Τα τελευταία χρόνια είναι η αλήθεια πως έχουν γραφτεί αρκετά άρθρα (σε Αναγνώστη, Κόκκινη Αλεπού, του καθηγητή Γιάννη Παπαδάτου κ.α.), αλλά έχουν γίνει και ημερίδες αναφορικά με διάφορα μειονεκτήματα και αδυναμίες στον τρόπο γραφής των παιδικών βιβλίων, μειονεκτήματα και αδυναμίες που τοποθετούν τη χώρα μας ποιοτικά αρκετά πίσω σε σύγκριση με την παραγωγή παιδικών βιβλίων σε ξένες χώρες. Έχει αναλυθεί το φαινόμενο του νέο-διδακτισμού, έχει αναδειχθεί ο καμουφλαρισμένος –ή μη– νεοσυντηρητισμός. Και λέγοντας «νεοσυντηρητισμό», δεν εννοώ τόσο την θεματολογική ατολμία όσο έναν διάχυτο μικροαστισμό που σε πάρα πολλές περιπτώσεις ξεχύνεται από τις σελίδες ενός βιβλίου. Σαν να είμαστε κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και να μη θέλουμε να ξεφύγουμε από εκεί. Παρ’ όλα αυτά όμως, η υποβολή κακών χειρογράφων και η έκδοση μέτριων βιβλίων συνεχίζεται.
Ίσως λοιπόν να μην ωφελεί τόσο να απαντηθεί το «πώς» αλλά το «γιατί». Γιατί εκδίδονται πολλά μέτρια βιβλία, γιατί υποβάλλονται κακογραμμένα χειρόγραφα σε μεγάλη έκταση; Θα επιχειρήσω να κάνω κάποιες επισημάνσεις λοιπόν, οι οποίες φυσικά δεν γίνεται να καλύψουν το θέμα σε όλες του τις πτυχές, αλλά ίσως αποτελέσουν μια πρώτη ύλη για εξαγωγή συμπερασμάτων. Και θα αρχίσω σκοπίμως με μια απόλυτη παρατήρηση, που κατά κάποιον τρόπο απαντά σε αυτό το γιατί:
Γιατί δεν ξέρουν να γράφουν.
Και κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει το άρθρο.
Παραδέχομαι πως η παραπάνω φράση είναι απόλυτη, δεν παύει όμως να απηχεί απόψεις που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και κρύβονται δημόσια κάτω από υπαινιγμούς. Καιρός είναι, λοιπόν, να ειπωθεί αυτή η άποψη αφιλτράριστα.
Όταν λέω «δεν ξέρουν να γράφουν» δεν εννοώ φυσικά πως δεν γνωρίζουν γραφή αρκετοί υποψήφιοι προς έκδοση ή άτομα που έχουν ήδη εκδώσει. Ο καθένας μπορεί να μεταφέρει κάποιες σκέψεις ή μια ιδέα στο χαρτί ή σε ένα αρχείο word, αρκεί όμως αυτό για να μετατρέψει το κείμενο σε λογοτεχνία; Προφανώς και όχι. Και εδώ έρχεται η διαπίστωση πως μια –όχι και τόσο αμελητέα– πλειοψηφία κειμένων στερείται λογοτεχνικότητας. Στερείται δηλαδή του βασικού παράγοντα διαχωρισμού ενός καλού βιβλίου από ένα αδιάφορο κείμενο. Τα περισσότερα κείμενα είναι μια απλή, «δημοσιογραφική» αφήγηση, με εμφανέστατη αδυναμία να καταστήσουν τον αναγνώστη κοινωνό τους. Να τον κάνουν να νιώσει, να τον κάνουν να ταυτιστεί, να ενεργοποιήσουν μνήμες και αισθήσεις. Πήγε-ήρθε-έκανε, μια απλή περιγραφή δηλαδή που απλώς δίνει άχρηστες λεπτομέρειες κινήσεων των ηρώων. Έτσι οι ήρωες γίνονται χάρτινοι, επίπεδοι, χωρίς βάθος.
Δεν εξυπακούεται ότι ο κάθε αναγνώστης θα συγκινηθεί από το δράμα των χαρακτήρων, τις δυσκολίες τους και την τραγικότητα των καταστάσεων. Είναι δουλειά του συγγραφέα να παρακινήσει τον αναγνώστη να συγκινηθεί. Και μάλιστα τον κάθε αναγνώστη. Αυτή η σύμβαση πραγματοποιείται μόνο μέσω της γλώσσας και της δομής, μέσω της λογοτεχνικότητας. Δεν είναι a priori σίγουρο δηλαδή ότι επιλέγοντας ένα θέμα δύσκολο, όπως το προσφυγικό ή η κακοποίηση, θα αναγκαστεί ο αναγνώστης να ταυτιστεί με τους ήρωες και να βιώσει τις καταστάσεις, λόγω της θεματολογικής βαρύτητας. Έτσι, τις περισσότερες φορές, σοβαρά θέματα «καίγονται» σε έναν αγώνα να ειπωθούν πρώτα, παράγοντας όχι μόνο άνισα αποτελέσματα, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις μία αβάσταχτη ελαφρότητα.
Πέραν τούτου υπάρχει η καλά κρυμμένη αντίληψη ότι το παιδικό βιβλίο είναι κάτι πολύ εύκολο. Γιατί πόσο δύσκολο είναι να γράψει κάποιος 500 λέξεις, δύο σελίδες Α4, οι οποίες θα αναδειχθούν με μια καλή εικονογράφηση ή έκδοση; Και φτάνουμε έτσι στο αποτέλεσμα που επί χρόνια συζητιέται στις διάφορες κριτικές επιτροπές, ότι η εικονογράφηση σε κάποια βιβλία είναι πολύ πιο δυνατή από το κείμενο, ότι το βοηθά, το στηρίζει, το αναδεικνύει. Απλά και μόνο επειδή το κείμενο δεν μπορεί να σταθεί μόνο του. Είτε θα πρόκειται για ένα εύρημα της στιγμής, που δεν αναπτύσσεται στη συνέχεια, είτε για μια ιστορία που δεν οδηγεί πουθενά. Κι εδώ υπάρχει ένα άλλο μείον στα κείμενα παιδικής λογοτεχνίας: Υστερούν στο storytelling, ακριβώς επειδή δεν έχουν κάτι να πουν. Κυκλοφορούν πάρα πολλά βιβλία με υποτυπώδεις ιστορίες, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, που βασίζονται σε ένα πυροτέχνημα.
Ή που βασίζονται σε μιαν ευρέως διαδεδομένη αντίληψη τού «θα μιλήσω για τη φιλία/ τον παππού και τη γιαγιά/ τη ζωή στο χωριό». Κοινώς, μια λέξη κλειδί, υπαγορεύει την ανάπτυξη μιας ιστορίας. Μια λέξη κλειδί, που αποσκοπεί στο να αγοραστεί από γονείς, να δουλευτεί από εκπαιδευτικούς, ενώ τις περισσότερες φορές δεν αγγίζει καν τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Κι όμως, το δικαίωμα ενός παιδιού να ευχαριστιέται την ανάγνωση είναι πολύ πιο σημαντικό και ισχυρό από το καθήκον του να μάθει κάτι. Γιατί το βιβλίο δεν είναι δάσκαλος, είναι συντροφιά και καλή παρέα.
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν κάποια βιβλία θα τα διαβάσει ένα παιδί ή ένας έφηβος. Και άμα τα διαβάσει, εάν θα τα ευχαριστηθεί. Κι αυτό, γιατί πάρα πολύ συχνά πέφτουν στην παγίδα της οπτικής του ενήλικα.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι πολύ λίγοι έχουν στην ουσία εντρυφήσει (όσο γίνεται τουλάχιστον) στα θέλω και στις ανάγκες του παιδιού, της κάθε ηλικιακής ομάδας. Περισσότερο έχουν υποταχθεί στα θέλω και στις ανάγκες τις δικές τους. Έτσι κυκλοφορούν και υποβάλλονται κείμενα που μαρτυρούν την ηλικία του συγγραφέα, κείμενα χωρίς παιδικότητα, κείμενα που θα ταίριαζαν να γραφτούν σε λεύκωμα δημοτικού (Τι είναι φιλία; Τι είναι αγάπη;). Ας το πω κάπως διαφορετικά: Κυκλοφορούν απελπιστικά πολλά κείμενα που δεν αφορούν το παιδί, αλλά πλασάρονται σαν παιδικά, γιατί δεν θα είχαν καμία τύχη να εκδοθούν ποτέ ως ενήλικα.
Πέραν τούτου έχω πολλές φορές την εντύπωση ότι συγγραφείς δεν έχουν αφομοιώσει (ή δεν γνωρίζουν) βασικές αρχές μυθιστορηματικής ανάπτυξης και πλοκής. Πώς θα ξετυλιχθεί ή αναπτυχθεί μια ιστορία, πώς και ποιοι ήρωες θα μπουν, για να μη μιλήσω για το in media res και την οικονομία, που σε πλείστα βιβλία είναι σχεδόν άγνωστες λέξεις, και ανακαλύπτουμε τον τροχό (από πλευράς πληροφοριών) ξανά και ξανά. Η σύνθεση μοιάζει σχεδόν άγνωστη έννοια, αν εξετάσουμε έναν μεγάλο αριθμό μυθιστορημάτων, θα δούμε ότι πρόκειται για ασύνδετα (ή έστω, με μια χαλαρή σύνδεση) στιγμιότυπα, σαν σε ημερολόγιο, που επειδή αριθμούν πολλές λέξεις, βαφτίζονται καταχρηστικά ως μυθιστορήματα. Με δυο λόγια χρεώνω μυθιστορηματική άγνοια σε πολλούς και αδυναμία στησίματος μιας στοιχειώδους πλοκής. Πολύ συχνά πέφτω πάνω σε μυθιστορήματα που δεν μπορούν να αναπτυχθούν ή σε μικρές φόρμες, που δεν μπορούν να μαζέψουν, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προστάζει το εκάστοτε είδος.
Είναι γεγονός ότι μέσα στα «καθήκοντα» ενός συγγραφέα είναι το να πειραματίζεται και να ενημερώνεται. Τι κυκλοφορεί στο εξωτερικό, ποιες είναι οι τάσεις, πώς θα αποφύγει την επανάληψη, πώς θα χρησιμοποιήσει μια λοξή ματιά. Εδώ, έχω την εντύπωση, πως η τάση για ευκολία συνιστά ένα σημαντικό ποσοστό. Ευκολία που αποτρέπει τον συγγραφέα να παρουσιάσει κάτι πραγματικά καλό και σημαντικό, κάτι που θα μείνει. Έτσι, πολύ συχνά, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο του χυλού ή πολτού, μιας ομοιογενούς σχεδόν μάζας γραπτών, που τελειώνοντας την ανάγνωση δεν θυμάσαι σχεδόν τι διάβασες, εφόσον το συγκεκριμένο βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου μοιάζει με ένα σωρό άλλα.
Ναι, φυσικά και υπάρχουν αρκετά καλά βιβλία, τα οποία όμως σε μια αναλογικά μεγάλη παραγωγή βιβλίων στη χώρα μας, δεν έχουν την πρωτοκαθεδρία.
Και ναι, φυσικά υπάρχουν και οι ευθύνες εκδοτών, γονέων και εκπαιδευτικών, για τις οποίες θα πρέπει να γραφούν ισάριθμα ανεξάρτητα άρθρα.
Βασίλης Παπαθεοδώρου
Πηγή: φρέαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου