Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Ενας χρόνος συνεπιμέλεια: 11 μέρες με τον μπαμπά, 20 με τη μαμά

Δύο διαφορετικά κολυμβητήρια, πολλαπλά πάρτι γενεθλίων και κρυφές επισκέψεις στον γιατρό με την παραίνεση «να μην το πεις στον μπαμπά» κρύβει η καθημερινότητα των παιδιών μετά το διαζύγιο στην Ελλάδα που εδώ και ενάμιση χρόνο ζει μια νέα εποχή στο οικογενειακό δίκαιο. Ο νόμος (4800/2021 – ΦΕΚ 81/Α/21-5-2021) που ορίζει ότι οι δύο γονείς μετά το διαζύγιο έχουν τη συνεπιμέλεια του/των παιδιού/ων τους και συναποφασίζουν για ό,τι τα αφορά, άρχισε να εφαρμόζεται τον Μάιο του 2021. Προκάλεσε πλήρη ανατροπή της υφιστάμενης και δεδομένης εδώ και δεκαετίες –για την Ελλάδα– πρακτικής, απόλυτης ευθύνης της μητέρας, στη μετά τον επίσημο χωρισμό ζωή των παιδιών. Εχει οδηγήσει επίσης στην κατάθεση εκατοντάδων αιτήσεων που αφορούν τη μεταβολή των ρυθμίσεων διαζυγίων προηγούμενων ετών, οι οποίες στη συντριπτική τους πλειονότητα κατοχύρωναν το δικαίωμα της επιμέλειας των ανήλικων παιδιών στη μητέρα. Η νέα νομοθεσία δίνει την ευκαιρία και στους δύο γονείς να συμμετέχουν εξίσου στη ζωή και στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, καθορίζοντας επίσης ότι τα παιδιά θα πρέπει να περνούν το 1/3 του χρόνου τους κατ’ ελάχιστον με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένουν στο ίδιο σπίτι. Λογικό και δίκαιο. Στην πράξη, όμως, όπως μαρτυρούν και εξειδικευμένοι δικηγόροι, αποδεικνύεται πολύ δύσκολο δύο άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκονται στη διαδικασία να γκρεμίσουν την κοινή τους ζωή, ταυτόχρονα να βρουν λύσεις λειτουργικές για να ρυθμίσουν συναινετικά τη νέα τους καθημερινότητα.

Δικηγόροι, ψυχολόγοι αλλά και γονείς με τους οποίους μίλησε η «Κ» ζητούν να δημιουργηθεί ένα υποστηρικτικό πλαίσιο από ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και παιδαγωγούς, «θεσπισμένα βοηθητικά εργαλεία», ώστε ο νόμος να λειτουργήσει αποτελεσματικά, τουλάχιστον το πρώτο χρονικό διάστημα μετά το διαζύγιο.

«Να υπάρχει συνεπιμέλεια αλλά κάθε παιδί και κάθε οικογένεια είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Δεν μπορούμε να εφαρμόζουμε τον νόμο με τον ίδιο τρόπο σε κάθε περίπτωση. Δεν υπάρχει ένας γενικός κανόνας, μια συνταγή που να λέει “αυτό είναι το καλύτερο για το παιδί”. Υπάρχει το καλύτερο για κάθε παιδί ξεχωριστά», τονίζει η εξειδικευμένη στην παιδική προστασία δικηγόρος κ. Ελενα Γκλεγκλέ.

Η ίδια εξηγεί ότι οι δικαστές καλούνται να κρίνουν και να αποφασίσουν χωρίς να υποστηρίζονται από ειδικούς και χωρίς να έχουν ειδική σχετική εκπαίδευση. «Ερχεται ένας γονιός και λέει “θέλω το παιδί να πάει στη Γερμανική Σχολή”. Ερχεται ο άλλος γονιός και λέει “θέλω να πάει στο Γαλλικό Σχολείο”. Και κανένας δεν υποχωρεί. Πώς θα αποφασίσει ο δικαστής τι είναι καλύτερο για το παιδί;», αναρωτιέται η κ. Γκλεγκλέ (πρόκειται για πραγματική υπόθεση). «Θα έπρεπε να μπορεί να παραπέμψει το παιδί σε κοινωνικό λειτουργό να κάνει αξιολόγηση για το ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού. Θα έπρεπε επίσης να έχει έναν φάκελο, έτσι ώστε να γνωρίζει ότι οι συγκεκριμένοι γονείς έχουν προσφύγει στο δικαστήριο πέντε φορές για τον ίδιο λόγο και άρα δεν πρόκειται για το συμφέρον του παιδιού αλλά για έναν τρόπο να εκφραστεί η μεταξύ τους αντιδικία».

Σε αυτό το πλαίσιο προτείνει να δημιουργηθούν οικογενειακά δικαστήρια έτσι ώστε οι σχετικές υποθέσεις να εκδικάζονται άμεσα. «Ενα παιδί που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού δεν μπορεί να περιμένει τρία χρόνια να εκδικαστεί η υπόθεση ώστε να συμφωνήσουν οι γονείς να πάει σε αναπτυξιολόγο. Αυτά τα τρία χρόνια αναμονή σημαίνουν καταστροφικές συνέπειες στην ανάπτυξή του», επισημαίνει.

Η εφαρμογή της συνεπιμέλειας απαιτεί ανθρώπους που έχουν τη διάθεση να συνεργαστούν για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους πολλές φορές σε καθημερινή βάση. Ομως οι υποθέσεις διαζυγίων που καταλήγουν στο δικαστήριο αφορούν ανθρώπους που δεν μιλούν μεταξύ τους. «Να συζητήσουν και να τα βρουν άνθρωποι που βρίσκονται στο δικαστήριο για διαζύγιο. Αυτό θα γίνει μόνο με θαύμα. Ζητάμε να επικρατήσει η λογική σε μια κατάσταση που δεν υπάρχει λογική», λέει χαρακτηριστικά η κ. Γκλεγκλέ. «Είναι πολύ σπάνιο δύο άνθρωποι να πάρουν την απόφαση να χωρίσουν την ίδια στιγμή», συμπληρώνει.

Μικροί νομάδες προσπαθούν να προσαρμοστούν όχι μόνο σε δύο σπίτια αλλά και σε δύο κολυμβητήρια: οι γονείς ασκούν την επιμέλεια για τον χρόνο που τους αναλογεί με βάση τη δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί, χωρίς να ενημερώνουν τον έτερο γονέα, ο οποίος καλείται να παραλάβει και να διαχειριστεί ένα μικρό παιδί έχοντας χάσει τη σύνδεση με τη ζωή του για μία εβδομάδα, ένα μήνα ή και περισσότερο.Πολλές δικαστικές αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν τον τελευταίο χρόνο, σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν οι συνεχείς συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο γονείς που έχουν τη συνεπιμέλεια, μοιράζουν με αυστηρά καθορισμένα όρια τον χρόνο των παιδιών. Δίκαιες αποφάσεις για τους γονείς δεν σημαίνει και καλές αποφάσεις για τα παιδιά.

Απόφαση που εκδόθηκε πρόσφατα αφορά δύο παιδιά 4 και 11 ετών και καθορίζει ότι κάθε μήνα από την 1η έως και την 11η ημέρα του μήνα τα παιδιά θα διαμένουν με τον πατέρα και τις υπόλοιπες 20 μέρες με τη μητέρα. «Εκτός αν οι γονείς αποφασίσουν διαφορετικά, αναφέρει η σχετική απόφαση, αλλά οι γονείς δεν μιλούν μεταξύ τους. Πώς θα νιώσει ένα παιδί όταν δεν βλέπει τον πατέρα του για 20 μέρες και μετά θα πάει ξαφνικά να μείνει μαζί του», αναφέρει δικηγόρος στην «Κ».

Σε άλλη υπόθεση συμφωνήθηκε τα παιδιά να διαμένουν ένα χρόνο στην Κύπρο με τον μπαμπά και έναν στην Ελλάδα με τη μαμά.

Βρέφος 8 μηνών που θηλάζει «κατοχυρώθηκε» από το δικαστήριο να διαμένει την πρώτη εβδομάδα κάθε μήνα με τον μπαμπά ο οποίος ζήτησε από τη μαμά να βγάζει το γάλα και να του το δίνει… Εντεκάχρονο παιδί πηγαίνει σε δύο κολυμβητήρια και δύο διαιτολόγους ανάλογα με το σπίτι στο οποίο διαμένει. Ενας 10χρονος κάθε Σεπτέμβριο αντιμετωπίζει την πιθανότητα να αλλάξει σχολείο, αφού οι γονείς του διαφωνούν και καταφεύγουν στο δικαστήριο με κάθε αλλαγή τάξης.

Μπαλέτο και όχι τάε κβον ντο, πιάνο ή κιθάρα, να παίζει με τον Γιάννη ή με τη Μαρία; Το μότο «μίλα με τον δικηγόρο μου» ανάμεσα σε συζύγους που διαφωνούν δεν αλλάζει επειδή καθορίστηκε η συνεπιμέλεια. «Ο νόμος από μόνος του δεν έχει τη δύναμη να βάλει στο τραπέζι της συνεννόησης ανθρώπους που μισιούνται, όπως συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις διαζυγίων και οι δικαστές δεν έχουν τον χρόνο και τις κατάλληλες γνώσεις για να αποφασίσουν για τη μετά το διαζύγιο ζωή παιδιών τα οποία εξαρτώνται απολύτως από τις σχέσεις των ενηλίκων», τονίζουν ψυχολόγοι.

Ιωάννα και Κώστας, και δύο παιδιά 10 και 5 ετών
Τρία σπίτια, μία οικογένεια

Η Ιωάννα, ιδιωτική υπάλληλος, και ο Κώστας, μηχανικός, είναι εδώ και δύο χρόνια και μαζί και χώρια, το προσπάθησαν με λίγα λόγια αρκετά όχι μόνο για τα δύο παιδιά τους 10 και 5 ετών αλλά και για τους ίδιους. Τελικά πριν από λίγες ημέρες βγήκε το διαζύγιό τους με ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο υπέγραψαν σε συμβολαιογράφο. Δεν πήγαν στο δικαστήριο και ελπίζουν να μη χρειαστεί, χωρίς όμως και να το αποκλείουν. «Είναι δύσκολο να μην έρθεις σε ρήξη σε ένα διαζύγιο. Μπορεί να προκύψουν διαφωνίες που δεν θα μπορούμε να επιλύσουμε», λέει η Ιωάννα. «Τότε θα ζητήσω τη βοήθεια ειδικού», προσθέτει.

Εχουν επιλέξει τα παιδιά να παραμείνουν στο σπίτι όπου διέμεναν, όσο ήταν παντρεμένοι, και οι ίδιοι να πηγαινοέρχονται. Ο ένας Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και ο άλλος Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή. Την επόμενη εβδομάδα ανάποδα. Ο καθένας από τους δύο έχει νοικιάσει ένα μικρό σπίτι, όπου μένει τις «χωρίς παιδιά» ημέρες.

«Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το γαλλικό μοντέλο για να έχουν τα παιδιά σταθερή στέγη, να συνεχίσουν να κοιμούνται στο κρεβάτι τους. Εναλλασσόμαστε εμείς και έχουμε ένα κοινό μέρος όπου μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Αυτό σημαίνει, βέβαια, τρία σπίτια. Δύσκολο οικονομικά», λέει η Ιωάννα. Οσον αφορά τα οικονομικά, η έννοια της διατροφής δεν υφίσταται. Οι γονείς υπολόγισαν τα συνολικά έξοδα των παιδιών και ο καθένας ανέλαβε να πληρώνει το ήμισυ του ποσού. Ο Κώστας ήθελε συνεπιμέλεια και η Ιωάννα δεν έφερε αντίρρηση. Παραδέχεται, όμως, ότι αν είχε την αποκλειστική επιμέλεια θα αισθανόταν μεγαλύτερη ασφάλεια.

Γιάννης, κι ένας γιος 15 ετών
Τελικά, αποφάσισε η ίδια η ζωή

Ο Γιάννης, καθηγητής Πληροφορικής, είναι πατέρας ενός 15χρονου αγοριού και παρόλο που θα το ήθελε πολύ, αποφάσισε να δώσει την επιμέλεια στη μητέρα του παιδιού. 

«Ηθελε την πλήρη επιμέλεια, το θεωρούσε πολύ σημαντικό. Της εξήγησαν ότι αν το παιδί εμπλακεί σε κάτι –λόγω εφηβείας–, θα έχει αποκλειστικά εκείνη τη νομική ευθύνη, αλλά δεν υποχωρούσε. Εγώ, επειδή είχα κερδίσει το να έχω το παιδί το 50% του χρόνου του, δεν επέμεινα», εξηγεί ο Γιάννης. 
Το παιδί μένει μία εβδομάδα στο ένα σπίτι και μία εβδομάδα στο άλλο. Ωστόσο, λόγω του ότι η μητέρα εργάζεται έως αργά, καθημερινά μετά το σχολείο πηγαίνει στο σπίτι όπου διαμένει ο πατέρας του. Οταν είναι η «εβδομάδα της», η μητέρα του έρχεται και τον παίρνει μόλις σχολάει από τη δουλειά, συνήθως αργά το απόγευμα.

Το σχολείο του παιδιού είναι ανάμεσα στα δύο σπίτια και ο Γιάννης κάνει ό,τι μπορεί για να είναι κοντά στον γιο του, συναισθηματικά κυρίως. Τις ημέρες που κοιμάται στο δικό του σπίτι προτιμά να πηγαίνει μαζί του με το τρένο μέχρι το σχολείο και διαλέγει το σπορ που θα κάνει ανάλογα τις προτιμήσεις του 15χρονου, ώστε να ασκούνται μαζί. Τα έξοδα του παιδιού μοιράζονται μισά μισά. «Είναι δέσμευση για εμένα να κάνω ό,τι μπορώ για να είμαι μαζί του. Το παιδί είναι το κίνητρο για τις αποφάσεις μου. Είμαι τυχερός γιατί έχω στο περιβάλλον μου ανθρώπους που με υποστηρίζουν και η πρώην σύντροφός μου συμφωνεί». Τελικά τον βλέπεις περισσότερο από εκείνη, παρατηρώ. «Ηταν η ζωή που αποφάσισε την κατανομή τελικά», απαντάει.
Η σημασία της ρουτίνας

Της Θεοδώρας Χατζηαρτεμίου

Πρόκειται για μια συνθήκη πολύ καινούργια στην Ελλάδα, όπου η έννοια της οικογένειας είναι πολύ ισχυρή και η διάλυσή της προκαλεί μεγάλες συγκρούσεις. Μετά τον χωρισμό η γονεϊκή ιδιότητα παραμένει και οι γονείς χρειάζεται να βρουν έναν τρόπο να το διαχειριστούν, να καταφέρουν να επικοινωνούν λειτουργικά. Είναι πολύ σημαντική η απρόσκοπτη επικοινωνία του παιδιού και με τους δύο γονείς, ό,τι φύλο και να είναι, γιατί μέσω αυτής της σχέσης θα δημιουργήσει την προσωπικότητά του. 

Οι γονείς είναι καλό –έτσι κι αλλιώς– να αποφασίζουν πράγματα μαζί, να μένουν –εφόσον είναι δυνατόν– κοντά για να παραμένει το παιδί στην κοινότητά του, να υπάρχει συχνή επικοινωνία και των δύο με το παιδί, ανεξάρτητα από το πού μένει ως κύρια κατοικία. Θεωρώ ότι στην πρώτη φάση είναι αναγκαίο να υπάρχει στήριξη, συμβουλευτική γονέων, γιατί μόνοι τους δεν είναι εύκολο –αν όχι αδύνατο– να μην καταλήγουν σε σύγκρουση. 
Κάθε οικογένεια είναι ξεχωριστή, ένα μοναδικό υποσύστημα που χρειάζεται άλλη αντιμετώπιση. Πολλές φορές δεν έχει σημασία το πλάνο που θα ακολουθηθεί όσο έχει σημασία η καλή σχέση μεταξύ των γονέων. Από την άλλη, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρες οι σχέσεις για να μην τρέφεται η προσδοκία του παιδιού ότι οι γονείς του μπορεί να είναι και πάλι μαζί. 

Ενα παιδί, ιδιαίτερα μέχρι να γίνει πέντε ετών, έχει έντονα το αίσθημα της προσκόλλησης προς το πρόσωπο που το φροντίζει –το οποίο συχνά είναι η μητέρα– και αυτό το αίσθημα είναι σημαντικό να μη διαταραχθεί. 

Η αίσθηση της φωλιάς, μια συγκεκριμένη βάση που συνάδει με τη σταθερότητα στον τόπο διαμονής, είναι σημαντική για την ψυχική υγεία του παιδιού. Συνήθως πριν από τα πέντε δεν προτείνουμε διανυκτέρευση σε άλλο σπίτι, χωρίς το πρόσωπο αναφοράς του. 

Οταν μεταφέρονται τα παιδιά, είναι σημαντικό να διατηρούνται κάποιες ρουτίνες σε σχέση με το φαγητό και τον ύπνο, να υπάρχουν σταθεροί κανόνες συμπεριφοράς προσυμφωνημένοι. 

Ανάλογα με την ηλικία και ανάλογα με το παιδί, οι ανάγκες αλλάζουν και καλό είναι οι γονείς να προσαρμόζονται. 

* Η κ. Θεοδώρα Χατζηαρτεμίου είναι παιδοψυχολόγος ΒΑ, ΜΑ, επιστημονικά υπεύθυνη του κέντρου αναπτυξιακών και μαθησιακών δυσκολιών «Νόηση».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου