Του James Devereaux*
Ο Δήμαρχος της Νέας Υόρκης Bill De Blasio προσφέρει τίτλους κατάλληλους για σάτιρα. Συνέστησε μια επιτροπή η οποία πρόσφατα δημοσίευσε μια έκθεση που προτείνει την εξάλειψη των προγραμμάτων για προικισμένους μαθητές με στόχο να μειωθεί η ανισότητα - μια “λύση” που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το διήγημα Harrison Burgeron. Δυστυχώς η γενική τάση στη χώρα είναι τα δημόσια σχολεία να παραμελούν ήδη τους καλύτερους μαθητές για να δείχνουν πιο εξισωτικά, και η Νέα Υόρκη δείχνει έτοιμη να εντείνει ακόμη περισσότερο αυτή την ανησυχητική τάση.
Η υπέρβαση σχολικής τάξης γίνεται σπανιότερη
Μια ιδιαίτερη πτυχή των διαρρυθμίσεων για τους προικισμένους μαθητές είναι η επιτάχυνση σχολικής τάξης ή αλλιώς αυτό που αποκαλείται από πολλούς “να πηδήξει ο μαθητής τάξη”. Όπως και άλλες πτυχές της επιλογής στην εκπαίδευση, δέχεται συχνά κριτική χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Τους επικριτές συχνά τους απασχολεί το κοινωνικό στίγμα και τα παιδιά που δεν προσαρμόζονται ή δεν λαμβάνουν ίση μεταχείριση. Πολλές όμως από τις ανησυχίες αυτές είναι αβάσιμες, και ένα μεγάλο σώμα ερευνών καταδεικνύει ότι για τα παιδιά που αποδίδουν πάνω από το επίπεδο της τάξης τους, είτε πλήρως είναι εν μέρει, η μετακίνηση σε μεγαλύτερη τάξη είναι καλύτερη τόσο από ακαδημαϊκή όσο και από κοινωνική σκοπιά.
Μετά την ψήφιση του νόμου No Child Left Behind (NCLB), κάποιοι υποψιάζονται ότι η επιτάχυνση τάξεων έχει μειωθεί. Αυτό είναι εύλογο από μια θεσμική σκοπιά. Η διεξαγωγή διαγωνισμών είναι ο βασικός άξονας για την κατανομή των πόρων και συνεπώς μετακινεί την προσοχή από εκείνους που αποδίδουν καλύτερα σε εκείνους που δυσκολεύονται. Ακόμη, η μετακίνηση παιδιών σε μεγαλύτερη τάξη φαίνεται μια κίνηση ρίσκου για τους εκπαιδευτικούς και τη διοίκηση των σχολείων που βασίζονται στα υψηλά ποσοστά επιτυχίας προκειμένου να διασφαλίσουν χρηματοδότηση και να αποκτήσουν κύρος. Τα σχολεία έχουν κίνητρα να εστιάζουν στο να φτάσουν τους μαθητές που αποδίδουν χειρότερα στο επίπεδο της τάξης, ενώ ταυτόχρονα θα απολαμβάνουν την ασφάλεια των μαθητών εκείνων που βρίσκουν εύκολη την ύλη. Οι εκπαιδευτικοί δεν κρατούν σκοπίμως τα παιδιά πίσω, αλλά τα κίνητρα που αντιμετωπίζουν δεν ενθαρρύνουν μια πιο τολμηρή προσέγγιση στην εκπαίδευση.
Μολονότι ένα μέρος της κάμψης της επιτάχυνσης τάξεων δεν έχει στοιχειοθετηθεί επισήμως, φαίνεται ότι η πλήρης επιτάχυνση τάξης έχει όντως καταστεί κάτι το σπάνιο, καθώς εκτιμάται ότι το 1% των μαθητών πηδάει τάξη, όπως αναφέρει το Acceleration Institute. Η δική μου οικογενειακή εμπειρία ανταποκρίνεται σ’ αυτή την εκτίμηση. Καθώς συζητούσα την επιτάχυνση τάξης με στελέχη ενός τοπικού δημοτικού σχολείου, αποκαλύφθηκε μια έλλειψη εξοικείωσης με τη διαδικασία αυτή, μονολότι τα στελέχη αυτά εξέφρασαν μια ανοιχτή στάση στην ιδέα και εντέλει συνεργάστηκαν εξαιρετικά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, Κανείς στο δωμάτιο - ούτε ο εκπαιδευτικός της τάξης, ούτε ο εκπαιδευτικός της ειδικής εκπαίδευσης ή ο διευθυντής - δεν είχε ποτέ προχωρήσει κάποιο παιδί σε μεγαλύτερη τάξη.
Η επιτάχυνση τάξης θα πρέπει να ενθαρρύνεται
Παρ’ όλη αυτή την σπανιότητα, η επιτάχυνση τάξης είναι αποδεδειγμένα ένας αποτελεσματικός τρόπος να δημιουργηθούν προκλήσεις για τους μαθητές, να γίνει σεβαστό το δικαίωμα της επιλογής, και να εξοικονομηθούν δημόσιοι πόροι. Σε μια μετα-ανάλυση των μελετών για την επιτάχυνση τάξεων - μια μελέτη των μελετών - οι συγγραφείς συμπέραναν “ότι η επιτάχυνση είχε θετικό αποτέλεσμα στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των υψηλής ικανότητας διδασκομένων”.
Όχι μόνο είδαν θετικά ακαδημαϊκά αποτελέσματα αλλά “και τα αποτελέσματα στην κοινωνική-συναισθηματική ανάπτυξη φαίνεται επίσης να είναι ελαφρώς θετικά”.
Η κοινωνική και συναισθηματική πτυχή είναι μια σημαντική διάσταση που συχνά θεωρείται εκ προοιμίου ως επιχείρημα εναντίον της επιτάχυνσης. Όπως όμως περιγράφεται ανωτέρω, οι υποθέσεις αυτές είναι υπερβολικές. Τα παιδιά που πηδούν τάξεις προσαρμόζονται κοινωνικώς, κάποια απ’ αυτά βελτιώνουν τις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους τους και άλλα δυσκολεύονται ανεξάρτητα από την τάξη που παρακολουθούν. Αυτός ο μύθος είναι ανθεκτικός και προκαλεί δισταγμούς σε γονείς και εκπαιδευτικούς.
Η επιτροπή του Ντε Μπλάζιο ακουσίως υπογραμμίζει την ένταση που αντιμετωπίζουν οι δημόσιοι θεσμοί συνολικά και εν προκειμένω τα σχολεία. Τα σχολεία καλούνται να συμβιβάσουν διάφορους σκοπούς δημόσιας πολιτικής: να μειώσουν την ανισότητα, να αυξήσουν την εκπαίδευση, να βελτιώσουν τους δασκάλους, να παρέχουν εργασιακή ασφάλεια κλπ. Αυτό είναι κάτι το ανέφικτο, συχνά λόγω του ότι οι σχεδιαστές δεν διαθέτουν την κατάλληλη πληροφόρηση για να πετύχουν αυτούς τους σκοπούς και συχνά ανταποκρίνονται σε δημόσια κίνητρα αντί για τις ανησυχίες των γονέων και των μαθητών.
Αυτή η τραγωδία επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ο αριθμός των μαθητών που έχουν επιδόσεις άνω του επιπέδου της τάξης υποεκτιμάται έντονα. Το Johns Hopkins δημοσίευσε μια έκθεση σύμφωνα με την οποία η μερική ή πλήρης επιτάχυνση τάξης είναι κατάλληλη για σημαντικό ποσοστό των μαθητών. Εξετάσεις σε μαθητές σε τρεις πολιτείες - την Καλιφόρνια, το Ουισκόνσιν και τη Φλόριντα - κατέδειξαν ότι “το 20-40% των μαθητών δημοτικού και γυμνασίου έχουν επιδόσεις τουλάχιστον μιας τάξης πάνω από αυτή στην οποία βρίσκονται στην ανάγνωση, με το 11-30% να έχει επιδόσεις τουλάχιστον μιας τάξης πάνω στα μαθηματικά”.
Ενώ επισημαίνουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι βάσει των δεδομένων αυτών “το 15-45% των μαθητών μπαίνουν στις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού κάθε φθινόπωρο με επιδόσεις ήδη τουλάχιστον μια χρονιά μπροστά από τις προσδοκώμενες”.
Σε μια τάξη των 30 παιδιών, αυτό σημαίνει ότι κατ’ ελάχιστον 4,5 παιδιά κατά μέσο όρο μπορούν να επιταχυνθούν ετησίως.
Προικισμένοι μαθητές που εγκαταλείπουν το σχολείο
Δυστυχώς - και αυτό δεν το αναφέρει η επιτροπή Ντε Μπλάζιο, η οποία ενδιαφέρεται με τα ανόμοια αποτελέσματα των προγραμμάτων για προικισμένους μαθητές - ένα σημαντικό ποσοστό των προικισμένων μαθητών εγκαταλείπει το σχολείο. Κάποιες μελέτες υποδεικνύουν ότι ένα ποσοστό που φτάνει μέχρι και το 4,5% όσων εγκαταλείπουν το σχολείο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προικισμένοι. Οι προικισμένοι αλλά επισφαλείς μαθητές συχνά προέρχονται από το χαμηλότερο άκρο του οικονομικού φάσματος, γεγονός που συμβάλλει στην πρόωρη αποχώρησή τους από το σχολείο.
Αντί αυτοί οι μαθητές να εισέλθουν στη μεσαία τάξη, αν καταφέρουν να αποφοιτήσουν και να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο, εγκλωβίζονται στο επίπεδο της σχολικής τους τάξης, συχνά βαριούνται και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα κόστη ευκαιρίας απ’ ό,τι οι σχετικά πιο ευκατάστατοι συνομήλικοί τους. Μολονότι υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν σ’ αυτό το περίπλοκο ζήτημα, η επιτροπή και άλλα άτομα με παρόμοια σκέψη θα περιόριζαν αποτελεσματικότερα αυτό το χάσμα αν διεύρυναν τα προγράμματα προικισμένων μαθητών ώστε να περιλαμβάνεται η επιτάχυνση τάξης και αν εστίαζαν στην ατομική εκπαιδευτική πρόοδο έναντι της επίτευξης μιας φαινομενικής ισότητας.
Η επιτάχυνση σχολικής τάξης είναι ένα έτοιμο, σχετικά φτηνό και υποχρησιμοποιούμενο εργαλείο που βοηθά κάποιους μη προνομιούχους μαθητές να τελειώσουν γρηγορότερα το σχολείο αποφεύγοντας ταυτόχρονα και το στίγμα που συνεπάγεται η εγκατάλειψή του. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν κανείς βρίσκει πειστικό το σηματοδοτικό μοντέλο της εκπαίδευσης, σύμφωνα με το οποίο το πτυχίο καθαυτό μετρά περισσότερο από την πραγματική ευφυΐα ή το ανθρώπινο κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει κανείς. Το να χάσει κανείς αυτό το κομμάτι χαρτί κοστίζει.
Σχολική επιλογή
Η σχολική επιλογή έχει αυξηθεί σε κάποια μέρη και με διάφορους τρόπους. Charter schools έχουν εμφανιστεί εκεί όπου αυτό επιτρέπεται και οι εκπαιδευτικοί λογαριασμοί ταμιευτηρίου έχουν κερδίσει κάποια πολιτική υποστήριξη με μεγάλο περιθώριο αξιοποίησής τους. Τα κουπόνια, είτε ως πολιτειακή επιδότηση είτε ως αφορολόγητο, έχουν εισαχθεί σε διάφορες πολιτείες ή περιοχές. Από αυτή την άποψη, η σχολική επιλογή έχει αυξηθεί τα τελευταία περίπου 25 χρόνια, μολονότι απομένουν ακόμη πολλά βήματα. Εκεί όπου έχουν δοκιμαστεί τα προγράμματα σχολικής επιλογής, έχουν ως επί το πλείστον καταγράψει θετικά αποτελέσματα με τις επιδόσεις στους διαγωνισμούς να παραμένουν εξίσου καλές ή να βελτιώνονται για πολλά προγράμματα σχολικής επιλογής, τα σχολεία εξοικονομούν χρήματα, η κοινωνική ένταξη μπορεί να αυξάνεται και η παραβατικότητα να μειώνεται σε σχέση με τις δημόσιες εναλλακτικές.
Παρ’ όλα αυτά, έχουμε ακουσίως αγνοήσει τις ανάγκες ενός σημαντικού μέρους των παιδιών σχολικής ηλικίας, περιορίζοντας τις επιλογές για πολλά απ’ αυτά, και αφήνοντάς τα σε ένα άκαμπτο σύστημα που δεν ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Δεν χρειάζεται να συνεχίζεται αυτό. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί μπορούν να εντοπίσουν τα παιδιά που διαπρέπουν και βαριούνται στην τάξη και να υιοθετήσουν ένα σχέδιο για να δημιουργήσουν προκλήσεις γι’ αυτά, ενθαρρύνοντας την πρόοδό τους. Μιλώντας από πείρα, πολλοί εκπαιδευτικοί βλέπουν θετικά αυτή τη δυνατότητα, και οι ενεργοί γονείς μπορούν να κάνουν πολλά για να ξεκινήσει αυτή η διαδικασία. Οι περισσότερες σχολικές περιφέρειες διαθέτουν σχετικούς κανονισμούς, τους οποίους όμως σε μεγάλο βαθμό δεν αξιοποιούν, που διέπουν τη διαδικασία επιτάχυνσης της σχολικής τάξης.
Μολονότι πρόκειται για ένα πολύ μικρό μέρος της ευρύτερης εικόνας της σχολικής επιλογής, μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά πολλούς μαθητές αν οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι πολιτικοί τολμήσουν να βγουν από τον ασφαλή τους χώρο και υιοθετήσουν μια πιο θετική στάση έναντι της επιτάχυνσης της σχολικής τάξης.
--
*Ο James Devereaux είναι δικηγόρος, πατέρας τεσσάρων παιδιών, με πτυχία ψυχολογίας και νομικής.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Σεπτεμβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.
Πηγή: liberal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου