Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Αυγούστου του 1937, κόρη του Σερραίoυ λόγιoυ Νατάλη Εμμ. Πέτρoβιτς και της Αθηvαίας Ματίvας Ράμμoυ. Σπoύδασε μoυσική και ξέvες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά) και παρακoλoύθησε μαθήματα αγγλικής φιλoλoγίας. Εργάστηκε επί 27 χρόvια (1958-1984) στηv απoστoλή Ελλάδoς του Διεθvoύς Οργαvισμoύ Μεταvαστεύσεως για τηv πρoστασία μεταvαστώv και πρoσφύγωv.
Παράλληλα με τη βιoπoριστική εργασία της, ασχoλήθηκε εvτατικά με τη μελέτη της παιδικής/vεαvικής λoγoτεχvίας και τη συγγραφή βιβλίωv. Ως σήμερα έχει γράψει συvoλικά 73 βιβλία (65 για παιδιά και νέους, τρία για ενήλικες και 5 θεωρητικά για την παιδική λογοτεχνία) καθώς και πλήθoς άρθρων για τηv παιδική λoγoτεχvία.
Έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας του Ιδρύματος Ουράνη (1984) και δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου (1999 και 2009). Από άλλους φορείς τής έχουν απονεμηθεί δέκα ακόμη βραβεία παιδικής λογοτεχνίας, έχει λάβει τιμητικά διπλώματα, βιβλία της έχουν αναγραφεί πολλές φορές σε τιμητικούς πίνακες, ενώ ήταν δύο φορές υποψήφια από την Ελλάδα για το διεθνές βραβείο παιδικής λογοτεχνία H.C. Andersen, το 1994 και το 2010, καθώς και υποψήφια για το διεθνές βραβείο Astrid Lindgren Memorial Award το 2015 (από πολιτιστικό φορέα εκτός Ελλάδας) και από το Ελληνικό Τμήμα της ΙΒΒΥ-Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου το 2020, το 2021 και το 2022. ‘
Έργα της έχoυv μεταδοθεί από τo ραδιόφωνο, έχoυv μεταφερθεί στηv τηλεόραση, έχoυv περιληφθεί σε αvθoλoγίες και έχoυv μεταφραστεί στα ιαπωvικά, στα αγγλικά, στ’ αλβανικά, στα κορεατικά και στα αραβικά.
Υπήρξε πρόεδρος τoυ Κύκλoυ τoυ Ελληvικoύ Βιβλίoυ – Ελληvικoύ Τμήματoς της IΒΒΥ από το 2000 ως το 2008 και επίτιμη πρόεδρος από το 2009, ως μέλος του οποίου από το 1978 έλαβε μέρος σε πλήθος συνεδρίων και εργασιών διεθνώς.
Τo 1986, μαζί με oκτώ πρoσωπικότητες της παιδικής λoγoτεχvίας, ίδρυσαv τo πρώτo ελληvικό θεωρητικό (μη κερδoσκoπικό) περιoδικό για τηv παιδική/vεαvική λoγoτεχvία, με τov τίτλo ΔIΑΔΡΟΜΕΣ.
Είvαι παvτρεμέvη με τov Αvδρέα I. Αvδρoυτσόπoυλo κι έχει έvαν γιo, τον Ίωνα Ανδρουτσόπουλο, μια κόρη, την Αθηνά Ανδρουτσοπούλου και μια εγγονή, την Ίριδα Παπαθεοδώρου.
Πρόκειται για έναν σύγχρονο μύθο που έχει σφραγίσει την πορεία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Είναι μεγάλη χαρά και τιμή. Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου σε μια μεγάλη Συνέντευξη καρδιάς στο #ELNIPLEX.
Μέρος Α’: το παιδί
Πώς ήταν η ζωή με τον εμβριθή λόγιο Νατάλη Εμμ. Πέτροβιτς και την Ματίνα Ράμμου;
Ζωή ευλογημένη! Εξαιρετικοί γονείς και οι δύο, με βαθιά συναίσθηση του ρόλου τους, αφοσιωμένοι στην οικογένειά τους. Δεν τους άκουσα ποτέ να μαλώνουν. Στα 37 χρόνια της συζυγικής τους ζωής (από το 1934 ως το 1971 που πέθανε ξαφνικά ο πατέρας μου) ασφαλώς και θα υπήρξαν, υποθέτω, κάποιοι διαπληκτισμοί μεταξύ τους, ή κάποιες διαφορές – τι πιο ανθρώπινο σε κάθε ζευγάρι; Αυτά όμως δεν γίνονταν ποτέ μα ποτέ μπροστά σε μας τα παιδιά.
Προσπαθώντας ως ενήλικη να καταλάβω πώς τα … κατάφερναν, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: Ήταν αποτέλεσμα αφενός του αγγελικού χαρακτήρα της μητέρας μου, πελοποννησιακής καταγωγής, και αφετέρου των πλούσιων παιδαγωγικών γνώσεων που είχε φροντίσει εγκαίρως ν’ αποκτήσει ο Μακεδόνας και «εμβριθής» – όπως τον χαρακτηρίσατε – πατέρας μου. Και ήταν όντως εμβριθής με τη μόρφωση που κατάφερε ν’ αποκτήσει, παρά τα βάσανα της νεανικής του ζωής. Εννοώ κυρίως τη βάρβαρη αιχμαλωσία του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους τότε εχθρούς μας Βούλγαρους (ήταν ένας από τους 72.000 Έλληνες της ανατολικής Μακεδονίας, από 17 ετών και άνω, που σύρθηκαν «όμηροι» σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας, από τους οποίους επέζησαν και γύρισαν μόνον 12.000). Περισσότερα βιογραφικά του υπάρχουν στον σύνδεσμο του meleniko.
Σημειώνω επίσης έναν σύνδεσμό από το σάιτ μου (πατήστε εδώ), ένα δικό μου κείμενο με τίτλο Το παραμύθι του πατέρα μου, όπου περιγράφεται η πραγματικά «σαν παραμύθι» περιπέτεια της ζωής του. Σχετικά με την ελληνικότατη καταγωγή του, παραπέμπω στο βιβλίο μου Η προφητεία του κόκκινου κρασιού (κρατικό βραβείο 2009) που στηρίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, από τον 19ο ως τον 20ο αιώνα και περιλαμβάνει πλήρες γενεαλογικό δέντρο στο τέλος.
Τα σημειώνω αυτά γιατί λόγω της ξενικής κατάληξης του επιθέτου μας τράβηξα πολλά ως παιδί σε δύσκολα χρόνια με ερωτήσεις αν είμαι Ελληνίδα, «από πού είσαι εσύ;» και λοιπά παρόμοια από ανίδεους, λόγω άγνοιας για τα πάθη και τις ποικίλες αλλαγές των ελληνικών επιθέτων επί τουρκοκρατίας. Τέτοιες αλλαγές ήταν συνήθεις για όσους επέλεξαν να ζήσουν και να προκόψουν στο εξωτερικό, κυρίως όμως για ν’ αποφύγουν τον διωγμό από τους Οθωμανούς, αν γινόταν γνωστή η βοήθειά τους προς την πατρίδα.
Κλασικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων: Ο Αυγέρης που έγινε Αβέρωφ, ο Τσάκαλος που έγινε Τσακάλωφ, ο Μόσχος που έγινε Μοσκώφ κλπ. Το γιατί η οικογένεια Πέτροβιτς δεν επανέφερε το επίθετο Πέτρου που ήταν το πραγματικό της, ή δεν το «ελληνοποίησε» σε Πετροβίτσης, όπως πολλοί που δεν θυμούνταν πώς ακριβώς ήταν το επίθετό των προγόνων τους και πρόσθεσαν ένα «ης» στο τέλος (π.χ. Γεωργίτσης, Γιαννίτσης και άλλα πολλά), ήταν για να μη λησμονηθεί ο νεαρός ήρωας της οικογένειας Φίλιππος Πέτροβιτς, ο νεαρότερος και φλογερότερος συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου. Σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο μου που προανέφερα μπορεί κανείς να βρει εδώ.
Σχετικά με τις πελοποννησιακές καταβολές της μητέρας μου, πολλά στοιχεία υπάρχουν για τους τσάκωνες προγόνους της στο βιβλίο μου Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας.
Γεννηθήκατε το 1937, ήσασταν τεσσάρων χρονών περίπου όταν έρχονται οι Γερμανοί στην Αθήνα. Πώς είναι τα παιδιά σας χρόνια; Ποιες μνήμες σας έρχονται πρώτες;
Τα παιδικά μου χρόνια σφραγίστηκαν ανεξίτηλα από τη φρίκη της Κατοχής. Το πρώτο που θυμάμαι – νήπιο τριών ετών και τριών μηνών τότε (γεννήθηκα στις 12 Αύγουστου1937) – είναι ο εκκωφαντικός, εφιαλτικός ήχος της μεγάλης σειρήνας από την ταράτσα της περίφημης μπλε πολυκατοικίας των Εξαρχείων – όπου ως γνωστόν έμενε η Σοφία Βέμπο και πολλές άλλες προσωπικότητες της εποχής – τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Μ’ αυτόν τον απαίσιο ήχο και τον τρόμο που προξενούσε ξεκίνησε η μνήμη μου. Από κει και ύστερα τα φοβερά που έβλεπα, άκουγα ή ζούσα καθημερινά είναι τόσα πολλά που δεν ξέρω τι να πρωτοαναφέρω…
Ας αρχίσω από το φρικτό για ένα παιδί αίσθημα της κλεισούρας και της αγωνίας κάθε που σήμαινε συναγερμός και κατεβαίναμε έντρομοι στο υπόγειο καταφύγιο του πατρικού μου σπιτιού, Εμμανουήλ Μπενάκη 67, ακριβώς στο ύψος της πλατείας των Εξαρχείων, μεταξύ Βαλτετσίου και Ανδρέου Μεταξά. Δεν κλεινόμασταν επί ώρες εκεί μόνο οι γονείς μου, ο αδελφός μου κι εγώ, αλλά και στενοί συγγενείς που είχαν έρθει να βρουν γερή στέγη κι έμεναν μαζί μας. Επίσης γείτονες από τα γύρω σπίτια – παλιά διώροφα ή τριώροφα τα περισσότερα, νεοκλασικά των αρχών του αιώνα. Το δικό μας ήταν νεόκτιστο τότε και είχε υποχρεωτικά καταφύγιο στο υπόγειό του, όπως όλα εκείνων των ετών. Βλέπετε, τα «μαντάτα» ότι επίκειται πόλεμος είχαν αρχίσει να φτάνουν από τα μέσα της δεκαετίας του 1930.
Το πατρικό μου σπίτι που δεν υπάρχει πια….
Ως και στον λόφο του Στρέφη υπήρχε καταφύγιο ανοιγμένο μέσα σε βράχο, χώρος που μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο έγινε καφενείο, εδώ και αρκετές δεκαετίες όμως παραμένει κλειστός, σχεδόν «μπαζωμένος».
Ολοκάθαρα θυμάμαι και την αποφράδα ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Όλα τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών είχαν μείνει κλειστά. Κι εμείς, από τις γρίλιες των δικών μας «μοντέρνων» ρολών, είδαμε λοξά και με προσπάθεια μια σειρά γερμανικά τζιπ ν’ ανεβαίνουν προφανώς προς τον Λυκαβηττό από την Ανδρέου Μεταξά, μια από τις λίγες τότε ασφαλτοστρωμένες καθέτους στην Εμμ. Μπενάκη, που συνεχίζει ως Διδότου.
Τα επόμενα μαύρα χρόνια ως την απελευθέρωση πέρασαν μέσα στον φόβο, την αγωνία και τη στέρηση. Πολλά από όσα έζησα ως παιδάκι υπάρχουν στα αυτοβιογραφικά διηγήματα του στο βιβλίου μου Ο καιρός της σοκολάτας αλλά και ως βασικά στοιχεία στο μυθιστόρημα Τραγούδι για τρεις, που εδράζεται σε πραγματικά γεγονότα και περιστατικά.
Περιόρισα όσο μπορούσα, όχι όμως εντελώς, τα πολύ τραγικά. Π.χ. το ότι με το που άρχισα να πηγαίνω σχολείο, από την «πρώτη μικρή» όπως λέγαμε τότε το νηπιαγωγείο, δεν υπήρξε μέρα που να μη δω στο δρόμο κάποιον πεθαμένο από πείνα, ή ζωντανό σκελετωμένο και ρακένδυτο να ψάχνει στα σκουπίδια να βρει φλούδια ή κουκούτσια να τα γλείψει, ή σκοτωμένο από τους ναζί επειδή έγραφε στους τοίχους συνθήματα.
Επίσης τα βράδια, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, ακουγόταν συχνά στους δρόμους της γειτονιάς η βραχνή φωνή «πεινάω… πεινάω…» κάποιου περαστικού σκελετωμένου και απελπισμένου νηστικού. Και ποιος να βγει και τι να του δώσει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του, όταν τα τρόφιμα κάθε σπιτιού ήταν ελάχιστα και δυσεύρετα. Για το ψωμί υπήρχε δελτίο, μόνο ένα μικρό κομμάτι μπορούσε να πάρει κάθε οικογένεια, κι αυτό ίσα που έφτανε για τα παιδιά. Οι γονείς μου, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, έχασαν 30 κιλά ο καθένας στα χρόνια κείνα για να επιζήσουμε εμείς οι μικροί. Φωτογραφίες με σκελετωμένα παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους και δεν είχαν τρόπο να τραφούν, όπως και άλλες εκείνης της πείνας υπάρχουν άφθονες στο διαδίκτυο.
Πώς είναι η Αθήνα μετά τον πόλεμο για ένα κορίτσι στα χρόνια της εφηβείας που θέλει να ρουφήξει τη ζωή;
Είναι μια πόλη μικρότερη κατά πολύ βέβαια, αλλά πιο «ανθρώπινη» από τη σημερινή, παρά τις καταστροφές που είχε υποστεί στα Δεκεμβριανά κυρίως. Μια πόλη όπου, στο κέντρο τουλάχιστον, τα παιδιά κυκλοφορούν μόνα χωρίς κανένα φόβο. Οι άνθρωποι τα καλοκαίρια κοιμούνται με ανοιχτά παράθυρα, ή στις ταράτσες και τα μπαλκόνια των σπιτιών τους για να δροσίζονται, οι εξώπορτες μένουν ανοιχτές όταν κάποιος έχει την ονομαστική του γιορτή, για να μπαίνουν οι επισκέπτες χωρίς να χρειάζεται να χτυπούν το κουδούνι!
Στους κεντρικούς δρόμους άλλωστε συναντούσε συχνότατα κανείς πολλούς φίλους και γνωστούς, κάτι σπάνιο στη σημερινή εποχή. Θυμάμαι πόσο γελούσα με τις «χαιρετούρες» του πατέρα μου όταν τύχαινε να βγούμε μαζί. Από το σπίτι μας ως την Ομόνοια, π.χ., ποτέ δεν ήταν λιγότεροι από είκοσι οι γνωστοί του που συναντούσε και χαιρετούσε! Με λίγα λόγια ήταν μια πόλη φιλική, παρά τις πολιτικές αναταράξεις και τις μεταπολεμικές οικονομικές δυσκολίες, όπου οι έφηβοι μπορούσαν να ονειρεύονται μια ζωή πολύ καλύτερη από εκείνη που είχαν ζήσει ως μικρά παιδιά κι ένιωθαν έτοιμοι να… τη ρουφήξουν, όπως είπατε πολύ χαρακτηριστικά.
Υπήρξαν δάσκαλοι/δασκάλες που σας επηρέασαν ή σας καθόρισαν;
Ναι, υπήρχαν και πολλοί μάλιστα, που τους θυμάμαι με συγκίνηση, ευγνωμοσύνη και θαυμασμό. Ιδιαίτερα θυμάμαι τον φιλόλογο που είχαμε στο Γυμνάσιο, Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος τ’ όνομά του, Τριπολίτης την καταγωγή και στενός φίλος του Μίκη Θεοδωράκη. Μας τραγουδούσε συχνά τραγούδια του Μίκη, σχεδόν άγνωστα τότε, και μας μιλούσε για κείνον με μεγάλο θαυμασμό.
Μέρος Β’: η εργαζόμενη
Εργαστήκατε παρά κάτι τρεις δεκαετίες στην αποστολή Ελλάδος του διεθνούς οργανισμού ICEM. Τι κάνατε εκεί;
Υπηρέτησα ως γραμματέας στη διοίκηση της αποστολής, λόγω γλωσσομάθειας και των τότε απαραιτήτων προσόντων μιας γραμματέως – στενογραφία, γραφομηχανή κλπ. – που είχε ανάγκη να εργαστεί για να ζήσει.
Τι σας πρόσφερε ως άνθρωπο η παρουσία σας σε αυτόν τον οργανισμό;
Πλούτισε τις γνώσεις και τις εμπειρίες μου, διεύρυνε τον ορίζοντά μου, στερέωσε την πεποίθησή μου ότι μόνο με την παγκόσμια συνεργασία και τη διεθνή ομοψυχία μπορούν να αντιμετωπιστούν ανθρωπιστικές κρίσεις και συναφή προβλήματα. Γι’ αυτό άλλωστε πολλά από τα βιβλία μου θίγουν τέτοια θέματα ή είναι εμπνευσμένα από όσα είδα κι έζησα υπηρετώντας τον διεθνή αυτόν οργανισμό, που εδώ και αρκετές δεκαετίες ονομάζεται πια IOM. Για όσους από τους αναγνώστες μας θα ήθελαν να μάθουν περισσότερα γι’ αυτόν, σημειώνω δύο συνδέσμους, εδώ και εδώ.
Η μετακίνηση πληθυσμών είναι αέναη παγκοσμίως. Ποιες είναι οι ρίζες του ρατσισμού και της ξενοφοβίας ειδικά σε πληθυσμούς χωρών που έχουν βιώσει αντίστοιχα φαινόμενα;
Ανοίγετε μεγάλο θέμα με διαφορετικές μορφές που ποικίλουν ανάλογα με τις εποχές, τις περιοχές, τις συνθήκες και τα παγκοσμίως κρατούντα. Φοβούμαι πως δεν έχω μια σύντομη και απόλυτα τεκμηριωμένη απάντηση να σας δώσω. Προσωπικά, ως συγγραφέας και μάλιστα βιβλίων για παιδιά και νέους, έχω καταπιαστεί με το θέμα της προσφυγιάς, της μετανάστευσης και του ρατσισμού αρκετά βιβλία μου. Σ΄αυτά ίσως διακρίνονται καθαρά τα όσα εκ πείρας πιστεύω. Σημειώνω κι εδώ τον σχετικό σύνδεσμο με τα βιβλία που ανέφερα (πατήστε εδώ).
Μέρος Γ: η συγγραφέας
Θυμάστε ποιο είναι το πρώτο «κάτι» που γράψατε και υπό ποιες συνθήκες;
Και βέβαια θυμάμαι! Μόνο που δεν το έγραψα σε χαρτί, αλλά … στο μυαλό μου, γιατί δεν είχα μάθει ακόμα να γράφω! Ήταν στα φοβερά εκείνα χρόνια της Κατοχής! Ο μόνος τόπος για παιχνίδι στη γειτονιά ήταν ο μαγευτικός λόφος του Στρέφη – ο παιδικός μου παράδεισος, όπως τον λέω.
Εκεί έπαιζα συχνά κρυφτό, κυνηγητό, αμπάριζα, ή κλέφτες κι αστυνόμους με τα μεγαλύτερα παιδιά, φίλους του αδελφού μου, γιατί παιδιά της ηλικίας μου δεν υπήρχαν! Συχνά όμως οι «μεγάλοι» δεν μ’ άφηναν να μπω στο παιχνίδι. Όποτε δε μ’ έπαιζαν λοιπόν καθόμουν κάτω από ένα δεντράκι, έπλαθα ιστορίες με το μυαλό μου κι ονειρευόμουν να τις βάλω σε βιβλία, για να παίζω ένα φανταστικό παιχνίδι: Εγώ να γράφω παραμύθια, τα παιδιά της ηλικίας μου να τα διαβάζουν κι έτσι να γίνουμε φίλοι.
Μεγαλώνοντας και αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες της ζωής, αμέλησα την επιθυμία εκείνη, ζωντάνεψε όμως όταν απέκτησα τα παιδιά μου. Με την παρότρυνση της αλησμόνητης, εξαίρετης παιδαγωγού και ψυχολόγου Μαρίας Χουρδάκη, στο νηπιαγωγείο της οποίας τα πήγα, άρχισα πραγματικά να «βάζω στο χαρτί» τις ιστορίες και τα παραμύθια που τους έλεγα. Κι από τότε, πενήντα χρόνια τώρα, δεν έχω σταματήσει!
Πώς ρίζωσε μέσα σας η επιλογή να γίνετε συγγραφέας;
Το πρώτο μυθιστόρημα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου “Ο μικρός αδελφός”. Τιμήθηκε με Α’ Βραβείο από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά το 1975.
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς! Η ανάγκη να γράφω ήταν επιτακτική. Τις νύχτες πάντα, γιατί μόνον εκείνες τις ώρες είχα… ελεύθερες!
Γνωρίζετε ποιοι σας επηρέασαν στον τρόπο που γράφετε;
Νομίζω ναι! Θέλω να πιστεύω πως τρεις κυρίως είναι εκείνοι που θεωρώ «μεγάλους δασκάλους» μου, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι κατάφερα να είμαι και από τους καλύτερους μαθητές τους! Ήταν ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης και η Πηνελόπη Δέλτα.
Μου έχουν θέσει πολλές φορές αυτό το ερώτημα, γι’ αυτό και εκτενώς το έχω απαντήσει στο διαδίκτυο. Αν λοιπόν κάποιος αναγνώστης μας έχει την περιέργεια να μάθει περισσότερα γι’ αυτή μου την άποψη, θερμά τον παρακαλώ να ανατρέξει στον σύνδεσμο με τίτλο «Οι τρεις μεγάλοι μου δάσκαλοι» εδώ.
Στείλατε κάποιο κείμενο που απορρίφθηκε ή εκτίμησαν με την πρώτη το ταλέντο σας;
Η αλήθεια είναι ότι υπήρξα τυχερή. Το 1975 η Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, με πρόεδρο την αλησμόνητη Τατιάνα Σταύρου, τίμησε με Α’ Βραβείο το πρώτο μου μυθιστόρημα Ο μικρός αδελφός που είχε υποβληθεί ως ανώνυμο χειρόγραφο. Το βιβλίο κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά, βρίσκεται στην 40η του έκδοση και έχει μεταφραστεί στα Ιαπωνικά. Δύο χρόνια πριν, το 1973, οι Εκδόσεις των Φίλων είχαν εκτιμήσει αμέσως και είχαν εκδώσει το βιβλίο 17 Ελληνικά λαϊκά παραμύθια διασκευασμένα για παιδιά που τους υποβάλαμε τέσσερις μητέρες νηπίων, μικρών μαθητών των Εκπαιδευτηρίων Χουρδάκη. Η ιδέα ήταν δική μου και τα περισσότερα από αυτά ήταν δικές μου διασκευές, γι’ αυτό και θεωρώ ότι η εμφάνισή μου στην παιδική λογοτεχνία αρχίζει με το βιβλίο αυτό, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Το τρίτο κατά σειρά βιβλίο μου ήταν το Τρεις φορές κι έναν καιρό σ’ έναν πλανήτη μακρινό που είχε πάρει Α΄ Βραβείο από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου το 1976, ως ανώνυμο χειρόγραφο κι αυτό, δημοσιεύτηκε το 1977
Έχετε κινηθεί σε μια πολύ πλούσια θεματολογία. Ήσασταν γενικά μπροστά από την εποχή σας, θαρρώ. Τι εισπράξατε;
Τολμώ να πω ότι εισέπραξα την αναγνώριση από σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων – εκπαιδευτικούς, συγγραφείς, κριτικούς και κυρίως μελετητές της παιδικής/νεανικής μας λογοτεχνίας.
Αν και υποψιάζομαι ότι αγαπάτε όλα τα παιδιά σας, αν ήσασταν ένα βιβλίο σας, ποιο θα ήταν το πιο «Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου» βιβλίο;
Λογικό είναι, υποθέτω, να πω τα δύο «αυτοβιογραφικά»: Ο καιρός της σοκολάτας και το Ένα αγγελάκι στα Εξάρχεια (έρχεται στο ELNIPLEX) που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε ανανεωμένο από της Εκδόσεις Πατάκη.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα αγαπώ περισσότερο από τα άλλα.
Υπάρχουν ιδέες, βιβλία τα οποία μετανιώσατε που δεν γράψατε;
Όχι ακριβώς… Έχω ιδέες και βιβλία που φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να γράψω! Ο χρόνος τρέχει απίστευτα γρήγορα όσο γερνάει κανείς και μάλιστα σε καιρό πανδημίας. Θα προσπαθήσω πάντως κι ελπίζω να γράψω ακόμη μερικά.
Προσφέρατε πολλά από διάφορες θέσεις στον χώρο του βιβλίου. Ποια είναι εκείνα τα 1-2 πράγματα που πιστεύετε ότι χρειάζεται άμεσα το ελληνικό βιβλίο για να αναδυθεί και να βρει καλύτερη θέση στα βιβλιοπωλεία, στα σπίτια και τα σχολεία;
Μακάρι να ήταν μόνο ένα-δυο… Απόψεις και προτάσεις υπάρχουν κατά καιρούς πολλές, άλλες κοινότοπες, άλλες πρωτότυπες, άλλες «επαναστατικές». Το βασικό είναι όμως να υπάρχει ζήτηση. Και η ζήτηση έρχεται όταν πειστούν ιδιαίτερα τα παιδιά και οι νέοι, παράλληλα με τούς γονείς, για την αξία και τα αναντικατάστατα «δώρα» της λογοτεχνίας. Αυτό δεν γίνεται με «ανθολόγια» στο σχολείο αλλά με την ανάγνωση ολόκληρων βιβλίων. Παράλληλα βέβαια χρειάζεται και μεγάλη κρατική υποστήριξη στην παραγωγή, την προβολή και τη διάθεση των βιβλίων. Δύσκολα ίσως αυτά στη δύσκολη εποχή που ζούμε, όχι όμως ακατόρθωτα. Κάποιες απόψεις μου που συμβάλλουν στο μεγάλο αυτό θέμα μπορούν οι αναγνώστες μας να ανιχνεύσουν σε κείμενό μου εδώ.
Υπάρχει κάποιο βιβλίο για το οποίο δεχθήκατε κριτική για τις ιδέες που προωθούσε;
Ναι, υπάρχει. Δεν θα το έλεγα κριτική, αλλά επίθεση! Ήταν το Για την άλλη πατρίδα, βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά και αληθινές ιστορίες προσφύγων που γνώρισα κατά τη θητεία μου στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης. Την εποχή που εκδόθηκε (1978) υπήρχαν ακόμα πολλά ολοκληρωτικά καθεστώτα, εισβολές και δικτατορίες ανά τον κόσμο και η έμμεση αναφορά και κριτική που ασκούσε σε όλ’ αυτά δεν άρεσε σε μερικούς. Οι φωνές αυτές ωστόσο σύντομα σιώπησαν και το βιβλίο βρίσκεται ήδη στην 30η του έκδοση. Δύο πρόσφατα βιβλία μου, που επίσης αναφέρονται σε γεγονότα και πραγματικά περιστατικά ανά τον κόσμο, τα οποία έζησα από κοντά κατά τη θητεία μου στον ΙΟΜ, όχι μόνο δεν προκάλεσαν αντιδράσεις, αλλά έγιναν δεκτά με θερμότατες παρουσιάσεις και κριτικές. Είναι Το φιλί της λύκαινας και Ο χορός του μαύρου πελαργού.
Μέρος Δ: η γυναίκα, ο άνθρωπος
Αθηνά, Ίωνας. Η Λότη μητέρα…
…Το πιο σημαντικό και σπουδαίο που έκανα στη ζωή μου!
Ανδρέας. Η Λότη σύντροφος…
… εξαιρετικά τυχερή που κλείσαμε το περασμένο καλοκαίρι 55 χρόνια γάμου, 60 χρόνια μαζί. Ελπίζω η πανδημία να μας αφήσει να ζήσουμε λίγα χρόνια ακόμα να χαρούμε τα παιδιά μας και την εγγονή μας. Ήμασταν από τους πρώτους που εμβολιάστηκαν!
Ελλάδα. Η Λότη πολίτης…
Προσπαθώ να τηρώ χαμηλούς τόνους και να σέβομαι τις γνώμες και τις πολιτικές θέσεις των άλλων, όσο αντίθετες κι αν είναι, κατά καιρούς, από τις δικές μου. Απεχθάνομαι τις ακραίες αντιπαραθέσεις, τους φανατισμούς, την παραπληροφόρηση και ό,τι οδηγεί σε πολώσεις, μονομέρειες, μίση και εμφύλια πάθη. Τι πιο φυσικό για ένα άτομο που ως μικρό παιδί, αμέσως μετά την φοβερή γερμανική κατοχή (*) βίωσε τα άγρια αδελφοκτόνα Δεκεμβριανά στην καρδιά της Αθήνας, είδαν τα μάτια του φρικτά πράγματα εκατέρωθεν και μεγάλωσε στα χρόνια του εμφυλίου… Γι’ αυτό και θυμώνω όταν ακούω ανακρίβειες.
___________________
(*) Επιτρέψτε μου τελειώνοντας να προσθέσω αυτή τη σημείωση, για όσους δεν έτυχε να πληροφορηθούν τα παρακάτω στοιχεία που «πλαισίωσαν» τη μικρή παιδική μου ηλικία: Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, που κράτησε σαράντα δύο μήνες, πέρασαν από τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα και τουφεκίσθηκαν 39.000 Έλληνες! Σκοτώθηκαν από σφαίρες «αδέσποτες» και άλλα «στρατιωτικά ατυχήματα» 12.000. Σκοτώθηκαν σε μάχες 70.000. Πέθαναν από πείνα σε ολόκληρη την Ελλάδα περίπου 600.000. Από αυτούς, τα παιδιά που πέθαναν από την ασιτία και τις κακουχίες των μανάδων τους, ήταν 300.000, δηλαδή, μία ολόκληρη γενιά. Θανατώθηκαν με τρόπο εγκληματικό κι απάνθρωπο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης άλλοι 60.000 Έλληνες, Εβραίοι το θρήσκευμα. Φυλακίστηκαν 200.000 κι οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες και τα άγρια βασανιστήρια στην φυλακή ή λίγο μετά. Προσβλήθηκαν άλλοι από βαριές ασθένειες ή έμειναν δια βίου ανίκανοι πάνω από 1.000.000 (Πηγή: Δ. Κονιδάρης).
Πηγή: ELNIPEX
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου