Οι γονείς και οι υπεύθυνοι για τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής έχουν αποκτήσει την εμμονή να θέλουν να κάνουν τα μικρά παιδιά να μαθαίνουν περισσότερα πράγματα και με πιο γρήγορους ρυθμούς. Ωστόσο, η εικόνα της πρώιμης μάθησης που τους οδηγεί έρχεται σε αντίθεση με αυτή που προκύπτει από τις επιστήμες που ασχολούνται με την ανάπτυξη. Τα τελευταία 30 χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε «οικονομία της πληροφορίας». Η γνώση είναι τόσο σημαντική τον 21ο αιώνα, όσο σημαντικό ήταν το κεφάλαιο κατά τον 19ο αιώνα και η γη τον 18ο αιώνα. Μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια παράλληλα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα πολύ μικρά παιδιά μαθαίνουν περισσότερα πράγματα από όσα πιστεύαμε ότι είναι δυνατό. Αν βάλει κανείς αυτά τα δύο στοιχεία μαζί, τότε η προσπάθειά μας να κάνουμε τα μικρά παιδιά να μάθουν δεν είναι κάτι που πρέπει να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η μάθηση είναι αυτό που κάνουμε στο σχολείο και ότι οι γονείς θα πρέπει να λειτουργούν σαν εκπαιδευτικοί – ότι θα πρέπει δηλαδή να σχεδιάζουν ειδικά μαθήματα στα παιδιά τους προκειμένου να αποκτήσουν συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες, με τη βοήθεια ανάλογων βιβλίων και apps (εφαρμογών/ λογισμικών). Οι έρευνες δείχνουν ότι η υψηλή ποιότητα προσχολικής εκπαίδευσης βοηθά τα παιδιά να πετύχουν πολλά. Αλλά οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής και οι εκπαιδευτικοί πρέπει ακόμα να δικαιολογούν τις επιλογές που κάνουν στην προσχολική εκπαίδευση. Και αντιδρούν αντικαθιστώντας τις γωνιές παιχνιδιού προσποίησης και τον χρόνο παιχνιδιού στην παιδική χαρά με τεστ «σχολικής ετοιμότητας».
Στην πραγματικότητα, τα σχολεία είναι μια πολύ πρόσφατη ανακάλυψη. Τα μικρά παιδιά μάθαιναν εκατοντάδες χρόνια πριν σκεφτεί καν κανείς τον θεσμό της εκπαίδευσης. Τα παιδιά στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες μάθαιναν βλέποντας τι κάνουν οι ενήλικοι γύρω τους κάθε μέρα και παίζοντας με τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν. Νέες μελέτες δείχνουν ότι οι εγκέφαλοι ακόμα και των πολύ μικρών παιδιών είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να μαθαίνουν από την απλή παρατήρηση και το παιχνίδι με έναν τρομερά ευαίσθητο τρόπο.
Τα νεαρά παιδιά σήμερα εξακολουθούν να μαθαίνουν καλά βλέποντας τα πράγματα που κάνουν καθημερινά οι ενήλικες, από το καθάρισμα του σπιτιού μέχρι την επιδιόρθωση του αυτοκινήτου. Ο εγγονός μου Angie, 4 ετών, τρελαίνεται να με βλέπει να μαγειρεύω και μετά προσπαθεί πραγματικά να κάνει ό,τι κάνω. Πώς όμως αποφασίζει αν απλώς θα σπρώξει το ασπράδι των αβγών γύρω γύρω στο μπολ ή αν θα προσπαθήσει να αναπαράγει ακριβώς το περίεργο χτύπημα των αβγών (με συγκεκριμένη θέση του καρπού) που έμαθα από τη μαμά μου; Πώς ξέρει ότι πρέπει να μεταφέρει τους κρόκους των αβγών στο μπολ με το αλεύρι χωρίς να του πέσουν καταλάθος μέσα τα ασπράδια, όπως κάνει συχνά η γιαγιά του; Πώς μπόρεσε να αποφασίσει ότι ο αρακάς θα ήταν μια καλή προσθήκη σε ένα σουφλέ φράουλας; Παρεμπιπτόντως, είχε δίκιο…
Πειραματικές έρευνες δείχνουν ότι ακόμα και τα πολύ μικρά παιδιά έχουν την τάση να μιμούνται. Το 1988, ο Andrew Meltzoff του Πανεπιστημίου της Washington διεξήγαγε μια μελέτη όπου μωρά 14 μηνών έβλεπαν έναν ενήλικα να κάνει κάτι περίεργο –πχ ακουμπούσε το μέτωπό του σε ένα κουτί και αυτό φωτιζόταν. Μια εβδομάδα αργότερα, τα παιδιά πήγαν πάλι στο εργαστήριο και είδαν το κουτί. Τα περισσότερα από αυτά αμέσως προσπάθησαν να ακουμπήσουν το μέτωπό τους στο κουτί για να φωτιστεί. Το 2002 οι Gyorgy Gergely, Harold Bekkering και IIdiko Kiraly έκαναν μια διαφορετική έκδοση του πειράματος του Meltzoff. Κάποιες φορές ο πειραματιστής/ ενήλικας είχε τα χέρια του τυλιγμένα σε μια κουβέρτα όταν ακουμπούσε το μέτωπό του στο κουτί. Τα μωρά φαίνεται να καταλάβαιναν ότι καθώς τα χέρια του ενήλικα δεν ήταν ελεύθερα για να αγγίξει το κουτί, αναγκαζόταν να το αγγίξει με το μέτωπο. Έτσι, όταν ερχόταν η σειρά τους, τα παιδιά απλώς άγγιζαν με τα χέρια τους το κουτί.
Το 2013 ο David Buttelmann και οι συνεργάτες του έκαναν μια άλλη εκδοχή του αρχικού πειράματος. Αρχικά, τα μωρά άκουγαν τον πειραματιστή να μιλάει την ίδια γλώσσα με αυτά ή διαφορετική. Μετά ο πειραματιστής ακουμπούσε με το μέτωπό του το κουτί. Όταν μιλούσε τη μητρική γλώσσα των παιδιών, αυτά ήταν πιο πιθανό να ακουμπήσουν το κουτί με το μέτωπό τους. Όταν μιλούσε διαφορετική γλώσσα από αυτή των παιδιών, αυτά ήταν πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους για να αγγίξουν το κουτί.
Με άλλα λόγια, τα παιδιά δεν μιμούνται χωρίς να σκέφτονται. Πάντα λαμβάνουν υπόψη τους ποιοι είστε και γιατί ενεργείτε έτσι. Τα παιδιά επίσης θα χρησιμοποιήσουν ίσα βλέπουν για να καταλήξουν σε νέες ευφυείς ενέργειες όπως πχ να βάλουν αρακά σε ένα σουφλέ. Για παράδειγμα, στο εργαστήριό μας, η Daphna Buchsbaum, κάποιοι συνεργάτες και εγώ, παρουσιάσαμε σε 4χρονα παιδιά ένα παιχνίδι με πολλές λαβές και καρτέλες. Ένας ενήλικας λέει «Χμ, αναρωτιέμαι πώς να λειτουργεί αυτό το παιχνίδι» και εκτελεί 9 πολύπλοκες σειρές ενεργειών πχ τραβάει μια λαβή, κουνάει μια κάρτα και αναποδογυρίζει το παιχνίδι. Κάποιος φορές το παιχνίδι έπαιζε μουσική, ενώ κάποιες άλλες όχι. Οι ενέργειες ακολουθούσαν ένα πρότυπο: κάποιες ήταν αναγκαίες για να λειτουργήσει η μηχανή και κάποιες ήταν περιττές. Για παράδειγμα, τα παιδιά μπορεί να έβλεπαν ότι το παιχνίδι φωτιζόταν μόνο όταν ο πειραματιστής κουνούσε μια λαβή και αναποδογύριζε το παιχνίδι, ανεξάρτητα από όλες τις άλλες ενέργειες που έκανε. Μετά ζητούσε από το παιδί να το κάνει να φωτιστεί. Τα παιδιά ανέλυαν τις αλληλουχίες των ενεργειών, έβρισκαν ποιες ενέργειες εμπλέκονται στο φωτισμό και προχωρούσαν μόνο σε αυτές . Δηλαδή απλά τραβούσαν μια λαβή και αναποδογύριζαν το παιχνίδι. Με λίγα λόγια, χρησιμοποιούσαν τις παρατηρήσεις τους για να βρουν μια έξυπνη λύση στο πρόβλημα.
Θεωρούμε δεδομένο ότι τα μικρά παιδιά έχουν μεγάλη περιέργεια. Αλλά νέες έρευνες για την ενεργή μάθηση δείχνουν ότι όταν τα παιδιά παίζουν με τα παιχνίδια τους ενεργούν όπως οι επιστήμονες που κάνουν πειράματα.
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας προτιμούν να παίζουν με εκείνα τα παιχνίδια που θα τα διδάξουν τα περισσότερα πράγματα και μάλιστα παίζουν με αυτά τα παιχνίδια με εκείνο τον τρόπο που θα τους δώσει τις περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πώς λειτουργεί ο κόσμος.
Σε ένα πρόσφατο πείραμα, για παράδειγμα, οι Aimee E. Stahl και Lisa Feigenson του Johns Hopkins έδειξαν σε παιδιά 11 μηνών ένα είδος μαγικού κόλπου. Είτε μια μπάλα εμφανιζόταν να διαπερνά έναν σταθερό τοίχο ή ένα αμαξάκι φαινόταν να τσουλάει στο τέλος ενός ραφιού και να αιωρείται στο κενό. Τα μωρά προφανώς ήξεραν αρκετά σχετικά με την φυσική της καθημερινής ζωής προκειμένου να εκπλαγούν από αυτά τα περίεργα γεγονότα και να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή. Στη συνέχεια οι ερευνητές έδιναν στα μικρά παιδιά παιχνίδια. Τα μωρά που είχαν δει την μπάλα να περνάει μέσα από τον τοίχο, την πετούσαν συνέχεια επάνω του. Τα μωρά που είχαν δει το αυτοκινητάκι να αιωρείται στο κενό το έσπρωχναν στο τέλος του ραφιού και το έβλεπαν να πέφτει κάτω. Είναι σαν να εξέταζαν το αν η μπάλα ήταν συμπαγής και αν το αυτοκινητάκι ακολουθούσε το νόμο της βαρύτητας.
Δεν είναι μόνο ότι τα μικρά παιδιά δεν χρειάζεται να «διδάσκονται» προκειμένου να μαθαίνουν. Στην πραγματικότητα, έρευνες δείχνουν ότι οι ρητές οδηγίες, το είδος της διδασκαλίας που συμβαίνει στο σχολείο και στο σπίτι από τους γονείς, έχει περιορισμένα αποτελέσματα. Όταν τα παιδιά νιώθουν ότι διδάσκονται κάτι, είναι πιο πιθανό απλώς να αναπαράγουν αυτό που κάνει ο ενήλικας αντί να δημιουργήσουν κάτι νέο.
Το εργαστήριό μου δοκίμασε μια διαφορετική εκδοχή του πειράματος με το πολύπλοκο παιχνίδι. Αυτή τη φορά, ο πειραματιστής συμπεριφερόταν σαν δάσκαλος. ‘Έλεγε: «Θα σας δείξω πώς λειτουργεί το παιχνίδι μου» αντί απλά να αναρωτιέται πώς μπορεί να λειτουργεί το παιχνίδι. Τα παιδιά μιμήθηκαν ακριβώς ό,τι έκανε, χωρίς να σκεφτούν δικές τους λύσεις.
Τα παιδιά φαίνεται να πιστεύουν ότι όταν ένας δάσκαλος τους δείχνει ένα συγκεκριμένο τρόπο για να κάνουν κάτι, αυτή θα πρέπει να είναι και η σωστή τεχνική και δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσουν κάτι διαφορετικό. Αλλά έτσι, με αυτό τον τρόπο, τα σχολεία και η διδασκαλία από τους γονείς ωθούν τα παιδιά στη μίμηση και τα απομακρύνουν από την καινοτομία. Υπάρχει μια βαθειά ειρωνεία σε αυτό το σημείο. Οι γονείς και οι υπεύθυνοι για την χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής ενδιαφέρονται για τη διδασκαλία γιατί αναγνωρίζουν ότι η μάθηση είναι πρωταρχικής σημασίας στην εποχή της πληροφορίας. Αλλά η νέα «οικονομία της πληροφορίας», σε αντίθεση με την βιομηχανική του παρελθόντος, απαιτεί περισσότερα καινοτομία και λιγότερο μίμηση, περισσότερο δημιουργικότητα και λιγότερο συμμόρφωση. Στην πραγματικότητα, οι έμφυτες τεχνικές μάθησης που χρησιμοποιούν τα παιδιά ταιριάζουν περισσότερο από τις διδακτικές μεθόδους των δύο τελευταίων αιώνων στο είδος των προκλήσεων που υπάρχουν σήμερα. Νέες έρευνες αποδεικνύουν με επιστημονικό τρόπο αυτό που οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί προσχολικής αγωγής ήξεραν πάντα από διαίσθηση. Αν θέλουμε να ενθαρρύνουμε τη μάθηση, την καινοτομία και τη δημιουργικότητα, πρέπει να αγαπάμε τα παιδιά μας, να τα προσέχουμε, να τους μιλάμε, να τα αφήνουμε να παίζουν και να βλέπουν τι κάνουμε στην καθημερινή μας ζωή. Δεν χρειάζεται να τα κάνουμε να μάθουν. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να τα αφήσουμε να μάθουν.
Απόδοση του άρθρου What Babies Know About Physics and Foreign Languages της Alison Gopnik στους New York Times
Ιωάννα Αγγέλου
Ειδική Παιδαγωγός - Νηπιαγωγός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου