και όχι στην ανάπτυξη των σχέσεων. Ο περιορισμός ή κατάργηση των μαθημάτων της κοινωνιολογίας και πολιτικής παιδείας επίσης επιτείνουν το πρόβλημα και συρρικνώνουν τις ζώνες ουσιαστικής συζήτησης με μαθήτριες και μαθητές. Θα θέλαμε το σύγχρονο σχολείο να ασχοληθεί πρωτίστως με την ανάπτυξη μίας κουλτούρας διαβούλευσης με τα παιδιά, εντάσσοντας τις μαθήτριες και τους μαθητές δίχως διακρίσεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αν δώσουμε στα παιδιά την "ταμπέλα" του παραβατικού από νωρίς, θα αισθανθούν αναπόφευκτα την ανάγκη να επιβεβαιώσουν την επιλογή μας. Αν αντίθετα, προσφέρουμε χρόνο στην οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης, στη δημιουργία χώρων ασφάλειας και αλληλεπίδρασης για την ενίσχυση της αυτονομίας και της κοινωνικοποίησης, στη διαφοροποιημένη διδασκαλία για τα παιδιά που τη χρειάζονται, στη σχολική διαμεσολάβηση για την άμβλυνση των εντάσεων και στην εξοικείωση με τα δικαιώματα και τους κανόνες από μικρή ηλικία, θα δούμε να αυξάνεται η εμπιστοσύνη των παιδιών στους θεσμούς αλλά και στον εαυτό τους και να μειώνονται οι εντάσεις. Τέλος, δεν μπορώ να μη φωτίσω και την ανησυχητική αντίφαση ανάμεσα στον ειλικρινή προβληματισμό μας για τη βία και στην πραγματική κατάσταση των υπηρεσιών που μπορούν να την προλάβουν, διαχειριστούν και αντιμετωπίσουν. Οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας έχουν λίστες αναμονής, οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι εξαιρετικά υποστελεχωμένες ενώ λειτουργούν χωρίς καθηκοντολόγιο και θεσμοθετημένο πρωτόκολλο ενεργειών, και εν γένει η χώρα στερείται ενιαίας πολιτικής παιδικής προστασίας. Μεγάλες προκλήσεις αντιμετωπίζουν και οι Εισαγγελίες Ανηλίκων –όπου υπάρχουν- λόγω του όγκου των υποθέσεων και της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού για την υποστήριξη του έργου των εισαγγελικών λειτουργών. Από την άλλη, τα διαθέσιμα θεραπευτικά και αναμορφωτικά μέτρα, που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα, δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών μας, οι υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων είναι επίσης υποστελεχωμένες με δυσανάλογο φόρτο υποθέσεων, ενώ μας προβληματίζει ιδιαίτερα και η απουσία δομών αποκατάστασης και κοινωνικής ένταξης παιδιών που αντιμετωπίζουν τέτοιας φύσης προβλήματα. Είναι επομένως απαραίτητη συν τοις άλλοις η χαρτογράφηση αυτών των ελλείψεων και η κατάστρωση ενός ενιαίου συγκροτημένου σχεδιασμού ώστε να αποφύγουμε την αποσπασματικότητα και την έλλειψη συντονισμού μεταξύ Υπουργείων και υπηρεσιών».
Φταίει η εποχή της «ατομικής ευθύνης»;
Ωστόσο, παρότι επιφυλακτική με τα νούμερα της ΕΛ.ΑΣ., και η Βοηθός Συνηγόρου του Πολίτη θέτει θέμα παιδικής βίας – σε σχέση σίγουρα με την ένταση και τις συγκρούσεις εντός της σχολικής κοινότητας. Τι είναι αυτό που συμβαίνει στα σπίτια αυτών των παιδιών αλλά στην κοινωνία και γιατί εκτονώνεται με αυτούς τους τρόπους; «Θα λέγαμε καταρχήν ότι έχει να κάνει με μία φιλοσοφία απομονωτική, και από την κοινωνία και γενικότερα από την πολιτική. Είχαμε τον κορονοϊό, είχαμε την ατομική ευθύνη, έχουμε γενικότερα μία ατομική προσέγγιση για τα πράγματα, ένα εγωκεντρικό μοντέλο που επικρατεί ενώ λείπουν τα συναισθήματα κοινωνικότητας ή γενικότερης κοινωνικής ευημερίας και αλληλεγγύης», εξηγεί ο Μιχάλης Γκουντούμας, κοινωνικός λειτουργός της ΕΠΑΨΥ (Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας) και υποψήφιος διδάκτορας του ΕΚΠΑ. «Έτσι εξηγείται σε μεγάλο βαθμό και το φαινόμενο της αύξησης των διάφορων ακροδεξιών ιδεολογιών- οι οποίες όπως έχουμε δει τείνουν προς ένα εγκληματικό προφίλ. Αν το δείτε, (σ.σ. η ακροδεξιά) κυρίως στα αγόρια έχει μεγάλη απήχηση».
Έλλειψη στην επικοινωνία, αύξηση στα συμπτώματα κατάθλιψης
«Από εκεί και πέρα, και οι οικογένειες, οι γονείς με τη γενικότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση, έχουν μόνιμο το άγχος μίας επιβίωσης σε δύσκολες συνθήκες με αποτέλεσμα να βάζουν μπροστά αυτήν, και όχι τη σύνδεση της οικογένειας, την επικοινωνία με το παιδί. Η επικοινωνία των γονέων με τα παιδιά είναι ο μεγάλος πυρήνας στον οποίο οφείλεται και η αύξηση των διαφόρων ψυχολογικών συμπτωμάτων που εμφανίζουν τα παιδιά. Έχουμε παιδιά που εμφανίζουν συμπεριφορικές διαταραχές, γύρω στο 13%, με βάση έρευνες που έχουν γίνει», λέει και συμπληρώνει πως, «περίπου 13% των παιδιών βιώνουν προβλήματα σε σχέση με τους συνομηλίκους τους. Ένα 6% - 10% είναι θύματα εκφοβισμού». Όπως σημειώνει, όμως, σε μεγάλο βαθμό, τα παιδιά δυσκολεύονται ή δεν ξέρουν πως να τα επικοινωνήσουν όλα αυτά με τους γονείς τους. «Στις ηλικίες 10 – 18 ετών, ένα ποσοστό περίπου 7% - 30% (αυξανόμενο ανάλογα με την ηλικία), αναπτύσσουν συμπτώματα κατάθλιψης. Έχουμε αύξηση του αλκοόλ και της χρήσης κάνναβης, ιδιαίτερα στις ηλικίες 12 με 17. Και μην ξεχνάμε ότι, όλα αυτά μπορούν να καταλήξουν και σε αυτοκτονικές απόπειρες. Από τα 11 έως τα 18, παιδιά που έχουν συμμετάσχει σε σχετικές έρευνες, έχουν δηλώσει ότι έχουν σκεφτεί να αποπειραθούν, σε ποσοστά από 2% έως και 15% . Όλα αυτά γιατί δεν ξέρουν πώς να επικοινωνήσουν και πώς να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, πέρα από το θυμό. Είναι εύκολο να καταφύγουμε στον θυμό, σκεφτείτε ότι κι εμείς, πολλές φορές, σαν ενήλικες, δε λέμε σε κάποιον ότι “αυτό που κάνεις με θυμώνει και με έχεις φέρει στα όριά μου”. Πολλές φορές, λόγω της πίεσης που νιώθουμε, μπορεί να αρχίσουμε να φωνάζουμε. Πολλοί γινόμαστε και επιθετικοί. Πόσο μάλλον σε ένα παιδί 10, 12, 17 ετών, που νιώθει μια συνεχόμενη πίεση, ότι δεν έχει κάποιον να μιλήσει ή, αν μιλήσει, μπορεί και να μην εισακουστεί. Έχει σταματήσει από τους ενήλικες να υπάρχει αυτή η ενεργητική ακρόαση», λέει και επισημαίνει ότι, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν παίξει καοθοριστικό ρόλο. «Τα smartphones, η συνεχόμενη χρήση της οθόνης, οδηγούν σε αυτόν τον απομονωτισμό . Ένα παιδί ασχολείται 6 -7 ώρες την ημέρα με το scrolling στην οθόνη, πολλές φορές παίζοντας παιχνίδια, πολλές φορές σε multiplayer περιβάλλοντα, όπου μπορούν διάφοροι παίκτες μαζί να συνδεθούν και να παίξουν. Μιλάνε, μεν από εκεί πέρα, αλλά λείπει η φυσική επαφή, το να βγουν έξω και να πάνε σε μία πλατεία να παίξουν. Ή να έχουν πρόσβαση σε δωρεάν ψυχαγωγία. Όπου και να πάνε, πλην κάποιων εξαιρέσεων, θα πρέπει να πληρώσουν. Με τις οικονομικές συνθήκες που ζούμε, αυτό είναι πολύ δύσκολο. Το ότι το παιδί δεν έχει κάπου να εκτονώσει -μέσω της επικοινωνίας και του λόγου- όλο αυτό το συναίσθημα και να βρει ευήκοα ώτα, ώστε οι ενήλικες, οι σημαντικοί άνθρωποι της ζωής του, να καταλάβουν και να αντιληφθούν όλο αυτό που τού συμβαίνει. Μπορεί να ντρέπεται να πει ότι, “σήμερα βρεθήκανε πέντε και θέλαν να με χτυπήσουνε”. Γιατί είναι και η πατριαρχία και η ματσίλα γενικά που κυκλοφορεί έξω, ειδικά στους γονείς που είναι της γενιάς 30 με 40 χρονών και “ανδρωθήκαν” ή μεγάλωσαν τη δεκαετία του 1980 και 1990 και αυτά τα πρότυπα που υπήρχαν τότε, του μάτσο που θα έχει λεφτά, που θα βγει, που κανένας δεν θα του “βγει”. Δε λέω ότι όλα τα παιδιά μεγαλώνουν έτσι αλλά υπάρχουν πολλοί γονείς που τείνουν προς τα εκεί».
Πώς εξηγείται, όμως, το ότι μπροστά σε επεισόδια βίας που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια τους, τα παιδιά αντί να αντιδράσουν βγάζουν τα κινητά από τις τσέπες τους και μαγνητοσκοπούν το τι γίνεται; «Είναι η εικόνα - Instagram, βίντεο, TikTok. Συμβαίνει εδώ κάτι και εγώ μπορώ να το τραβήξω βίντεο. Όλο αυτό γίνεται μια κανονικότητα. Τους δημιουργεί σοκ, αλλά σιγά – σιγά συνηθίζουν σε βίντεο με επιθέσεις ανηλίκων προς ανήλικους, με τραυματισμούς, με βασανισμούς – και από ξένες χώρες, όχι μόνο από την Ελλάδα. Όπως σάς έλεγα, δεν υπάρχει το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Όλο αυτό δημιουργεί μια κανονικότητα βίας για την οποία δε φταίνε τα παιδιά. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις ένα 15χρονο ή 14χρονο, που δεν έχει αναπτύξει τον λογισμό, τον τρόμο, το φόβο, τον κοινωνικό κριτή. . Όλο αυτό αναπτύσσεται και υπεύθυνοι είναι οι ενήλικες, που θα πρέπει να βγουν μπροστά και να πουν “όπα, στοπ! Τι συμβαίνει; Σταματήστε αυτό που κάνετε”, ή “μη χρησιμοποιείτε τα κινητά τόσες ώρες ”, να υπάρχει ένας έλεγχος προς το κινητό γενικότερα».
Ενίσχυση των σχολείων με ειδικούς επαγγελματίες, χαρτογράφηση των περιοχών, δουλειά στις γειτονιές
«Από πλευράς πολιτείας, θα πρέπει να ενισχυθούν τα σχολεία με τους ειδικούς επαγγελματίες για την ψυχική υποστήριξη, δηλαδή ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, ακόμα και επισκέπτες υγείας ή νοσηλευτές. Που θα πάνε και θα μιλήσουν στα παιδιά, θα τους κάνουν μια ομαδική, συλλογική προσέγγιση. Ή ακόμα και ατομικά, να μπορεί ένα παιδί και να πάει να δηλώσει ότι “ξέρεις κάτι; Αυτός με εκβιάζει, με εκφοβίζει”, χωρίς να χρειαστεί να πάει στο διευθυντή ή στο δάσκαλο, που μπορεί να μην έχει την κατάλληλη ικανότητα ή τις κατάλληλες γνώσεις ή δεξιότητες. Δεν είναι δουλειά του δασκάλου να πάει και να κάνει τον διαιτητή ή τον διαμεσολαβητή, ή να εκτονώσει την κρίση. Ζούμε στην εποχή της εξειδίκευσης και υπάρχουν ειδικοί επαγγελματίες. Η πολιτεία ως προς αυτό, λοιπόν, θα πρέπει να μεριμνήσει. Δε γίνεται ένας κοινωνικός λειτουργός ή ψυχολόγος αντίστοιχα, να είναι σε 5, 6, 7 σχολεία σε μία περιοχή, γιατί αυτή είναι η αναλογία. Τα 6 -7 σχολεία σε μία γειτονιά είναι 700 – 800 παιδιά. Και ειδικά σε περιοχές που φαίνεται τα φαινόμενα να είναι σε έξαρση. Η πολιτεία θα πρέπει επίσης να χαρτογραφήσει σε ποιες περιοχές υπάρχει αυτή η έξαρση της βίας. Γιατί; Φταίνε οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες; Οι πολιτικές συνθήκες; Τι γίνεται σε αυτή τη γειτονιά; Σαν ΕΠΑΨΥ έχουμε ετοιμάσει ένα τέτοιο πρόγραμμα με κινητές μονάδες που θα έχουν streetwork, ας πούμε task forces που θα είναι στο δρόμο, θα καταγράφουν γεγονότα, θα μπορούν να παρέμβουν άμεσα σε τέτοια γεγονότα – όχι σε επίπεδο να πάμε να μπούμε στη μέση, αλλά να είναι κοντά στα παιδιά. Να γίνουν χώροι αναφοράς, όπου θα μπορεί ο έφηβος να πάει και να πει ότι “συμβαίνει αυτό, βοήθα με”, ή ακόμα και να μπορεί να πάει και να πει “στο σπίτι μου τα πράγματα δεν είναι καλά”. Γιατί θα είναι ομάδες και σημεία τα οποία θα λειτουργούν και απογεύματα. Το να πάμε να στήσουμε ομάδες κινητές την ώρα που το παιδί έχει σχολείο δεν έχει κανένα νόημα. Θα χρειαστεί να το κάνουμε τα απογεύματα ή τα βράδια. Να δουλέψουμε και με άλλους ανθρώπους της γειτονιάς που μπορεί να είναι άστεγοι ή εξαρτημένοι για παράδειγμα, θα ξέρουν, όμως, τι γίνεται στη γειτονιά. Στον σχεδιασμό έχουμε και το να δουλέψουμε με πρότυπα – δηλαδή, πρώην θύματα, survivors που έχουν επιβιώσει κακοποίησης ή εκφοβισμού ή bullying στα σχολεία. Ή και ανθρώπων οι οποίοι έχουν κατηγορηθεί γι’ αυτό κι έχουν καταλάβει, και θέλουν να δουλέψουν σαν πρότυπα. Οπότε θα επιχειρήσουμε να τους βάλουμε εκεί πέρα και να φτιάξουμε ομάδες και να πάμε να μιλήσουμε στα παιδιά για το τι είναι όλο αυτό. Δεν θα πάμε να αστυνομεύσουμε».
Η αύξηση της αστυνόμευσης θα δημιουργήσει κλίμα τρόμου και φόβου
Μιλώντας για αστυνόμευση, τι έχει να πει για τις εξαγγελίες του υφυπουργού προστασίας του πολίτη για την αύξηση των περιπολιών έξω από τα σχολεία; «Αυτό θα δημιουργήσει ένα κλίμα τρόμου και φόβου. Για αρχή μπορεί και να δουλέψει και να μειώσει, αλλά γενικότερα θα δημιουργήσει και ένα κύμα αντίδρασης, του “πώς θα πάμε να το υπερπηδήσουμε, πώς θα φανούμε πιο έξυπνοι από τους ενήλικες;”. Γιατί αυτό είναι η εφηβεία, να καταφέρουμε και να κερδίσουμε την εξουσία ή τον εξουσιαστή. Οπότε, αν βάλουμε τους αστυνομικούς απέξω, θα υπάρχει μια περιφρούρηση, μεν, αλλά ποιος μας λέει ότι δεν θα πάνε δύο στενά παρακάτω; Ή ότι δεν θα το κάνουν το απόγευμα, μετά το σχολείο; Πολλά περιστατικά δε συμβαίνουν μέσα στο σχολείο, κατά την ώρα του μαθήματος. Θα συμβούν στη λήξη της σχολικής ώρας, όταν θα είναι έξω τα παιδιά, ή τα απογεύματα. Ή ακόμα και από παιδιά τα οποία δεν πηγαίνουν στο σχολείο, από τα παιδιά που ανήκουν σε αυτή την ομάδα σχολικής διαρροής, που για κάποιους λόγους, οι γονείς, ή η πολιτεία, ή η κοινωνία δεν έχουν πείσει ότι το σχολείο είναι κάτι χρήσιμο. Και το παρατάνε, φεύγουν, και κινούνται μέσα στη γειτονιά. Ή άλλα παιδιά που κάνουν πολλές κοπάνες οπότε λείπουν από το σχολείο και εκείνη την ώρα θα πάνε, θα “χτυπήσουν” κυρίες ή κυρίους μεγαλύτερης ηλικίας, τρίτης ηλικίας και θα τους κλέψουνε. Δεν είναι απαραίτητο ότι ανήκουν σε μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Πλέον τα παιδιά ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, παλιά μπορεί να εντοπίζαμε κάτι πιο συγκεκριμένο. Τώρα είναι μεικτές ομάδες. Υπάρχουν παιδιά και της μεσοαστικής και της αστικής τάξης. Παλιότερα βλέπαμε αυτά τα φαινόμενα στο κέντρο ή στα δυτικά προάστια. Τώρα έχει αρχίσει σιγά σιγά και μεταβαίνει και στα βόρεια ή και στα νότια».
Τα παιδιά μαθαίνουν να είναι κοινωνικά αλληλέγγυα
Άρα, για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο, θα πρέπει να δούμε τι γίνεται. «Είναι παιδιά τα οποία πέρασαν από τον covid και ήταν κλεισμένα στο σπίτι. Χάσανε τον ρυθμό της κοινωνικοποίησης. Τα παιδιά που, την περίοδο του κορονοϊού ήταν από 8 έως 11 χρονών τώρα πηγαίνουν, από έκτη δημοτικού, μέχρι δευτέρα λυκείου. Αυτές είναι και οι ομάδες που εμφανίζουν αυτά τα υψηλά ποσοστά βίας – σε επίπεδο Ελλάδας. Γιατί στο εξωτερικό τα φαινόμενα είναι πιο έντονα. Σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, η Ελλάδα είναι χαμηλά. Διακρατικά έχουμε αύξηση των φαινομένων της βίας και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει. Οφείλεται στον ovid, στην απομόνωση, τη μη διέξοδο των παιδιών κάπου, όπου θα μπορούσαν να είναι κοινωνικά. Η καθυστέρηση του κράτους να πάρει μέτρα τα οποία θα έβγαζαν τον κόσμο από το σπίτι - στηνα ρχή γιατί κανείς μας δεν ήξερε, δε μιλάμε για αυτή την περίοδο. Στη συνέχεια μέσα στην πανδημία, όμως, θα μπορούσαν τα παιδιά να βρεθούν κάπου, να μιλήσουν κάπως. Και ξανά, το θέμα της οθόνης. Για δύο χρόνια περίπου -που δεν είναι λίγα από τη ζωή ενός ανθρώπου- τα παιδιά ήταν έγκλειστα στο σπίτι. Σε αυτές τις ηλικίες, μέχρι τα 8 -9, που αναπτύσσουν την αφαιρετική τους σκέψη, αλλά παράλληλα και το μιμητικό. “Τι κάνουν οι μεγάλοι να το κάνω κι εγώ;”, ή “τι κάνουν οι φίλοι μου να το κάνω κι εγώ;”. Σε αυτές τις ηλικίες αρχίζουν και καταλαβαίνουν και μιμούνται τις σχέσεις των μεγάλων – όπως όταν ήμασταν μικροί, που παίζαμε καμία φορά “οικογένεια”. Το ίδιο κάνουν και τώρα, δε διαφέρει κάτι στα παιδάκια που, στην πανδημία, δεν το παίξαν αυτό το παιχνίδι. Δεν παίξαν παιχνίδια "ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός". Διάφορα τέτοια παιχνίδια που θα είχαν ένα κοινωνικό roleplaying, που θα ήταν παιχνίδια με κανόνες, που θα εμπεριείχαν την ήττα και τη νίκη. Τα παιδιά πλέον έχουν έντονες εξάρσεις θυμού γιατί δεν μπορούν να διαχειριστούν την ήττα. Γιατί δε μάθανε να χάνουνε, δεν παίξανε για να χάσουν ή για να τα κοροϊδέψουν άλλα παιδάκια και να μπορέσουν να το διαχειριστούν. Γιατί, αντικειμενικά, το να κοροϊδέψει ένα παιδάκι το άλλο, είναι μία κοινωνική εκμάθηση - μαθαίνει να μην κοροϊδεύει το άλλο, που αυτό τείνει στο - διαδικτυακό ή και καθημερινό- bullying γιατί βλέπει και το άλλο παιδάκι ότι στεναχωριέται ή κλαίει. Στον κορονοϊό, παιδάκια που έκαναν διαδικτυακό bullying δεν είδαν τα άλλα παιδάκια να κλαίνε, δεν βιώσανε την αντίδραση. Και αυτό είναι τραυματικό, το να βιώνεις την αντίδραση του άλλου σου δημιουργεί κι εσένα μία συναισθηματική ωρίμανση, μία εκπαίδευση, που αυξάνει τη συναισθηματική νοημοσύνη. Ένα παιδί μαθαίνει να είναι κοινωνικά αλληλέγγυο, είναι ένα χαρακτηριστικό που μαθαίνεται, όπως μαθαίνεται και το “αυτός είναι μαύρος, αυτός είναι αλλοδαπός, αυτός ήρθε να μας κλέψει τον πολιτισμό”. Έτσι μαθαίνεται και η κοινωνική αλληλεγγύη».
Να δώσουμε στα παιδιά να καταλάβουν ότι υπάρχει ένα όραμα ότι δεν θα πεθαίνουν έξω από το αστυνομικό τμήμα
Μπορεί όμως, τελικά να μιλάμε για μία χαμένη γενιά, για ένα παιχνίδι που έχει χαθεί; «Όχι, γιατί θα μάθουν σιγά – σιγά. Κάποια στιγμή θα πάψουν, θα ενηλικιωθούν, θα δουν ότι έχουν ευθύνες προς αυτό. Όμως, με την κοινωνία να είναι μονίμως τιμωρητική, όπως τώρα που είπαν ότι θα μειώσουν την ηλικία που θα αντιμετωπίζεται ως εγκληματίας ένα παιδί, από τα 17 στα 14. Δύο είναι τα τινά που μπορεί να συμβούν από αυτό (σ.σ. την αλλαγή στον ποινικό κώδικα): το ένα είναι μία τιμωρητική κοινωνία ενάντια στα παιδιά - δεν κερδίζουμε κάτι. Το άλλο, κατά πάσα πιθανότητα η φυλάκιση, ο περιορισμός, ή και ο κατ’ οίκον περιορισμός. Δηλαδή πάλι μιλάμε απομονωτικά. Αν βάλεις έναν έφηβο 15 χρονών στη φυλακή -βεβαίως αυτό έχει να κάνει και με το έγκλημα- τον τιμωρείς, χωρίς την υποστήριξη που θα χρειαζόταν. Δηλαδή, μία τρύπα στο νερό, πόσο μάλλον αν μπει σε φυλακές εφήβων, όπου δεν θα του δοθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί. Το θέμα είναι η πρόληψη. Αν γενικότερα σαν κοινωνία ξεκινήσουμε και τους δίνουμε λίγο ελπίδα για το μέλλον, ότι δεν είναι μόνο αυτό που ζούμε τώρα - ο πληθωρισμός, η οικονομική κρίση, η πανδημία και η απομόνωση. ότι ο κόσμος γενικά δεν είναι οι πόλεμοι που βλέπουμε γύρω - γύρω. Γιατί μην ξεχνάτε ότι, παιδιά που είναι τώρα 15 – 17 χρονών βίωσαν όλη τη βία της οικονομικής κρίσης, και την κοινωνική βία αυτής.Και το μόνο που έχουν είναι άγχος και θυμός, γιατί μέσα σε αυτό μάθανε να ζουν. Εμείς σαν ενήλικοι το αντιμετωπίσαμε με τους δικούς μας μηχανισμούς, γιατί είχαμε και αρκετά αυξημένους μηχανισμούς για να το κάνουμε. Και πρέπει να δώσουμε σε αυτά τα παιδιά να καταλάβουν ότι υπάρχει ένα όραμα, ότι δεν θα πηγαίνουν στο αστυνομικό τμήμα και θα πεθαίνουν απέξω. Ή ότι τα κορίτσια δεν χρειάζεται να βρίσκουν ενήλικες και να κάνουν επί χρήμασι σχέσεις – χωρίς να υπάρχει το σεξουαλικό, αλλά αυτή η μεγάλη εικόνα, μιας πλουσιοπάροχης ζωής».
Κανένας δεν έχει την τάση να γίνει κακός άνθρωπος
«Συν ότι πρέπει να τα ακούσουμε, ποια είναι τα άγχη τους; Από πού πηγάζουν; Τι τους λείπει, τελικά; Αυτά που συζητάμε είναι συμπεράσματα δικά μας, των ενηλίκων. Ενεργητικά χρειάζεται να μιλήσουμε μαζί τους. Αυτό είναι και το πρόγραμμα της ΕΠΑΨΥ, να δούμε όντως τι χρειάζονται, δεν πάμε ούτε να αποκαταστήσουμε την οικογένεια, ούτε την κοινωνία. Να ακούσουμε και μετά να πάμε να δουλέψουμε και με την οικογένεια. Δεν μπορούμε να λύσουμε το βιωτικό πρόβλημα των γονέων, δεν μπορούμε να τους βρούμε δουλειά με πολλά λεφτά, αλλά μπορούμε να τους εκπαιδεύσουμε ή και να τους ακούσουμε – γιατί κι αυτοί χρειάζονται να μιλήσουν. Γενικότερα η αύξηση στον κόσμο που ζητάει να μιλήσει, γιατί δεν ακούγεται, είναι τεράστια. Και να υποστηριχθεί. Πριν μία 15ετία θα ερχόταν ο άλλος και θα σού ζήταγε να του βρεις δουλειά. Τώρα πια έρχεται και σού λέει “δεν έχω που να τα πω, ήθελα να τα πω κάπου που θα με ακούσουν”. Πλέον όλοι τρέχουμε με τις δουλειές μας και έχουμε χάσει το φιλικό, αυτό που συναντιόμασταν με τους φίλους μας για έναν καφέ δύο φορές την εβδομάδα, πλέον για μία μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων έχει γίνει δύο φορές τον μήνα. Και οι ενήλικες, έρχονται και σού λένε “θέλω να μιλήσω, δεν με ακούει ο/η σύζυγός μου, οι φίλοι μου τρέχουν, οι συγγενείς είναι επικριτικοί”. Πόσο μάλλον άμα είσαι 15 – 16 χρονών, θες να μιλήσεις, δεν σε ακούν, και γίνονται επικριτικοί. Κανένας άνθρωπος δεν έχει την τάση να γίνει ένας κακός άνθρωπος. Όλοι έχουμε την τάση να γίνουμε καλοί, αρκεί να μας δοθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Και να μας ακούσει κάποιος και να μην μας δείχνει με το δάχτυλο. Να μάς ρωτήσει, όμως “γιατί το έκανες αυτό;” ή “πώς έφτασες να το κάνεις αυτό;”, “τι ένιωσες εκείνη τη στιγμή – εσύ και ο άλλος;”».
Πηγή: Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου