Η δυσλεξία είναι μία ανούσια «ταμπέλα» που διευκολύνει τους γονείς της μεσαίας κοινωνικής τάξης, οι οποίοι φοβούνται ότι θα χαρακτηριστούν τα παιδιά τους χαζά ή τεμπέληδες, ισχυρίζεται ένα νέο, αμφιλεγόμενο βιβλίο.
Το βιβλίο τιτλοφορείται «The Dyslexia Debate» και θα κυκλοφορήσει στη Βρετανία τον ερχόμενο μήνα από τις εκδόσεις Cambridge University Press.
Συντάκτες του είναι ο εκπαιδευτικός ψυχολόγος δρ Τζούλιαν Έλιοτ, καθηγητής και επικεφαλής του Κολεγίου Collingwood του Πανεπιστημίου Durham, στη Βρετανία, και η δρ Ελένα Γκριγκορένκο, καθηγήτρια στο Τμήμα Μελέτης του Παιδιού και καθηγήτρια Επιδημιολογίας & Ψυχολογίας στη Σχολή Δημοσίας Υγείας του Πανεπιστημίου Γέιλ, στις ΗΠΑ.
Όπως δήλωσε ο δρ Έλιοτ, μερικά παιδιά έχουν γνήσια, πολύπλοκα προβλήματα αναγνώσεως. Ωστόσο ο ορισμός της δυσλεξίας είναι τόσο ευρύς, ώστε είναι αδύνατον να γίνει κάποιος ουσιώδης διαχωρισμός αυτών των παιδιών από εκείνα που αντιμετωπίζουν άλλης αιτιολογίας προβλήματα αναγνώσεως.
Και το να προσπαθεί κανείς να κάνει αυτόν τον διαχωρισμό είναι «περιττό», διότι τα παιδιά και των δύο ομάδων μπορούν να βελτιώσουν με τις ίδιες τεχνικές την ανάγνωσή τους, πρόσθεσε.
Ο δρ Έλιοτ, περιέγραψε την δυσλεξία ως έναν «άχρηστο όρο» ο οποίος θα πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Και πρότεινε στα σχολεία, αντί να υποβάλλουν τα παιδιά σε ακριβές και μακροχρόνιες διαγνωστικές εξετάσεις, να ρίξουν το βάρος στον έγκαιρο εντοπισμό όσων παιδιών δυσκολεύονται να διαβάσουν και ακολούθως στην ισότιμη αντιμετώπιση όλων των παιδιών με τέτοιες δυσκολίες.
Τους ισχυρισμούς αυτούς αμφισβήτησαν έντονα οι οργανισμοί δυσλεξίας, τονίζοντας ότι η δυσλεξία έχει επιστημονική και εκπαιδευτική αξία.
Η Βρετανική Εταιρεία Δυσλεξίας (BDA) υπολογίζει ότι το 10% των Βρετανών πάσχουν από αυτήν και δυσκολεύονται να μάθουν να συλλαβίζουν, να διαβάζουν και να γράφουν.
Ο καθηγητής Έλιοτ, όμως, υποστηρίζει ότι η διάγνωση της δυσλεξίας δεν ωφελεί μόνο τα παιδιά, αλλά και τους γονείς τους, οι οποίοι προτιμούν να προσδώσουν στα παιδιά τους μια «ψευτο-ιατρική ταμπέλα» όπως την χαρακτηρίζει, παρά να χαρακτηριστούν τα παιδιά τους «αργά στο μυαλό ή τεμπέλικα».
«Οι περισσότεροι γονείς ενθουσιάζονται με την ταμπέλα (της δυσλεξίας)», δήλωσε ο δρ Έλιοτ. «Πολλοί ειδικοί μού έχουν πει ότι συμφωνούν μαζί μου, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον όρο, επειδή κάνει τον κόσμο ευτυχισμένο».
Και συνέχισε: «Η δυσλεξία έχει μακρά λίστα συμπτωμάτων, όπως το άγχος όταν διαβάζει το παιδί δυνατά, αλλά κάθε παιδί που μαθαίνει να διαβάζει μπορεί να επιδείξει κάποιο άγχος. Όταν, όμως, δείχνουμε τον κατάλογο των συμπτωμάτων στους γονείς, εκείνοι λένε “δίκιο έχετε γιατρέ, δεν είχα καταλάβει ότι το παιδί μου έχει δυσλεξία”.
»Είναι σαν να δείχνεις σε κάποιον ένα ωροσκόπιο και εκείνος να το διαβάζει και να αναγνωρίζει κομμάτια του εαυτού του».
Ο δρ Έλιοτ πρόσθεσε πως μολονότι οι γονείς θέλουν το καλύτερο για τα παιδιά τους, «παραπλανούνται από την αξία της διάγνωσης της δυσλεξίας».
Το παρελθόν
Δεν είναι η πρώτη φορά που ανακινείται στη Βρετανία θέμα για το κατά πόσον έχει νόημα η διάγνωση της δυσλεξίας.
Το 2009, η Επιτροπή Επιστήμης & Τεχνολογίας της Βουλής των Κοινοτήτων δημοσίευσε τα πορίσματα έρευνας για τον αλφαβητισμό, στα οποία ανέφερε ότι «ο ορισμός της δυσλεξίας είναι υπερβολικά ευρύς για να έχει νόημα».
Η Επιτροπή είχε μάλιστα κατηγορήσει τότε την βρετανική κυβέρνηση ότι «υποκύπτει στις πιέσεις του λόμπι της δυσλεξίας» όταν καταρτίζει την εκπαιδευτική πολιτική της.
Πριν από μία δεκαετία, εξάλλου, ο δρ Έλιοτ είχε εκφράσει τις ίδιες απόψεις με αυτές που περιέχονται στο νέο βιβλίο, προκαλώντας και τότε σάλο στη Βρετανία.
Ωστόσο ο δρ Τζων Ρακ, από τον οργανισμό Dyslexia Action, αντέτεινε ότι ο όρος δυσλεξία «έχει αξία, τόσο επιστημονικά όσο και εκπαιδευτικά».
«Δεν δεχόμαστε το επιχείρημα ότι είναι χάσιμο χρόνου να προσπαθούμε να καταλάβουμε τους διάφορους λόγους για τους οποίους ταλαιπωρούνται τόσο πολλοί άνθρωποι», είπε.
«Οι λόγοι αυτοί έχουν συχνά μια συνεπή και αναγνωρίσιμη μορφή, που είναι χρήσιμο να αποκαλείται δυσλεξία.
»Χρήσιμο για τους πάσχοντες διότι τους δίνει μία εξήγηση για τις δυσκολίες τους, χρήσιμο και για τους δασκάλους που μπορούν να τροποποιήσουν τη διδασκαλία τους ώστε να βοηθήσουν τους μαθητές τους».
Επιμέλεια: Ρούλα Τσουλέα
Πηγή: Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου