Τη «λίστα του Ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης», έναν οδυνηρό κατάλογο όλων των παιδιών ηλικίας μέχρι 16 ετών που μαρτύρησαν στα στρατόπεδα εξόντωσης των ναζί και υπολογίζονται σε περίπου 12.000, συντάσσει με βάση έρευνα που πραγματοποιεί εδώ και πολλά χρόνια η οικονομολόγος και δικηγόρος, συνταξιούχος πανεπιστημιακός, Στέλλα Σαλέμ από τη Θεσσαλονίκη.
Το πρώτο μέρος του καταλόγου, που αφορά συνολικά 4.500 παιδιά, από νεογέννητα μέχρι 4 ετών, θα το παρουσιάσει σε επιστημονικό συνέδριο το οποίο θα γίνει 8-12 Ιανουαρίου στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Δημογραφικές και κοινωνικές εξελίξεις στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης».
Το μέρος αυτό της έρευνας μαζί με όλα τα ονόματα των παιδιών θα κυκλοφορήσει σύντομα σε έναν τόμο με τίτλο «Τα χαμένα παιδιά της Θεσσαλονίκης», τον οποίο προλογίζει ο δήμαρχος της πόλης Γιάννης Μπουτάρης, ενώ ολοκληρώνεται ο δεύτερος τόμος που αφορά παιδιά ηλικίας 6-16 ετών τα οποία οδηγήθηκαν με τους γονείς τους στα κρεματόρια του Αουσβιτς και του Μπίρκεναου και έχασαν τη ζωή τους στους θαλάμους αερίων.
Συγκλονιστικά στοιχεία
«Εκτιμώ ότι συνολικά 12.000 παιδιά έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη το 1943 στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και ελάχιστα γύρισαν πίσω, ίσως 25, ενώ περίπου 100 παιδιά επιβίωσαν επειδή είχαν κρυφτεί σε σπίτια μέσα στην πόλη ή πρόλαβαν και έφυγαν», αφηγείται στο «Εθνος» η κυρία Σαλέμ, η οποία εδώ και χρόνια περνά όλα τα πρωινά της στο Ληξιαρχείο της Θεσσαλονίκης και αναζητά μέσα στους ογκώδεις καταλόγους ονόματα, πατρώνυμα, ημερομηνίες γέννησης...
Κατόπιν συνεχίζει την έρευνά της σε ιστορικά αρχεία εντός και εκτός Ελλάδας και ντοκουμέντα διεθνών οργανισμών προκειμένου να βρει πόσα από τα παιδιά που επέζησαν επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη.
Οταν ήταν μικρή, η κυρία Σαλέμ άκουγε από τον πατέρα της, Ιωσήφ, φρικιαστικές ιστορίες από το Αουσβιτς. Ο ίδιος ήταν από τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 1945 και μέχρι το 1995, οπότε πέθανε, έβλεπε σοκαρισμένος τον αριθμό 124503 που είχε χαραγμένο στο χέρι.
«Οι φωνές των παιδιών, ανάμεικτες με τον τρόμο στα μάτια τους, στοίχειωναν το ταξίδι με τους άθλιους συρμούς που είχαν αναχωρήσει από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης για τα στρατόπεδα εξόντωσης. Σκεφτόμουν για πολλά χρόνια: «Ποια ήταν αυτά τα παιδιά; Γιατί δεν είχαν καταγραφεί»; Στις λίστες των θυμάτων δεν υπήρχαν και ουδείς μπορούσε να μου πει πόσα ήταν. Υπάρχουν πολλά κενά, όσα παιδιά ήταν κάτω των 5 ετών δεν καταγράφονταν πριν από την αναχώρηση του τρένου και δεν φορούσαν το κίτρινο αστέρι, ενώ ανάμεσα στους ενηλίκους ήταν και πολλές έγκυες γυναίκες, όπως και νεογέννητα», αναφέρει.
Κάθε όνομα που έγραφε στον κατάλογο της φρίκης, έκρυβε πίσω του μία πονεμένη ιστορία και έναν μαρτυρικό θάνατο. Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 16 χρόνων δεν είχαν καμία δυνατότητα επιβίωσης, δεν μπορούσαν να πάνε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή καταναγκαστικής εργασίας και οδηγούνταν σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή τους στους θαλάμους αερίων όπου άφηναν την τελευταία τους πνοή.
Τα πολύ μικρά παιδιά δεν αποχωρίζονταν από τις μητέρες τους, οι οποίες τα είχαν συνέχεια μαζί τους, ενώ φρικιαστικές και απάνθρωπες είναι οι ιστορίες για βρέφη που χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα. Οι σπαρακτικές κραυγές των μητέρων έσκιζαν τον αέρα και όσοι επέζησαν θυμούνταν σκηνές βγαλμένες από αρχαία τραγωδία, με τις νεαρές γυναίκες να σκίζουν τα ρούχα τους και να ουρλιάζουν.
Εικόνες φρίκης
«Ηταν γενικά φρικτή η εμπειρία, για όλους. Οι μέρες ήταν ατέλειωτες, τις νύχτες σκίαζε ο τρόμος και τα βογκητά μικρών και μεγάλων. Δεν χωρά ανθρώπου νους το τι συνέβαινε στα στρατόπεδα εξόντωσης, αλλά οπωσδήποτε οι εικόνες των σκελετωμένων παιδιών ή των μωρών που τα άρπαζαν από τις μητέρες τους για τα κρεματόρια είναι απείρως πιο σοκαριστικές», επισημαίνει η κυρία Σαλέμ. Σύμφωνα με την έρευνά της, κάποια από τα παιδιά που επέζησαν ήταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν-Μπλέζεν της Κάτω Σαξωνίας στη Γερμανία, εκεί όπου μαρτύρησε και η Αννα Φρανκ.
Από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 1943 αναχώρησαν συνολικά 19 τρένα από τη Θεσσαλονίκη με πάνω από 46.000 Εβραίους κάθε ηλικίας. Τα 18 από αυτά πήγαν στο Αουσβιτς και στο Μπίρκεναου και ένα στο Μπέργκεν-Μπλέζεν, ενώ μόλις 1.950 άτομα επέστρεψαν - ποσοστό περίπου 4%.
Ο πρώτος συρμός αναχώρησε στις 15 Μαρτίου 1943 και ακολούθησαν οι υπόλοιποι. Σε όλους υπήρχαν οικογένειες με παιδιά, μικρά και λίγο μεγαλύτερα, που ταξίδευαν μέσα σε άθλιες συνθήκες, σε βαγόνια που προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων. Ηταν ένα ανθρώπινο κοπάδι έτοιμο να παραδοθεί στη σφαγή... «Τα πολύ μικρά παιδιά οδηγούνταν σχεδόν αμέσως στους θαλάμους αερίων. Δεν μπορούσαν να εργαστούν και επιπλέον αποτελούσαν βάρος για τους ναζί, γιατί οι γονείς τους έπρεπε να τα φροντίζουν και άρα δεν ήταν αποδοτικοί. Είναι ασύλληπτη η θηριωδία που έζησαν αυτά τα παιδιά σε πολύ τρυφερή ηλικία, αλλά και όσα επέζησαν κουβαλούν σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους βαριά ψυχικά τραύματα», αναφέρει η ερευνήτρια.
Η συγκλονιστική έρευνα της κυρίας Σαλέμ αφορά τις «Δημογραφικές εξελίξεις στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης μεταξύ των ετών 1913 έως 1943». Μέχρι το 1925 είχαν γίνει 10.890 γεννήσεις, κυρίως όμως επικεντρώνεται στην περίοδο 1926-1943 (τους πρώτους τρεις μήνες), όπου στο ληξιαρχείο δηλώθηκαν 16.130 γεννήσεις.
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο που προέκυψε είναι ότι στις αρχές του 1943, όταν οι Εβραίοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι θα βρεθούν στο στόχαστρο των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής, έγιναν 300 γάμοι. Πίστευαν ότι ίσως θα γλίτωναν από τη θηριωδία των ναζί, ότι εάν εκτοπίζονταν θα πήγαιναν μαζί τα ζευγάρια ή ότι θα είχαν καλύτερη τύχη.
Η έρευνα της κυρίας Σαλέμ συνεχίζεται και θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη. Στόχος είναι αυτή η ιδιότυπη ανασύσταση των εβραϊκών οικογενειών της Θεσσαλονίκης και η ανεύρεση δημογραφικών στοιχείων από τα οποία εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα.
Στην ερώτηση εάν όλη αυτή η έρευνα της φέρνει θλίψη, πόνο, οργή ή θυμό απαντά: «Τίποτα απ' όλα αυτά. Μου δίνει δύναμη, με πεισμώνει, είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας, της ιστορίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και χαίρομαι που μπορώ να συμβάλω στην ανασύστασή της. Διασώζω τα ονόματα 12.000 παιδιών και αυτά παίρνουν πλέον τη θέση τους στην Ιστορία. Μέχρι σήμερα ο κόσμος δεν τα ήξερε». ?
Η ΜΠΟΤΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΡΙΝΑ
Η Ρίνα Μπαρζιλάι-Ρέβαχ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1939. Μαζί με τους γονείς της «φορτώθηκε» σε ένα από τα πρώτα τρένα που αναχώρησαν και έφτασε στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπλέζεν.
Ηταν μόλις 4 ετών, αλλά θυμάται πολλά πράγματα. Κοιμόταν σε ένα τολ που είχε κουκέτες με τρία κρεβάτια, το ένα πάνω στο άλλο. Η Ρίνα κοιμόταν στο ψηλότερο. Από τον φεγγίτη έβλεπε το στρατόπεδο που είχαν τους άντρες. Καθημερινά παρακολουθούσε ένα κάρο με τέσσερα άλογα, πάνω στο οποίο πετούσαν πτώματα. Συνεχώς πετούσαν πτώματα, σαν να μη σταματούσε ποτέ το στρατόπεδο να βγάζει πτώματα. Ενας αξιωματικός ανέβαινε και με την μπότα του πατούσε με δύναμη τα πτώματα για να... κάτσουν. Και μετά έριχναν κι άλλα κι άλλα... Και το κάρο γέμιζε μέχρι επάνω με πτώματα.
Η Ρίνα δεν έβγαινε από τον θάλαμο. Την πρόσεχε η επίσης μικρή Ρόζι Σαλτιέλ. Δεν ήθελε καν να περπατήσει. Οι γονείς της ανησύχησαν και ρώτησαν τον Θεσσαλονικιό γιατρό Αλλαλούφ τι συμβαίνει. Εκείνος τους αποστόμωσε. «Το παιδί δεν έχει κίνητρο να περπατήσει» τους είπε. Ηταν φανερό ότι είχε υποστεί σοκ. Φοβόταν ότι εάν περπατήσει θα την πετάξουν στο κάρο και ο αξιωματικός θα τη συνθλίψει με την μπότα του. Ο πατέρας τής έφερνε ψωμί, της έδιναν μια μπουκιά και την κρατούσε στο στόμα της, δεν κατάπινε. Στο στρατόπεδο έπαθε εξανθηματικό τύφο, αλλά γλίτωσε. Τον Αύγουστο του 1945 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τους γονείς της. Μέχρι σήμερα ζει στο Πανόραμα, με τις θύμησες να τη στοιχειώνουν ακόμη...
ΜΑΡΙΑ ΡΙΤΖΑΛΕΟΥ
Πηγή: Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου