Η πανδημία δεν έχει τελειώσει, ωστόσο οι νέες συνθήκες που δημιούργησαν οι καραντίνες και ο φόβος για την αρρώστια είναι τραυματικές για όλους. Κυρίως για τις οικογένειες που έπρεπε να συμβιώσουν και να αντιμετωπίσουν προβλήματα πρωτόγνωρα.
Τη στιγμή που η χρήση των αντικαταθλιπτικών χαπιών έχει αυξηθεί κατακόρυφα, τέσσερις οικογένειες μοιράζονται την εμπειρία τους από τη ζωή στο σπίτι την εποχή του κορωνοϊού και τη δυσκολία τού να συνυπάρχεις 24/7 ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, ακόμα και με ανθρώπους που αγαπάς.
Όταν ξεκίνησε η πρώτη καραντίνα, ο Μάκης ήταν δεκαεφτά χρονών και πήγαινε στη Β’ Λυκείου. Ήταν άριστος μαθητής (την Α’ Λυκείου την τελείωσε με 19,6) και πολύ κοινωνικός, με αρκετούς φίλους και ενδιαφέροντα. Με τον κολλητό του έφτιαχναν μουσική, είχαν συνεχή επικοινωνία με μηνύματα στο Viber και στο Instagram, και έβγαιναν κάθε Σαββατοκύριακο για να διασκεδάσουν.
«Τον Μάρτιο του 2020, που ανακοινώθηκε ότι θα κλεινόμασταν στο σπίτι, δεν είχα επίγνωση του τι θα συνέβαινε», λέει. «Στην αρχή ήταν συναρπαστικό όλο αυτό που ζούσαμε, σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, αλλά σε ένα σπίτι εξήντα πέντε τετραγωνικών και με δυο γονείς που έχασαν ξαφνικά τη δουλειά τους η κατάσταση άρχισε γρήγορα να δυσκολεύει. Ο πατέρας μου δούλευε σε ένα μαγαζί που έκλεισε, στην αρχή για ένα δίμηνο και μετά για πάντα, η μητέρα μου σταμάτησε να εργάζεται για πολύ καιρό.
Τρία άτομα που είχαν συνηθίσει να συναντιούνται μόνο κάθε βράδυ, κλεισμένα σε ένα σπίτι 24 ώρες το 24ωρο, ήταν κάτι ασφυκτικό για μένα. Το σπίτι απέκτησε ακόμα μικρότερες διαστάσεις, αισθανόμουν παγιδευμένος σε ένα δωμάτιο και έβλεπα όλα τα στραβά να μεγεθύνονται. Μετά ήρθε ο φόβος για την αρρώστια, σταμάτησα να βγαίνω έξω για να μην κολλήσω και κολλήσω και τους γονείς μου, όταν σκεφτόμουν ότι μπορεί να πεθάνουν με έπιανε πανικός.
Δεν μπορούσα να δω τους φίλους μου για να ξεφύγω λίγο και να μη σκέφτομαι τα άσχημα, δεν μπορούσα να τους μιλήσω στο τηλέφωνο, επικοινωνούσαμε μόνο με γραπτά μηνύματα γιατί αισθανόμουν ότι οι γονείς μου με “κατασκοπεύουν”, δεν μπορούσα να ακούσω μουσική χωρίς ακουστικά, ένιωθα ότι ο προσωπικός μου χώρος εξαφανίστηκε και η ανακούφιση που αισθανόμουν στην αρχή, επειδή σταμάτησα το σχολείο και το φροντιστήριο, έγινε γρήγορα μια κατάσταση ανυπόφορη. Με τη δεύτερη καραντίνα διαλύθηκα εντελώς.
Τα οικονομικά μας χειροτέρεψαν ακόμα πιο πολύ, η μητέρα μου δούλευε μια-δυο φορές την εβδομάδα, αλλά δεν μπορούσε να καλύψει ούτε τα βασικά έξοδα. Άκουγα τους γονείς μου να φωνάζουν και να μαλώνουν κι αυτό επηρέασε κι εμένα. Από μια στιγμή και ύστερα ήταν αδύνατο να μιλήσει ο ένας στον άλλον χωρίς νεύρα. Δεν είχα όρεξη να κάνω μάθημα από μια οθόνη, κάποιες φορές δεν συνδεόμουν με τη δικαιολογία ότι δεν έχω καλό σήμα, και όταν συνδεόμουν, δεν είχα καμία όρεξη να παρακολουθήσω.
Το χειρότερο ήταν ότι σταμάτησα να έχω επαφή με τους φίλους μου, σταμάτησα ακόμα και να γράφω μουσική, έβλεπα όλη μέρα ιστορίες στο TikTok και βίντεο στο YouTube. Αισθανόμουν κούραση και θλίψη χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, τα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ και δεν ήθελα να κάνω απολύτως τίποτα. Τον περασμένο Ιούνιο, και ενώ τελείωσα τη Β’ Λυκείου με 15, η μητέρα μου ζήτησε τη βοήθεια μιας ψυχολόγου σε ένα κέντρο μέριμνας και φροντίδας…»
«Στη μαρτυρία του Μάκη συνοψίζονται πολλές ψυχολογικές έρευνες σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο» λέει η Σοφιάνα Μηλιωρίτσα, ψυχολόγος (MA, MSc στη Συμβουλευτική & Κλινική Ψυχολογία).
«Το παιδί συνοψίζει με την αφήγηση του βιώματός του τις κυριότερες επιδράσεις της πανδημίας του Covid-19. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται τόσο στην κοινωνική απομόνωση όσο και στον φόβο μετάδοσης, δύο στρεσογόνους παράγοντες που επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ψυχική υγεία. Το ένα τρίτο των παιδιών ηλικίας 12-18 ετών βίωσε καταθλιπτική και αγχώδη συμπτωματολογία, που σημαίνει ότι τα περιστατικά αυτά διπλασιάστηκαν σε σχέση με την περίοδο προ πανδημίας. Επιπλέον, σημειώθηκαν υψηλά επίπεδα αποξένωσης, τα οποία συνδέονται με κοινωνικό άγχος, κατανάλωση αλκοόλ και αύξηση της παρορμητικότητας».
Το τέλος της πρώτης καραντίνας έφερε αύξηση στο ποσοστό των διαζυγίων, όπως και αύξηση στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και αλκοόλ. Ασφαλή νούμερα δεν υπάρχουν, η πανδημία είναι άλλωστε σε εξέλιξη, δεν έχει τελειώσει για να καταλήξουν οι ειδικοί σε έγκυρα συμπεράσματα. Η πρώτη φάση της πανδημίας έφερε, ωστόσο, στην επιφάνεια προβλήματα που υπήρχαν και υπέβοσκαν σε πολλές οικογένειες και η καραντίνα ήταν απλώς η αφορμή για να εκδηλωθούν.
«Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μέρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας, αυτό το φρικτό SMS που έπρεπε να στέλνουμε για να βγούμε από το σπίτι μας» λέει η Ελένη Σ., γραφίστρια. «Είχα μαλώσει με τον σύντροφό μου και, κλαίγοντας, πληκτρολογούσα τις λέξεις για να μου δοθεί η άδεια να βγω από το ίδιο μου το σπίτι. Δεν έστειλα τίποτα, έτρεξα δίπλα στο πάρκο, κρύφτηκα πίσω από κάτι θάμνους και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Δεν έκλαιγα για τον τσακωμό μου.
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ η κόρη μου ήταν στην Α’ Δημοτικού. Είχε προλάβει να πάει μόνο πέντε μήνες όταν έκλεισαν τα σχολεία. Ο δάσκαλός της ξεκίνησε να στέλνει στους μαθητές e-mails με ασκήσεις, η μικρή να τις γράφει, να τις βγάζουμε φωτογραφία, να τις στέλνουμε, να μας έρχεται η απάντηση του δασκάλου με διορθώσεις, χαρούμενα αυτοκόλλητα και δύο εμψυχωτικές γραμμές “μπράβο, κορίτσι μου, είδα ότι προσπάθησες πολύ”.
Δεν ήταν, όμως, καθόλου εύκολη η τηλεκπαίδευση. Η κόρη μου άρχισε να μου λέει ότι δεν έκανε καλά γράμματα. Μετά ότι δεν καταλάβαινε την εκφώνηση των ασκήσεων. Έκλαιγε πολύ. Μίλησα με τον δάσκαλό της. Την έπαιρνε τηλέφωνο και την εμψύχωνε, της μιλούσε με σεβασμό και τρυφερότητα, “αν είναι πολύ κουρασμένη, να μην κάνει όλες τις ασκήσεις”, δεν τον ενδιέφερε να κάνει τέλεια γράμματα, “γράφει τόσο ωραία, ούτως ή άλλως”. Η μικρή ανακουφιζόταν προσωρινά, μετά πάλι τα ίδια.
Και μετά τα σχολεία άνοιξαν. Θεωρήσαμε ότι κάπως θα μπουν στη θέση τους τα πράγματα. Δεν ήθελε να πάει. Αυτό που της είχε λείψει όσες μέρες ήταν κλειστό, της προκαλούσε άγχος και αγωνία τώρα που άνοιξε. Ήθελε να μένει σπίτι. Τα πρωινά ήταν μια κόλαση. Κλάματα, φωνές, εμείς να επιμένουμε ότι πρέπει να πάει, ότι θα έβλεπε τους φίλους της, εκείνη να αντιστέκεται και σωματικά πλέον.
Ζήσαμε πολύ δύσκολες στιγμές. Δεν γίνεται να σύρουμε το παιδί στο σχολείο, τι θα κάνουμε; Οι φωνές δυνάμωναν, ο θυμός εκατέρωθεν θέριευε, η καθημερινότητα, όπως την ξέραμε, είχε αλλάξει ριζικά. Ζητήσαμε βοήθεια. Απευθυνθήκαμε με τον σύντροφό μου σε παιδοψυχίατρο για να μας συμβουλέψει. “Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε την κόρη μας;” Εμπιστευτήκαμε τη διαδικασία, μιλήσαμε εκ βαθέων και μετά τις δυο-τρεις πρώτες συνεδρίες η ειδικός μας είπε: “Οι αντιδράσεις του παιδιού είναι υγιείς. Δεν ακούω τίποτα που να με ανησυχεί. Δεν χρειάζεται καν να τη δω. Εσείς, όμως, πρέπει οπωσδήποτε να κάνετε συμβουλευτική”. Και το κάναμε.
Ο σύντροφός μου ήταν συνήθως ψύχραιμος, υποστηρικτικός απέναντι στη μικρή. Στην αρχή ήμουν κι εγώ πολύ υπομονετική, την εμψύχωνα, την ενθάρρυνα. Σταδιακά, όμως, άρχισα να χάνω την ψυχραιμία μου, να της φωνάζω, να θεωρώ ότι μόνο αν της παρείχαμε ένα σταθερό πλαίσιο, ένα πρόγραμμα, θα καταφέρναμε να επιβιώσουμε ψυχικά σε αυτή την περιοριστική συνθήκη.
Έκανα λάθος. Στην πραγματικότητα, ήμουν απολύτως τρομοκρατημένη, ζούσα στο πετσί μου ένα συνεχές, αδιόρατο θανατικό, δεν είχα καμία άμυνα απέναντι στο ενδεχόμενο να νοσήσουν οι γονείς μου και όσοι αγαπώ – θυμίζω ότι ήμασταν σε εποχή προ εμβολίου. Και μια μέρα άκουσα αποσβολωμένη την παιδοψυχίατρο να μου λέει: “Προσέξτε μην καταστρέψετε τη σχέση σας με την κόρη σας”.
Σιγά-σιγά το παιδί άρχισε να αποσύρεται από τα μαθήματα. Να μην ανοίγει την κάμερα (“δεν θέλω να με βλέπουν”, να μην ανοίγει το μικρόφωνο, “δεν θέλω να με ακούν”), άκουγα τη δασκάλα από την οθόνη να φωνάζει το όνομά της κι εκείνη να μην απαντά. Τη ρωτούσα αν χρειάζεται κάτι κι εκείνη μου έλεγε “όχι”, ήταν ήδη στο πάτωμα και έπαιζε με τα παιχνίδια της.
Η οδηγία της παιδοψυχιάτρου ήταν σαφής: “Αφήστε την κόρη σας ήσυχη”. Και το κάναμε. Σταματήσαμε κάθε παρέμβαση στην εκπαιδευτική διαδικασία, η σχέση της έπρεπε να χτιστεί απευθείας με τη δασκάλα της, δεν είχαμε καμία δουλειά εμείς και κυρίως έπρεπε να γίνει απολύτως σαφές στη συνείδηση όλων μας ότι η τηλεκπαίδευση δεν είναι σχολείο. Έβλεπε πλέον και τους φίλους της. Άρχισε να νιώθει καλύτερα.
Νομίζω ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχω γίνει καλύτερη μάνα. Προσπαθώ ειλικρινά. Μέσα σε μια πολύ τραυματική συνθήκη μεγάλωσα κι εγώ, εκπαιδεύτηκα –the hard way και χάρη στην πολύ σημαντική βοήθεια της ειδικού– να είμαι καλύτερη για εκείνη, όχι σε σχέση με το το πώς έχω εγώ στο μυαλό μου τη δική μου ιδανική εικόνα. Δεν ξέρω πώς θα “γράψει” αυτό που συμβαίνει στην ψυχή του παιδιού μου. Αλλά, αν μη τι άλλο, θέλω να νιώθει ότι ήμουν στο πλευρό της. Και αυτό για να γίνει θέλει γνώση, τρόπο, δεν φτάνει η αγάπη. Αυτή είναι δεδομένη».
«Εδώ και δεκαετίες η επιστημονική κοινότητα είναι διχασμένη για το κατά πόσο τα παιδιά συνομήλικα με την πεντάχρονη κόρη της Ελένης θα πρέπει να έχουν επαφή και να διδάσκονται μέσω τεχνολογιών», λέει η κ. Μηλιωρίτσα.
«Αυτό όμως που έχει τεράστια σημασία είναι –καθώς δεν χρειάζεται να μπούμε στην επιχειρηματολογία των δύο πλευρών– πως η στάση των γονέων και οι πεποιθήσεις τους όσον αφορά τη χρήση τεχνολογιών για παιδαγωγικούς σκοπούς επηρεάζει ιδιαιτέρως το παιδί. Δηλαδή, αν ο γονέας βιώνει ιδιαίτερη αγωνία ως προς αυτό, είναι πιθανό να καθρεφτιστεί στη στάση του παιδιού. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει σε όλους τους τομείς της ζωής του παιδιού. Τα συναισθήματα του γονέα επηρεάζουν το βλέμμα του παιδιού. Επομένως, η αναζήτηση συμβουλευτικής είναι εξαιρετικής σημασίας για τους γονείς, ώστε να επαναπροσδιορίσουν το βλέμμα τους και με μεγαλύτερη καθαρότητα και ελευθερία να πλαισιώσουν το μικρό παιδί σε μια ιδιαίτερη συγκυρία».
Οι πληγές που δημιούργησε η πανδημία σε ανθρώπους κάθε ηλικίας είναι σοβαρές και θα κάνουν καιρό να επουλωθούν. Ωστόσο, δεν βίωσαν όλοι κάθε καραντίνα το ίδιο, οι οικονομικές συνέπειες ήταν διαφορετικές ανάλογα με το επάγγελμα, την ηλικία και το κοινωνικό υπόβαθρο. Οι ψυχολογικές συνέπειες ήταν τραυματικές για όλους, αυτό που αλλάζει είναι το μέγεθος και η σοβαρότητα του τραύματος.
Η ΜΑΡΙΑ Μ., ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, θυμάται ότι υποδέχτηκαν την πρώτη καραντίνα όπως όλοι σχεδόν, με μια περίεργη χαρά που θα κλεινόμασταν, επιτέλους, για λίγο στο σπίτι με τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Όποιοι είχαμε αγαπημένους.
«Η πρώτη καραντίνα ήταν μια δημιουργική περίοδος για πολλούς ανθρώπους. Με τον γιο μου κάναμε κάθε μέρα κατασκευές και είχα χαρεί πολύ που θα δούλευα από το σπίτι και θα περνούσα περισσότερο χρόνο μαζί του», λέει.
«Μετά ήρθε η δεύτερη καραντίνα και παραιτηθήκαμε, ήρθε η κούραση και η προσωπική απελπισία. Όλη αυτή η πορεία ήταν πολύ πτωτική, σε σημείο που στην τρίτη καραντίνα άρχισα να μην αισθάνομαι πολύ καλά. Έπρηζα τον άντρα μου, πάρα πολλή γκρίνια, μέχρι που μου είπε “δεν σε αντέχω άλλο, κάνε κάτι, πήγαινε, πες τα αλλού”. Έτσι ξεκίνησα πάλι ψυχολόγο. Φτου κι απ’ την αρχή η ψυχανάλυση που είχα σταματήσει.
Αισθάνθηκα μια τρομερή κρίση, το συναίσθημα ήταν ότι τελείωσε η ζωή μου, δηλαδή ό,τι έκανα-έκανα – και τι νόημα είχαν αυτά που έκανα; Μου φαίνονταν όλα λάθος, αισθανόμουν έναν μηδενισμό. Από την πρώτη καραντίνα είχα αφεθεί, δεν έβαφα μαλλιά, κυκλοφορούσα με μια φόρμα όλη μέρα και άλλαζα ρούχα δύο φορές την εβδομάδα, είχα πει “τέλεια, επιστροφή στη φύση, τι νόημα έχουν όλα αυτά τα λούσα; Με δυο ρούχα, ρε παιδί μου, δεν βγαίνει η ζωή; Μήπως είμαστε πολύ καταναλωτικοί;”.
Με πήρε πολύ από κάτω ο συνεχής εγκλεισμός, με έκανε να αμφισβητήσω πολύ τα πάντα, και θεωρούσα ότι έφταιγα εγώ γι’ αυτό, έτσι ξαναπήγα σε ψυχολόγο. Γιατί οικονομικά δεν μας επηρέασε η κατάσταση, δεν έχασα τη δουλειά μου, είχα τον μισθό μου, είχα και την οικογένειά μου, άντρα, παιδί και σκύλο, δεν ήμουν μόνη μου, δεν έχασα κανέναν, οπότε έλεγα “γιατί είσαι έτσι; Δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου; Είσαι απαράδεκτη”. Συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα δεν ήμουν εγώ, αλλά η πανδημία, το καλοκαίρι που πήγα στον Πόρο. Ταξίδεψα μετά από πάρα πολύ καιρό και μόλις πάτησα το πόδι μου εκεί αισθάνθηκα σαν να πήγα στο Διάστημα. Επιτέλους απενοχοποιήθηκα, γιατί πίστευα ότι κάτι δεν πάει καλά μ’ εμένα.
Η μεγαλύτερη δυσκολία απ’ όλες ήταν η αδιάκοπη συνύπαρξη όλο το 24ωρο, χωρίς να έχει κανείς τον ιδιωτικό του χώρο. Έκανα γυμναστική, ο άντρας μου δούλευε, ο σκύλος ζητούσε να βγει βόλτα, το παιδί έκανε δίπλα τηλεκπαίδευση… Στην αρχή είχε λίγο πλάκα, μετά ήθελα να σκοτώσω άνθρωπο, παρακαλούσα να φύγουν όλοι, να πάνε δουλειά, σχολείο, να πάρει κάποιος και τον σκύλο και να μείνω λίγο μόνη μου.
Δεν άντεχα και τον άντρα μου, από μια στιγμή και μετά ήθελα να πάει παραπέρα, να μην είμαστε μαζί. Το σπίτι έγινε τα πάντα, χώρος δουλειάς, γυμναστήριο, το γραφείο, παιδικός σταθμός και σκεφτόμουν ότι θα πέσει και θα με πλακώσει. Το σεξ ήταν επιστημονική φαντασία, δεν το συζητώ καν, καθολική απουσία σεξουαλικής διάθεσης, όποτε είχε καραντίνα τα πράγματα δεν ήταν καθόλου θετικά.
Πριν από ενάμιση μήνα ο γιος μου κόλλησε τον ιό και κυκλοφορούσαμε και μέσα στο σπίτι με μάσκα, παρότι ήμασταν εμβολιασμένοι. Άρχισα να έχω δύσπνοια, δεν μπορούσα, ένιωθα ότι θα πάθω ψυχωτικό επεισόδιο, έτσι πέταξα τη μάσκα στο σπίτι και είπα “ας κολλήσω, δεν με νοιάζει!”. Δεν μπορούσα να λέει το παιδί “αγκαλιά” και να του λέμε “δεν μπορούμε γιατί έχεις Covid”. Για να ξεφύγω πήγα για λίγο σε ένα βιβλιοπωλείο του κέντρου και αισθάνθηκα θαλπωρή, δεν ήθελα να πάω στη φύση, γιατί τον Λυκαβηττό τον έχω σιχαθεί από την πρώτη καραντίνα, που ήμασταν εκεί καθημερινά για ώρες.
Ο γιος μου είναι μοναχοπαίδι και ήθελε οπωσδήποτε ένα παιδί για να παίξει. Ήταν πολύ δύσκολο, λόγω της συνθήκης, να βρίσκεται με παιδιά, ήταν μεγάλος ο φόβος στην αρχή. Στην πρώτη καραντίνα με το παιδάκι που έχουμε δίπλα μας μίλαγαν απ’ το παράθυρο, σαν φυλακισμένοι – τότε που ακούγαμε είκοσι κρούσματα και μας έπιανε πανικός. Όσο προχωρούσαν οι καραντίνες αυτά σταμάτησαν, ήμασταν πολύ πιο χαλαροί, στις παιδικές χαρές τα παιδιά έπαιζαν μεταξύ τους και λέγαμε “ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει”, γιατί το παιδί ή θα πάθει Covid ή ψυχολογικό.
Με τα σχολεία ήταν κάθε φορά πολύ δύσκολη η προσαρμογή και γινόταν χαμός, τα παιδιά στην αυλή ήταν τρελαμένα, αλλά ο ίδιος πέρσι στον Άγιο Βασίλη είχε ζητήσει να φύγει ο Covid. Με τον καιρό στο παιδί μου βγήκε μια ανασφάλεια, τι θα γίνει, θα πεθάνει κανείς; Υπήρχε μια φοβία, αλλά δεν νομίζω να του έχει μείνει τραύμα. Είναι και νωρίς να δείξει, γιατί ακόμα το περνάμε...
Μαθησιακά δεν υπήρξε κάποιο πρόβλημα, αλλά ήμασταν κι εμείς πάνω από το παιδί. Αυτό που μου είπε και η ψυχολόγος ήταν ότι αυτά τα παιδιά θα χρειαστούν εργοθεραπεία σίγουρα, λόγω της δυσκολίας της τηλεκπαίδευσης. Σε ένα παιδάκι της Α’ Δημοτικού, που πρέπει να δείξεις πώς να πιάνει το μολύβι, η τηλεκπαίδευση δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τη φυσική επαφή, ωστόσο έβρισκαν και τους έκαναν ωραία πράγματα οι δάσκαλοι, άρεσε και στα παιδιά η οθόνη, γιατί έχουν εξοικειωθεί μαζί της. Δεν ήταν, όμως, για όλους εύκολο ή το ίδιο. Άλλα παιδιά κοιμόντουσαν, άλλα δεν συμμετείχαν στο μάθημα, άλλα δεν ήθελαν…
Ενδοοικογενειακή βία δεν είχαμε, είμαστε όμως της φωνής με τον άντρα μου, οπότε υπήρξαν πολλές εντάσεις. Ήταν φορές που συνειδητοποιούσα ότι φώναζα στο παιδί άνευ λόγου, με το παραμικρό, χωρίς να έχει κάνει κάτι φοβερό. Αυτή η κατάσταση μας πήγε στα άκρα, οπότε κάποιον που είχε μια προδιάθεση μπορεί να τον διέλυσε. Δεν πιστεύω ότι είναι τυχαία όλη αυτή η έξαρση γυναικοκτονιών, κακοποιήσεων κ.λπ., υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη αύξηση στα αντικαταθλιπτικά και πάρα πολλοί που πάνε και ζητάνε τη βοήθεια ειδικού».
«Με αφορμή την παραπάνω αφήγηση, θα ήθελα να εστιάσω στις φωνές και την ένταση», σχολιάζει η κ. Μηλιωρίτσα. «Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια εκ νέου τη συζήτηση γύρω από τον θυμό. Ο θυμός αποτελεί ένα από τα πιο παρεξηγημένα συναισθήματα. Και όμως, είναι μια σημαντικότατη πυξίδα στη ζωή. Μας ειδοποιεί για κάποια απειλή, για κάποιο τραυματικό γεγονός, όταν μας αφαιρούνται επιβραβεύσεις και προσδοκίες.
Ο θυμός μάς δυσκολεύει συνήθως όταν εκδηλώνεται ως επιθετικότητα, η οποία είναι ένα από τα παρακλάδια του. Η πανδημία διατάραξε σοβαρά την καθημερινότητά μας και μας γέμισε θυμό. Μπορούμε, άραγε, να μετατρέψουμε τον θυμό σε κάτι δημιουργικό; Ναι, και βέβαια αυτό εξαρτάται και από την ηλικία στην οποία βρισκόμαστε. Ο θυμός μπορεί να είναι εμπόδιο αλλά και εφαλτήριο για αλλαγές σε μια προσπάθεια να επιδιορθώσουμε τα σπασμένα».
«Τις πρώτες μέρες της πρώτης καραντίνας ο γιος μου ήταν ενθουσιασμένος που έχανε σχολείο» λέει η Ζωή Κ., υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων σε μεγάλη εταιρεία. «Τις επόμενες μέρες άρχισαν να του λείπουν πολύ οι φίλοι και οι συναναστροφές του, σχολικές και κοινωνικές. Άρχισε να ασχολείται με ηλεκτρονικές συσκευές και παιχνίδια που σου επιτρέπουν να συνδιαλέγεσαι ηλεκτρονικά με τους φίλους σου, οπότε στο σαλόνι μας ακούγονταν συχνά φωνές παιδιών από το υπερπέραν. Προ πανδημίας υπήρχαν όρια στη χρήση μέσων, που καταστρατηγήθηκαν σε πολύ σημαντικό βαθμό.
Όσο κυλούσε η πρώτη καραντίνα, αρχίσαμε να κανονίζουμε περιπάτους με στενούς του φίλους. Όσον αφορά το σχολείο, συνέχισε να παρακολουθεί μαθήματα και να συμμετέχει κανονικά. Ολοκλήρωνε τη ΣΤ’ Δημοτικού και έχασε πολλές σημαντικές στιγμές, πάρτι αποφοίτησης, κοινωνικές συναναστροφές, ανεξαρτητοποίηση. Πάνω που είχε αρχίσει να συναντά μόνος του τους φίλους του, αναγκάστηκε να μείνει μέσα και να χάσει τις επαφές του σε έναν βαθμό αλλά και την επιθυμία να ανοίξει μόνος του τα φτερά του.
Η δεύτερη καραντίνα ήταν πολύ διαφορετική και τον επηρέασε αρνητικά. Μόλις είχε αρχίσει γυμνάσιο, χωρίς να έχει προλάβει να αντιληφθεί πόσο διαφορετική είναι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η συμπεριφορά των εκπαιδευτικών και οι απαιτήσεις. Κυρίως δεν πρόλαβε να γνωρίσει τους νέους συμμαθητές και συναναστρεφόταν όσους ήξερε από το δημοτικό. Είναι φοβερό να πηγαίνεις δύο μήνες σχεδόν σε διαφορετικό σχολείο και να μη γνωρίζεις τα πρόσωπα των δασκάλων σου χωρίς μάσκα.
Εκπαιδευτικά είχε μεγάλη πτώση, καθώς το webex και τον αποσυντόνιζε και του έδινε την ευκαιρία να μην είναι “παρών” στην εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι λίγο αστείο, αλλά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δεν καταλάβαινε πως κάτι πρέπει να το μελετήσει αν ο καθηγητής δεν τους έλεγε επί λέξει “να διαβάσετε από εκεί ως εκεί”, όπως συνέβαινε στο δημοτικό. Έγινε αόρατος και παραιτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από κάθε είδους μελέτη. Επίσης, ανακάλυψε πως δεν έγινε και κάτι σπουδαίο αν δεν διαβάζεις και πάρεις κακό βαθμό, πράγμα που πριν από την καραντίνα του ήταν άγνωστο, και άλλαξε πάρα πολύ τη σχέση του με το διάβασμα.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα προέκυψαν στην καραντίνα Νοεμβρίου ’20 - Μαΐου ’21. Η παράλληλη παρουσία στη δουλειά και η τηλεργασία έκαναν το σπίτι γραφείο και το γραφείο σπίτι, αφήνοντας το παιδί μετέωρο, να αντιμετωπίζει κάποιες στιγμές μόνο του την καθημερινότητά του, με νωχελικότητα και παραίτηση, ενώ παράλληλα απέκτησε μεγάλη εξάρτηση από το PlayStation, το Viber, το TikTok. Η διάσπαση προσοχής ήταν έκδηλη παντού.
Οι γονείς βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μια εργασιακή συνθήκη που απαιτούσε πολύ περισσότερες ώρες εργασίας, καταστρατηγήθηκε τελείως η έννοια “εντός ή εκτός γραφείου”. Τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν ο αποσυντονισμός που προέκυπτε από τις άπειρες παράλληλες δραστηριότητες που γίνονταν μέσα στο σπίτι, τα νεύρα της σχολικής ζωής ή της δουλειάς, που δεν εκτονώνονταν στο ανάλογο περιβάλλον, αλλά μέσα στο σπίτι, η έλλειψη ποιοτικού και προσωπικού χρόνου, η αγωνία για την υγεία και την επιβίωση, το συναισθηματικό roller coaster.
Ο γιος μας ήταν εντεκάμισι ετών στην πρώτη καραντίνα. Ακριβώς στην ηλικία που αρχίζει ένας γενναίος απογαλακτισμός από τη γονική εστία, η φάση που τα σημερινά παιδιά αρχίζουν τα βγαίνουν δειλά-δειλά έξω μόνα τους, ανακαλύπτοντας στην αρχή την πολύ στενή γειτονιά και αργότερα την ευρύτερη περιοχή κατοικίας τους. Ήταν μια διαδικασία που διακόπηκε βίαια με την καραντίνα και τον έφερε κλεισμένο μόνο του, χωρίς συνομήλικους, σε ένα δωμάτιο που έγινε ο βωμός του για τα επόμενα δύο χρόνια.
Βολεύτηκε σε μια κατάσταση όπου δεν ελλοχεύουν κίνδυνοι, όπως η έκθεση στον ιό ή σε παράξενες συμπεριφορές συνομηλίκων του, ανακόπτοντας την πορεία ανεξαρτησίας του. Αμέσως θωρακίστηκαν πίσω από ομαδικά Viber groups, hang outs και άλλες τέτοιες εφαρμογές, πήραν υπολογιστές, ακουστικά και ό,τι χρειάζεται για να “συνομιλούν” μεταξύ τους. Υπάρχει συχνά θυμός και απογοήτευση, αλλά παράλληλα εξάρσεις αγάπης και ανάγκης συναναστροφής.
Επειδή τον γιο μας τον πέτυχε στη μεγάλη μετάβαση μεταξύ δημοτικού και γυμνασίου, είχε σαρωτική επίδραση στην απόδοσή του. Ήταν βασανιστικό γι’ αυτόν να κάθεται συγκεντρωμένος επί πέντε-έξι ώρες μπροστά σε μια οθόνη, να παρακολουθεί πολλά νέα μαθήματα, τα οποία παραδίδονταν όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν ήταν στο σχολείο.
Η τηλεκπαίδευση θέλει άλλη αντιμετώπιση για να κρατά τα παιδιά σε εγρήγορση, θέλει κάποιου άλλου είδους συμμετοχή, πιο διαδραστική, για να αποδώσει. Η παραδοσιακή παράδοση μαθήματος, που είναι ίδια όπως κάποιες δεκαετίες πριν, δεν μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα σε ένα ψηφιακό περιβάλλον και σε μια γενιά που χειρίζεται τις συσκευές σαν προέκταση του χεριού της. Φέτος έχουμε αναγκαστεί να κάνουμε ιδιαίτερα σε αρκετά μαθήματα για να καλύψει τη χαμένη ύλη, ενώ η αυτοπεποίθησή του και το ενδιαφέρον του για τη μαθητική ζωή συνεχίζουν μια νωχελική πορεία.
Επίσης, οι γονείς κληθήκαμε να απεκδυθούμε από τον γονεϊκό μας ρόλο και να λειτουργήσουμε επικουρικά στον ρόλο του παιδαγωγού, κάτι που δεν έφερνε πάντα τα σωστά αποτελέσματα αλλά δημιουργούσε προστριβές και εντάσεις. Νιώθαμε κάποιες στιγμές να παίζουμε τους παιδονόμους που προσπαθούν να επαναφέρουν τα παιδιά στην τάξη, κάνοντας ξαφνικές εφόδους στο δωμάτιο την ώρα της τηλεκπαίδευσης, ενώ κινητά τηλέφωνα κρύβονταν κάτω από μαξιλάρια σε χρόνο που θα ζήλευε και ταχυδακτυλουργός ακόμα, ή έκλειναν εφαρμογές από έναν μικρό έφηβο ξαπλωμένο στο κρεβάτι, που είχε κληθεί να παρακολουθεί σε webex βίντεο τις γυμναστικές ασκήσεις που τους έδειχνε να κάνουν η γυμνάστρια του σχολείου.
Η νέα ζωή μετά από τρεισήμισι καραντίνες είναι πιο μοναχική, πιο θυμωμένη, με πολλές παραινέσεις και διαταγές που δεν έχουν αντίκρισμα. Η χαρά του που πηγαίνει σχολείο είναι πια φανερή, ακόμα και αν γράφει διαγωνίσματα. Έχουν μεγάλη ανάγκη από κοινωνικοποίηση τα παιδιά και είναι τρομερά συγκινητική η ανταπόκρισή τους σε όλες αυτές τις μη κανονικές συνθήκες.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι το παιδί πειθάρχησε απόλυτα, σε βαθμό που δεν περιμέναμε, χωρίς καμία γκρίνια, και μάλιστα πολύ πιο επισταμένως από τους ενηλίκους του σπιτιού. Από τη μια είναι εντυπωσιακό, από την άλλη λίγο στενόχωρο, γιατί σκέφτομαι ότι ίσως είναι κάτι που αντιμετωπίζουν με τόση μεθοδικότητα και πειθαρχία ειδικά τα μοναχοπαίδια, καθώς πάντα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού τους το άγχος μήπως χάσουν τους γονείς του από μια ασθένεια και μείνουν μόνα τους.
Τα τραύματα που έχουν αφήσει πίσω τους οι καραντίνες; Εγώ, που έχω τρομερή μνήμη και θυμάμαι φοβερές λεπτομέρειες για γεγονότα και με ακρίβεια ημερομηνίας και ώρας, έχω τελείως μπερδεμένες στο μυαλό μου εικόνες του 2020 και του 2021. Σαν ο χρόνος να απέκτησε άλλη ροή, σαν να έχασα ένα-ενάμιση χρόνο. Η καραντίνα και οι περιορισμοί μάς έκαναν να έχουμε εξάρσεις μοναχικότητας και κοινωνικοποίησης, μας έλουσαν με ένα φίλτρο φόβου και αγωνίας και μας βάρυναν με κάποια έξτρα κιλά αλλά και άγχη.
Το comfort food μπήκε στην καθημερινότητα, η διάσπαση προσοχής έφτασε σε δισθεώρητα ύψη, κλειστήκαμε ο καθένας στο καβούκι του. Ήταν πολύ δύσκολο να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά χωρίς τη βοήθεια ειδικού. Αισθάνθηκα την ανάγκη και το έκανα. Και συνεχίζω».
«Στον απόηχο της καραντίνας, θα έλεγα πως πρέπει να εστιάσουμε στην ανθεκτικότητα παιδιών», λέει η κ. Μηλιωρίτσα. «Καλό ιστορικό μεταβάσεων σε νέες καταστάσεις, ασφαλείς και σταθερές σχέσεις με τους γονείς και θετική κατά βάση αυτοεικόνα, αλλά και η ικανότητα διαχείρισης προβλημάτων είναι μερικοί από τους σημαντικότερους παράγοντες που βοηθούν τα παιδιά να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής.
Ανθεκτικότητα δεν σημαίνει δεν δυσκολεύομαι. Σημαίνει δυσκολεύομαι από λίγο έως πάρα πολύ, αλλά σταδιακά προσαρμόζομαι και ξαναβρίσκω τα νοήματά μου, χαίρομαι την επιστροφή στο σχολείο, την επαφή με τους συμμαθητές μου. Έρχομαι σε επαφή με τα σημαντικά περισσότερο από ποτέ. Δώρο της πανδημίας, ανάμεσα σε όλα αυτά που μας πήρε...»
Πηγή: LIFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου