Κρατάμε από μια τράπουλα μόνο τους αριθμούς. Διαλέγουμε από ένα χαρτί και ο καθένας, ανάλογα με το πόσο μεγάλος ή μικρός είναι ο αριθμός που του έτυχε, υιοθετεί μια στάση ή περπατάει στο χώρο υποδηλώνοντας το status του. Νιώθει «σπουδαίος», «μηδαμινός» ή «ουδέτερος»; Κορδώνεται σαν βασιλιάς ή στέκεται σκυφτός στη γωνία σαν ζητιάνος; Μήπως είναι υπερήρωας ή ένας άνθρωπος σαν τους άλλους; Εγώ που έτυχα το 7 πώς μπορώ να το δείξω; Τι θα γίνει αν ένα 2 και ένα 10 συναντηθούν στο δρόμο; Πώς ερμηνεύονται οι αριθμοί σε σχέσεις;
Αν χρησιμοποιούσε κανείς το παιχνίδι με τα κοινωνικά status για να χαρακτηρίσει τη σχέση θεάτρου και ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, θα έπρεπε να διαλέξει αριθμούς από τα δύο άκρα. Η θεατρική αγωγή, αν και «δυνατό χαρτί» στην πραγματικότητα, μπαίνει στη θέση του αδύναμου όσον αφορά στη σχέση της με την πολιτεία.
Το θέατρο είναι από τα τελευταία καλλιτεχνικά αντικείμενα που εντάχθηκαν στο ελληνικό σχολείο. Ήταν το 1997 όταν οι πρώτοι θεατρολόγοι έκαναν την εμφάνισή τους σε γυμνάσια της χώρας χάρη στο πιλοτικό πρόγραμμα «Θεατρολόγοι στα Σχολεία», που οργάνωσε και πραγματοποίησε ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Θεατρολόγων με τη σύμπραξη της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς. Τελικά, το μάθημα της θεατρικής αγωγής συμπεριλήφθηκε από το 2002, χάρη σε ευρωπαϊκά κονδύλια, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αρχικά στη μεσημεριανή ζώνη των ολοήμερων δημοτικών και, από το 2010, στην πρωινή ζώνη των σχολείων ΕΑΕΠ*, όπου διδάσκεται πλέον για μία ώρα την εβδομάδα σε κάθε τάξη.
Είναι αυτονόητο πως το θέατρο για παιδιά έχει θέση σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, με διαφορετικό περιεχόμενο και στόχους κάθε φορά. Στην τεχνοκρατική Αμερική, όπου όλα μετρώνται βάσει απόδοσης και παραγωγικότητας, το θεατρικό παιχνίδι έχει θέση ακόμη και στις εταιρείες, μεταξύ των ενήλικων υπαλλήλων δηλαδή, ως team bonding method, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Στην Ελλάδα, μάθημα θεάτρου διδάσκονται οι μισοί περίπου μαθητές των δημοτικών σχολείων και κανένας μαθητής γυμνασίου ή λυκείου, παρόλο που οι έφηβοι αποτελούν μια ομάδα πληθυσμού στην οποία η ενασχόληση με το θέατρο έχει αποδειχθεί καίριας σημασίας.
Είναι απεριόριστα αυτά που μπορεί να παραθέσει κανείς για την αξία της εισαγωγής του θεάτρου στην εκπαίδευση, έστω και με όλες τις παραλείψεις ή προχειρότητες που την ακολούθησαν. Σωματική και νοητική κινητοποίηση, ενίσχυση της φαντασίας και της δυνατότητας έκφρασης, εμπλουτισμός των ερεθισμάτων, αισθητική καλλιέργεια, ενθάρρυνση, συμμετοχή σε ομάδα, πειθαρχία και (αυτο)συγκέντρωση, εκτόνωση, είναι λίγες μόνο από τις φράσεις-κλειδιά που συνοδεύουν οποιαδήποτε αναφορά στην παρουσία του θεάτρου ως διδακτικού αντικειμένου. Στην τάξη, αυτά μεταφράζονται σε παιδιά που ενθουσιάζονται («εγώ, εγώ κυρία να ξεκινήσω πρώτος!»), πριν καν τελειώσεις τη φράση σου, σε επιφωνήματα χαράς, όταν ακούν πως «ναι, επιτρέπεται να φτιάξετε ό,τι ιστορία θέλετε», σε καρέκλες που στο τέλος του μαθήματος έχουν γίνει καράβια και διαστημόπλοια, σε αυτοσχέδιους διαλόγους ανάμεσα σε ένα Μπλε και ένα Κόκκινο που θα ζήλευαν οι σουρεαλιστές, σε παθιασμένα επιχειρήματα υπέρ του Κύκλωπα, που «καλά έκανε και έφαγε τους ανθρώπους, αφού αυτή ήταν η φύση του!».
Η πραγματικότητα της τάξης ξεκινάει από το απλό -αλλά και τόσο «αναρχικό»– μότο: «χωρίς θρανία – χωρίς βιβλία» και φτάνει εκεί που η ομάδα μπορεί(ή προλαβαίνει) να φτάσει. Αυτό που στην πραγματικότητα επιχειρεί το θέατρο στο σχολείο, χρησιμοποιώντας όλα τα επιμέρους εργαλεία του (αναπαράσταση, μεταμόρφωση, μίμηση, σωματική έκφραση, παίξιμο ρόλου), είναι να παρακινήσει τον μαθητή να αλλάξει το βλέμμα του· από τον τρόπο που βλέπει την τάξη και τα αντικείμενά της, που μεταμορφώνονται «μαγικά» την ώρα του μαθήματος, ή την ιδέα που έχει για το ίδιο το θέατρο (διαστρεβλωμένη συχνά, καθώς το έχει ταυτίσει με ένα πεδίο προσωπικής επίδειξης), μέχρι τη σχέση του με τον εαυτό του και με το διπλανό του. Αυτό είναι που καθιστά το μάθημα της θεατρικής αγωγής τόσο μοναδικό και τόσο δύσκολο: η μεθοδική χρήση του όχι μονάχα για τη χαρά του παιχνιδιού αλλά για ένα συνολικότερο σκοπό, ο οποίος πορεύεται πάντα μαζί με τη δυναμική της ομάδας, καθιστώντας το το πιο διαδραστικό και αμφίδρομο όλου του σχολείου.
Αυτό επιχειρούν -ή πρέπει να επιχειρούν- οι θεατρολόγοι (και κάποιοι ηθοποιοί) που έχουν αναλάβει τη διδασκαλία της θεατρικής αγωγής τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Η πολιτεία από την πλευρά της όφειλε να εξασφαλίζει δύο ελάχιστες προϋποθέσεις: ένα στοιχειωδώς επαρκές ωρολόγιο πρόγραμμα και την ανάθεση του μαθήματος στα σωστά χέρια. Αυτή τη στιγμή, και οι δύο προϋποθέσεις βρίσκονται στον αέρα.
Σύμφωνα με υπουργική απόφαση που ανακοινώθηκε το Μάη, από το επόμενο σχολικό έτος τα σχολεία ΕΑΕΠ καταργούνται και εφαρμόζεται σε όλα τα δημοτικά σχολεία της χώρας ένα ενιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα. Η σωστή εκ πρώτης όψεως απόφαση για πρόσβαση όλων των μαθητών στα ίδια διδακτικά αντικείμενα κρύβει μερικές παγίδες· ειδικά το μάθημα του θεάτρου καταργείται από την πέμπτη και έκτη τάξη. Με απλά λόγια, το Υπουργείο Παιδείας κάνει μεν μια εξίσωση για όλους τους μαθητές, αλλά προς τα κάτω, μειώνοντας τις ώρες ενός διδακτικού αντικειμένου, του οποίου, ούτως ή άλλως, το σημαντικότερο παθητικό ήταν οι -ελάχιστες δυνατές- ώρες διδασκαλίες του.
Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, με επιχείρημα -ή πρόφαση- την έλλειψη της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης που εξασφάλιζε μέχρι σήμερα τις προσλήψεις των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων, το μάθημα της θεατρικής αγωγής μπορεί και καλείται να αναλάβει ο δάσκαλος της τάξης. Το Υπουργείο, ουσιαστικά,παραβλέπει και ματαιώνει την ολόπλευρη και ουσιαστική γνώση γύρω από το θεατρικό φαινόμενο και από τις πρακτικές του θεατρικού παιχνιδιού που φέρουν οι εκπαιδευτικοί (το «θέατρο στην εκπαίδευση» αποτελεί βασικό τμήμα του οδηγού σπουδών και των τεσσάρων πανεπιστημιακών τμημάτων θεατρικών σπουδών) και το μάθημα κινδυνεύει να υποβιβαστεί -αν διδαχτεί τελικά- σε μια ώρα ασαφούς περιεχομένου και στόχου, μεταξύ παρερμηνείας του τι είναι «θέατρο στην τάξη» και, στην καλύτερη περίπτωση, αποσπασματικών (θεατρικών) παιχνιδιών.
Στο παιχνίδι με τα κοινωνικά status, στόχος μας δεν είναι να γίνουμε οι «δυνατοί» για να ασκήσουμε εξουσία στους αδύναμους. Στόχος μας είναι να βρεθούμε στη θέση του άλλου, να την κατανοήσουμε και να την εξηγήσουμε. Δεν είναι μια σχέση εξουσίας αλλά μοιράσματος κι αλληλεπίδρασης. Αυτό, το Υπουργείο Παιδείας στη σχέση του με το θέατρο δείχνει να το παραβλέπει διαχρονικά.
* Με Ενιαίο Αναδιαμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα. Στα σχολεία αυτά, το ωράριο έχει αυξημένες (εφτά) διδακτικές ώρες για όλες τις τάξεις και, εκτός της θεατρικής αγωγής, το πρόγραμμα εμπλουτίστηκε με πληροφορική και ξένες γλώσσες· παράλληλα, μαθήματα που ήδη διδάσκονταν, όπως τα εικαστικά, η μουσική και η γυμναστική, απέκτησαν περισσότερες ώρες διδασκαλίας.
Κείμενο: Τώνια Καράογλου
Πηγή: ελculture
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου