Το ραντεβού είχε κανονιστεί για τις δέκα το πρωί και σχεδόν όλες οι οικογένειες έφτασαν στην ώρα τους. Ο χώρος ήταν σε όλους γνώριμος, κάποιοι παρακολουθούν εκεί μαθήματα ελληνικών, τα περισσότερα παιδιά πηγαίνουν για να βοηθηθούν στα μαθήματα του σχολείου που τους δυσκολεύουν, εκεί βλέπουν όσοι το έχουν ανάγκη, μια ψυχολόγο. Είναι ένας χώρος τελείως λιτός ως προς τη διακόσμηση, θυμίζει γραφεία που μόλις έχουν ανοίξει, αλλά για την κοινότητα των Τούρκων γκιουλενιστών που ζουν στην Αθήνα, είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι. Ενα μέρος, στο οποίο μπορούν να πάνε οποτεδήποτε χρειαστούν κάτι ή απλά για να βρεθούν με συμπατριώτες τους.
Εκείνη την Κυριακή του Δεκεμβρίου ο καιρός ήταν ιδιαίτερα καλός και ο ήλιος έλουζε την αίθουσα όπου γίνονται τα μαθήματα. Κάποιος έβαλε νερό στη φωτιά για να φτιάξουν τσάι και τα παιδιά ξεκίνησαν να διαβάζουν τα κείμενα που τους είχαν δώσει – αποσπάσματα από αγαπημένα τους παιδικά παραμύθια και ποιήματα με θέμα την προσφυγιά, τη φιλία και την αγάπη. Τα περισσότερα παιδιά διάβαζαν τόσο καλά στα ελληνικά που δύσκολα καταλάβαινε κανείς πως δεν είναι Ελληνες, κάποια κάπως κόμπιαζαν. «Δεν θέλω να αγχώνεστε. Ο σκοπός είναι να περάσουμε καλά», τους έλεγε ο Μεχμέτ που είχε διοργανώσει την εκδήλωση εκείνης της ημέρας. Δεν του φαινόταν αλλά ήταν και εκείνος λίγο αγχωμένος. Σε μια ώρα θα πήγαιναν όλοι μαζί σε ένα βιβλιοπωλείο, εκεί θα συναντούσαν μια δασκάλα που θα έφερνε τους δικούς της μαθητές – όλα μαζί τα παιδιά, Ελληνες και Τούρκοι θα διάβαζαν τις ιστορίες που είχαν επιλέξει.
Ο Μεχμέτ που είχε την ιδέα, πρωτοήρθε στην Ελλάδα στις αρχές του 2017. Γιατρός στο επάγγελμα και γκιουλενιστής από τα φοιτητικά του χρόνια, όταν το 2016 ξεκίνησαν οι διώξεις ένιωθε έτοιμος να τις αντιμετωπίσει, όταν όμως φυλάκισαν τη σύζυγό του, καθηγήτρια πληροφορικής, κατέρρευσε. Μετά έξι μήνες, όταν εκείνη αποφυλακίστηκε, ήταν αποφασισμένος και έτοιμος να φύγουν. Αφησαν τα πάντα πίσω και με μια τσάντα στον ώμο πέρασαν στον Εβρο. Εδώ, εκείνος ξεκίνησε μαθήματα ελληνικών και τη διαδικασία για αναγνώριση του πτυχίου του. Παράλληλα δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο και βοηθάει τα μέλη της τουρκικής κοινότητας με ιατρικές συμβουλές αλλά και στηρίζοντάς τους σε οτιδήποτε άλλο χρειαστούν. Σε όποιον πρωτοέρχεται, επιμένει πως η εκμάθηση της γλώσσας είναι απαραίτητη, ακόμα και εάν σκοπεύουν να μείνουν στην Ελλάδα για μικρό διάστημα τους προτρέπει να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
Και τα δώδεκα παιδιά που συμμετείχαν εκείνο το πρωινό στην εκδήλωση πηγαίνουν κανονικά στο σχολείο. Δεν ήταν όμως για όλους κάτι αυτονόητο ή απλό. Για τον οκτάχρονο Ερσάν για παράδειγμα, το ξεκίνημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, με τη διεύθυνση του σχολείου να αρνείται την εγγραφή του. Ζητούσαν συμβόλαια σπιτιού και πολλά δικαιολογητικά που η οικογένεια δεν είχε· ο σπιτονοικοκύρης τους που εν τω μεταξύ είχε γίνει φίλος τους, χρειάστηκε να πάει τρεις φορές στο σχολείο και να τους μιλήσει μέχρι να τον δεχθούν. Μετά λίγους μήνες το αγόρι όχι απλά συμμετείχε κανονικά στο μάθημα, αλλά άρχισε να κάνει και παρέες με τους συμμαθητές του και εκτός σχολείου. Πέρυσι τέτοιο καιρό η οικογένεια του καλύτερού του φίλου ήρθε επίσκεψη σπίτι τους και τους έφερε δώρο ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δένδρο. Φέτος οι γονείς του Ερσάν τούς κάλεσαν να το στολίσουν μαζί, μαγείρεψαν, αντάλλαξαν συνταγές, ήρθαν ακόμα πιο κοντά. Και με τη διεύθυνση του σχολείου πάντως οι σχέσεις πλέον είναι εξαιρετικές. Παρότι πρόσφατα μετακόμισαν σε άλλη περιοχή και θα πρέπει ο μικρός να αλλάξει σχολείο, η δασκάλα και ο διευθυντής επιμένουν να παραμείνει και να τελειώσει την τάξη εκεί για να μην αναστατωθεί.
Υπάρχουν πολλές τέτοιες ιστορίες εκπαιδευτικών που αγκάλιασαν τα παιδιά. Δασκάλων που εθελοντικά βοηθούσαν με ιδιαίτερα μαθήματα ή ενός διευθυντή που βλέποντας ένα φοβισμένο 10χρονο αγόρι, τύπωσε και κρέμασε στην τάξη φωτογραφίες του γηπέδου της Μπεσίκτας, αγαπημένης του ομάδας. Το αγόρι αυτό μαζί με τα δύο του αδέλφια είχε δει πίσω στην Τουρκία τους γονείς του να συλλαμβάνονται. Οταν έπειτα από μήνες εκείνοι αποφυλακίστηκαν, πούλησαν όλα τους τα υπάρχοντα και είπαν στα παιδιά τους πως θα πήγαιναν διακοπές στην Ελλάδα.
Οταν περνούσαν τα σύνορα με τα πόδια, τους είπαν πως από το ταξιδιωτικό πρακτορείο τους είχαν κοροϊδέψει. (Διαπίστωσαν βέβαια αργότερα πως τα παιδιά είχαν καταλάβει τα πάντα). Οταν εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα τα παιδιά είχαν ζοριστεί, τους ρωτούσαν συνεχώς πότε θα επιστρέψουν στο σπίτι τους στην Τουρκία, τους έλειπαν οι παππούδες, οι φίλοι, η ζωή που άφησαν πίσω. Με τον καιρό όμως προσαρμόστηκαν, μιλάνε πλέον με άνεση ελληνικά και συνήθως εκείνοι μεταφράζουν για τους γονείς τους. Εκείνη την Κυριακή, ήταν ενθουσιασμένοι για την εκδήλωση και είχαν κάνει τόσες πρόβες στο σπίτι, που σχεδόν είχαν μάθει απέξω το απόσπασμα που είχαν να διαβάσουν.
Η εκδήλωση
Λίγο μετά τις δώδεκα το μεσημέρι οι οικογένειες μοιράστηκαν στα αυτοκίνητα και ξεκίνησαν για το βιβλιοπωλείο. Στο καφέ, κάθισαν γύρω από στρογγυλά τραπέζια και γνωρίστηκαν μεταξύ τους. Η Δανάη, μαθήτρια της Α΄ Γυμνασίου σηκώθηκε και πήρε τον λόγο – είχε αποστηθίσει μερικές προτάσεις στα τουρκικά για να τους καλωσορίσει. Στη συνέχεια η δεκάχρονη Πινάρ ξεκίνησε διαβάζοντας τους πρώτους στίχους ενός ποιήματος της Κενυάτισσας Ουαρσάν Σάιρ: «Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του, εκτός αν η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία» είπε κάπως ντροπαλά. Οι γονείς των παιδιών και κάποιοι φίλοι τους, Ελληνες και Τούρκοι, παρακολουθούσαν και χειροκροτούσαν ζεστά όποιον τελείωνε την ανάγνωση. Ηταν μια όμορφη κυριακάτικη δραστηριότητα για τα παιδιά – αλλά για τη συγκεκριμένη παρέα των Τούρκων ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο. Οσα χρόνια βρίσκονται εδώ, ένιωθαν πάντα πως δεν πρέπει να τραβάνε την προσοχή, πως πρέπει να παραμένουν αόρατοι. Εκείνο το πρωινό, όμως, όσοι συμμετείχαν ένιωθαν πως έκαναν ένα σημαντικό βήμα. Πως ίσως σιγά σιγά, ξεκινούσε για αυτούς και τα παιδιά τους ένα νέο κεφάλαιο, μια πιο «κανονικής» ζωής.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου