O παιδικός - νεανικός διαβήτης εμφανίζεται συνήθως στην ηλικία μεταξύ 11 και 13 ετών. Είναι αρκετά ασυνήθιστος στα παιδιά κάτω των πέντε χρόνων, αν και έχουν υπάρξει περιπτώσεις μωρών που ανέπτυξαν διαβήτη, μερικές μόνο ημέρες μετά τη γέννησή τους.
Τα παιδιά με σακχαρώδη διαβήτη έχουν ένα συγκεκριμένο γονίδιο. Γεννιούνται δηλαδή με μια προδιάθεση για να αναπτύξουν κάποια στιγμή σακχαρώδη διαβήτη. Τα γονίδια τα κληρονομούμε από τους γονείς μας και αυτά καθοδηγούν τον τρόπο ανάπτυξης του οργανισμού. Αν θα έχουμε μαύρα μάτια, σγουρά μαλλιά, αν θα έχουμε μεγάλη μύτη κλπ.
Υπάρχουν όμως δυστυχώς και γονίδια πάνω στα οποία είναι γραμμένο ότι το παιδί μπορεί να αναπτύξει σε κάποια φάση της ζωής του σακχαρώδη διαβήτη. Το πότε θα τον παρουσιάσει κανένας δεν ξέρει.
Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν πως μια ίωση μπορεί να διεγείρει τον οργανισμό του παιδιού που έχει την προδιάθεση, οπότε θα εκδηλώσει σακχαρώδη διαβήτη. Συγκεκριμένα, ενοχοποιούν διάφορες ιώσεις που ενεργοποιούν αυτοάνοσους μηχανισμούς, που οδηγούν στην καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη, την ορμόνη που ελέγχει τη γλυκόζη του αίματος (σάκχαρο).
ΠΡΟΣΟΧΗ! Ένα παιδί που δεν έχει την προδιάθεση, δεν πρόκειται να εκδηλώσει σακχαρώδη διαβήτη επειδή πέρασε ένα κρυολόγημα. Επίσης θα πρέπει να θυμάστε ότι ο σακχαρώδης διαβήτης δεν μεταδίδεται από άτομο σε άτομο σε καμιά περίπτωση. Επίσης κανένα παιδί δεν παρουσιάζει σακχαρώδη διαβήτη, επειδή τρώει πολλά γλυκά. Είναι όμως σίγουρα κακή διατροφική συνήθεια.
Έτσι τα άτομα τα οποία έχουν την προδιάθεση λόγω βιολογικής ταυτότητας, θα εμφανίσουν αντισώματα στο αίμα τα οποία αρχίζουν να δουλεύουν εναντίον των κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη, πολύ πριν εκδηλωθούν τα συμπτώματα του σακχαρώδη διαβήτη.
Αν το παιδί σας πηγαίνει πολύ συχνά στην τουαλέτα (ειδικά στη διάρκεια της νύχτας), αν διψάει και πεινάει πολύ, αν παραπονιέται ότι το στόμα του είναι ξερό, αν είναι συνέχεια και αδικαιολόγητα κουρασμένο, αν χάνει ξαφνικά κιλά, ή αν εκνευρίζεται εύκολα καλό είναι να απευθυνθείτε άμεσα σε κάποιον ειδικό.
Είναι απαραίτητο να υπάρχει στενή παρακολούθηση του σακχάρου με συχνό έλεγχο χρησιμοποιώντας στο σπίτι τα ειδικά μηχανάκια μέτρηση της γλυκόζης. Αν χρειάζεται πρέπει να ελέγχονται και οι κετόνες στα ούρα. Συστήνεται ακόμα μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) στο αίμα κάθε τρεις μήνες και διατήρησή της σε επίπεδα, όσο το δυνατό πιο κοντά στα φυσιολογικά. Ιδιαίτερα προσεκτικοί πρέπει να είμαστε κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
Ακόμα κι αν στην αρχή φαίνεται δύσκολο -όπως και είναι- η σωστή και επαρκής εκπαίδευση του παιδιού θα αποδειχτεί πολύ βοηθητική στη διαχείριση του διαβήτη. Άλλωστε, έρευνες έχουν δείξει ότι όταν τα παιδιά αυτοδιαχειρίζονται την πάθηση το σάκχαρο ρυθμίζεται καλύτερα. Γιατί; Επειδή το παιδί είναι υπεύθυνο και νιώθει σίγουρο και ανεξάρτητο καθώς ξέρει πόσο και τι να τρώει, πόσο και πώς να ασκείται, κάθε πότε να μετράει το σάκχαρό του, πώς και πότε να παίρνει την αγωγή του.
Σε κάθε οικογένεια η μητέρα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, τον σημαντικότερο συνήθως, για την επιλογή και τη διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών. Αυτός ο -ήδη δύσκολος- ρόλος γίνεται ακόμα σημαντικότερος, όταν υπάρχουν και κάποια μέλη στην οικογένεια που έχουν ειδικές διατροφικές ανάγκες.
Έτσι συμβαίνει και όταν υπάρχει ένα παιδί που νοσεί από διαβήτη τύπου 1, καθώς -περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια- η διατροφή στη διαχείρισή του παίζει τεράστιο ρόλο. Το παιδί χρειάζεται να υπολογίζει τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα της διατροφικής του πρόσληψης, να προγραμματίζει τα γεύματά του, να ενημερώνεται και να γνωρίζει τη σύσταση των τροφίμων και των γευμάτων του και να προσαρμόζει τα γεύματά του σε διάφορες καταστάσεις, προβλεπόμενες ή μη, σε καθημερινή βάση (π.χ. στην άθληση, στην ασθένεια κ.α.).
Καθώς, όμως, οι περισσότερες περιπτώσεις διαβήτη τύπου 1 διαγιγνώσκονται στην παιδική ηλικία, η άμεση εκπαίδευση του παιδιού σε όλα τα παραπάνω είναι αδύνατη, δεδομένου ότι δεν είναι ακόμα σε θέση να κατανοήσει και να διαχειριστεί αυτά τα θέματα. Συνεπώς, το βάρος μετατοπίζεται συνήθως στη μητέρα, που επιπλέον, καθώς το παιδί μεγαλώνει, παίρνει και το ρόλο του «εκπαιδευτή», για να το βοηθήσει να μάθει να χειρίζεται μόνο του τα θέματα της διατροφής του και να μπορέσει να αυτονομηθεί.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι γονείς αλλά και το ίδιο το παιδί στο οποίο ξαφνικά διαγιγνώσκεται διαβήτης τύπου 1, αρχικά σοκάρονται και στη συνέχεια δυσκολεύονται να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα. Είναι πολύ συνηθισμένο όλη η οικογένεια να κατακλύζεται από αρνητικά συναισθήματα τόσο όταν γίνεται η διάγνωση όσο και όταν προσπαθούν να ελέγξουν -συχνά με δυσκολία και μεγάλη αγωνία- το διαβήτη του παιδιού.
Ολόκληρη η οικογένεια, οι γονείς και βέβαια το παιδί έχουν ανάγκη υποστήριξης και ο ειδικευμένος ψυχολόγος είναι ο κατάλληλος για να τους την παρέχει. Με τη βοήθεια του ψυχολόγου θα αποδεχτούν τη διάγνωση της ασθένειας και τις ιδιαιτερότητές της με ρεαλιστικό τρόπο, θα υιοθετήσουν καινούργιες συνήθειες σχετικά με τον έλεγχο του διαβήτη και δεν θα επιτρέψουν στη νόσο να επέμβει στην επίτευξη των φυσιολογικών στόχων.
Επιπλέον, ο ψυχολόγος αποκτά κι ένα ρόλο συμβουλευτικό, ώστε να μάθουν οι γονείς πώς να συμπεριφέρονται στο παιδί που πάσχει από νεανικό διαβήτη, ανάλογα βέβαια κάθε φορά με την ηλικία του και την περίσταση.
Όμως ο ρόλος του ψυχολόγου δεν σταματά εδώ. Γίνεται και εκπαιδευτής των γονιών, και κυρίως της μητέρας, που παραδοσιακά περνά περισσότερες ώρες με το παιδί, καθώς με τη θετική τους στάση μπορούν να χαλαρώσουν, να ανακουφίσουν το παιδί, να του εμφυσήσουν την υπευθυνότητα στην αντιμετώπιση της ιδιαιτερότητάς του και παράλληλα να βοηθήσουν να αναπτυχθεί ομαλά η προσωπικότητά του.
Πηγή: newsit
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου