Οταν η Τόμι Κυρμανίδου έμαθε ότι είναι υιοθετημένη, είχε την κρυφή ελπίδα ότι η μητέρα της δεν την έδωσε με τη θέλησή της, αλλά πως εξαναγκάστηκε ή την παραπλάνησαν. «Εκανα σενάρια, σκεφτόμουν μήπως όταν με γέννησε της είπαν δήθεν ότι πέθανα. Ελεγα αυτήν την ιστορία στον εαυτό μου γιατί το να ξέρεις πως σε έδωσαν είναι πολύ βαρύ», λέει η ίδια στην «Κ».
Μεγαλωμένη στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό της το ενδεχόμενο να είναι υιοθετημένη. «Στα 13 μου ένα αγόρι από την παρέα ήρθε και μου είπε πως κυκλοφορεί αυτή η φήμη για μένα. Ρώτησα τότε τη μητέρα μου, η οποία το αρνήθηκε. Την πίστεψα. Η ίδια είχε επιδερμίδα λευκή σαν το γάλα, ξανθά μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια. Εγώ, που ήμουν ένα αρκετά σκουρόχρωμο παιδί, νόμιζα πως μοιάζω στον πατέρα μου, που είναι και αυτός μελαχρινός. Μου είπαν την αλήθεια λίγο καιρό αργότερα, πάνω σε έναν καβγά που είχα μαζί τους».
Για πολλά χρόνια η Τόμι δεν προβληματίστηκε με το ζήτημα της υιοθεσίας της, ούτε την ενδιέφερε να εντοπίσει τη βιολογική της οικογένεια. Το μοναδικό που την απασχολούσε ήταν η καταγωγή της, και πιο συγκεκριμένα να διαπιστώσει αν μια υποψία που είχε ήταν σωστή: «Ηθελα απλά να τους δω. Να μου έδειχναν από μακριά μια γυναίκα και να μου έλεγαν, «αυτή είναι η μάνα σου». Πίστευα πως είμαι τσιγγάνα και με έκαιγε να επιβεβαιώσω αν είχα δίκιο. Φανταζόμουν τη μάνα μου να περπατάει ξυπόλυτη, να φοράει φαρδιά φούστα και να έχει στο αυτί ένα γαρίφαλο!».
Αρχισε να ψάχνει τις ρίζες της αφότου γέννησε τον πρώτο της γιο, όταν δηλαδή ήταν σχεδόν 30 ετών. «Δεν υπήρχαν χαρτιά, άρα δεν γνώριζα τα ονόματά τους και η θετή μου μητέρα ήταν αρνητική στο να μου δώσει περισσότερες πληροφορίες. Μετά τον θάνατό της άνοιξα την ίδια συζήτηση με τον πατέρα μου, που αποδείχτηκε πιο ομιλητικός. Μου είπε πως η ξαδέλφη του τους είχε φέρει σε επαφή με έναν μαιευτήρα – γυναικολόγο. Είχε υιοθετήσει και η ίδια ένα παιδάκι. Ο γυναικολόγος τους είπε πως θα σας ειδοποιήσω μόλις έχω κάποιο μωρό για υιοθεσία. Πράγματι, ένα χρόνο αργότερα, το 1982, τους πήρε τηλέφωνο και τους είπε “ελάτε τώρα από το γραφείο μου, έχω ένα κοριτσάκι για εσάς”. Πήγε η μητέρα μου τρέχοντας. Του έδωσε 200 χιλιάδες δραχμές και με παρέλαβε. Ημουν ημερών, δεν είχε καν “πέσει” ο αφαλός μου. Λίγες μέρες αργότερα τους πήρε ξανά ο γιατρός και τους ζήτησε επιπλέον χρήματα, συγκεκριμένα 50.000 δραχμές για να πάει ο ίδιος στο ληξιαρχείο Θεσσαλονίκης και να με δηλώσει σαν να γεννήθηκα από τους θετούς μου γονείς».
Κύκλωμα εμπορίας βρεφών
Η Τόμι ήταν ένα από τα παιδιά τσιγγάνων που δόθηκαν τη δεκαετία του ’80 για υιοθεσία, μέσω ενός παράνομου κυκλώματος εμπορίας βρεφών. Στην περίπτωσή της γνωρίζουμε μόνο την εμπλοκή ενός γυναικολόγου. Μέσα από την ιστορία της Κατερίνας Παπακωνσταντίνου όμως φωτίζεται και ο ρόλος που έπαιζαν οι διαμεσολαβήτριες. «Γεννήθηκα το 1987. Μεγάλωσα στο Λαγονήσι. Γύρω στα 13 μου, ψάχνοντας στα συρτάρια της μάνας μου βρήκα τα πιστοποιητικά της υιοθεσίας μου. Με το που τα διάβασα πήγα αμέσως και της τα έδειξα ζητώντας της εξηγήσεις. Μου απάντησε πως αυτά τα χαρτιά δεν γράφουν για μένα και μου τα πήρε μέσα από τα χέρια. Μέσα μου όμως πλέον ήξερα».
Οταν η Κατερίνα ενηλικιώθηκε, αποφάσισε να της πει το πώς ακριβώς έφτασε στα χέρια της. Ενα φιλικό τους ζευγάρι είχε μόλις υιοθετήσει μέσω του κυκλώματος ένα μωρό και γνώριζε πως υπάρχει διαθέσιμο ένα ακόμα κοριτσάκι. Τους έφερε σε επαφή με μια διαμεσολαβήτρια που τους ζήτησε να ταξιδέψουν από το Λαγονήσι στη Μάνδρα Αττικής όπου και έμειναν τρεις – τέσσερις μέρες. «Mε τη βοήθεια της διαμεσολαβήτριας με είδαν, με πήγαν σε γιατρό να με εξετάσει και στη συνέχεια πήγαμε όλοι μαζί σε ένα συμβολαιογραφείο στη Θήβα. Εκεί έγινε η συμβολαιογραφική πράξη υιοθεσίας». Η πιο σημαντική όμως πληροφορία για την Κατερίνα ήταν ότι στο γραφείο του συμβολαιογράφου η θετή της μητέρα είδε για πρώτη και τελευταία φορά τη βιολογική. «Της ζήτησα να μου την περιγράψει και τη χαρακτήρισε ως “ένα κοριτσάκι”. Και είχε δίκιο. Οπως έμαθα αργότερα ήταν μόλις 17 ετών. Μου είπε επίσης πως στα χέρια της κρατούσε ένα ακόμα παιδί, ένα αγοράκι. Αν και η υιοθεσία μου ήταν νομότυπη οι γονείς μου φεύγοντας από τη Θήβα αφαίρεσαν τις πινακίδες του αυτοκινήτου τους, από τον φόβο της μαμάς μου μην τυχόν και αλλάξει η οικογένεια γνώμη και τους κυνηγήσει ζητώντας πίσω το μωρό».
Το επόμενο διάστημα οι γονείς της δέχτηκαν επισκέψεις από κοινωνικούς λειτουργούς που ήλεγχαν το πώς μεγαλώνει το βρέφος. Ενα χρόνο αργότερα έγινε το δικαστήριο που κατοχύρωσε την υιοθεσία. «Βέβαια, μέσα σε αυτόν τον χρόνο πήρε τηλέφωνο τους γονείς μου η μεσολαβήτρια και τους είπε πως ο ληξίαρχος θα χρειαστεί περισσότερα χρήματα, καθώς οι βιολογικοί μου γονείς δεν με είχαν δηλώσει ποτέ. Τους έδωσαν λοιπόν και τα επιπλέον χρήματα, οπότε ούτε στην πρώτη μου ληξιαρχική πράξη υπάρχουν τα ονόματα των βιολογικών γονιών. Δεν έχει δηλαδή καταγραφεί κάπου η μεταβολή».
Οι διαμεσολαβήτριες αυτών των υποθέσεων ήταν πάντα γυναίκες, συνήθως τσιγγάνες. Πολλές φορές συνεργάζονταν με γιατρούς ή και με κάποιον δικηγόρο, που τις ενημέρωναν για τους «πελάτες» που είχαν σε αναμονή, αλλά και για τυχόν αιτήματά τους σχετικά με το φύλο του μωρού. Αντίστοιχα, γνώριζαν και τσιγγάνους που τις ενημέρωναν για τα μωρά που υπήρχαν προς υιοθεσία. Η διαμεσολαβήτρια είχε το καθήκον να κάνει τη διαδρομή για να παραλάβει το βρέφος (πολλές φορές και από άλλη πόλη) και να το παραδώσει στον γιατρό. Σε άλλες περιπτώσεις, ιδίως όταν δεν μεσολαβούσε κάποιος γιατρός ή δικηγόρος, ο ρόλος τους ήταν να παραδίδουν οι ίδιες το μωρό στο ζευγάρι και να εισπράττουν τα χρήματα, από τα οποία φυσικά κρατούσαν το ποσοστό τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αν το μωρό έπρεπε να δοθεί με χαρτιά και δεν είχε δηλωθεί πουθενά, τότε ορισμένες διαμεσολαβήτριες δήλωναν το βρέφος στο όνομά τους. Ανεξάρτητα από το ποιοι και πόσοι μεσολαβούσαν, το κοινό χαρακτηριστικό είναι πως η όλη διαδικασία γινόταν χέρι με χέρι – και στο τέλος το ένα χέρι κρατούσε το μωρό και το άλλο τα χρήματα. Η συναλλαγή μπορεί να λάμβανε χώρα σε ιατρείο, σε πάρκο ή ακόμα και σε σταθμό τρένων.
Ο αντιστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας Μανώλης Σφακιανάκης επιβεβαιώνει την ύπαρξη του κυκλώματος, αλλά και τις πρακτικές που ακολουθούσε, καθώς το 1997 ήρθε και ο ίδιος σε επαφή με το παράνομο εμπόριο βρεφών. Τότε υπηρετούσε στη δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος και έπειτα από σχετική καταγγελία ξεκίνησε προανακριτική έρευνα, η οποία πράγματι κατέληξε στο ότι υπήρχε κύκλωμα όπου γιατροί, σε συνεργασία με τσιγγάνους εμπορεύονταν βρέφη.
Αγοραπωλησία πάνω στο βουνό
«Με εντολή εισαγγελέα υπήρξε η οδηγία πως κάποιος από εμάς θα χρειαστεί να υποδυθεί τον άνδρα ενός ζευγαριού που ενδιαφέρεται να αγοράσει ένα παιδί. Ο κλήρος έπεσε σε μένα. Υπήρχε και μια διαμεσολαβήτρια στην υπόθεση, δεν ήταν όμως τσιγγάνα. Αυτή έβρισκε τα παιδιά των τσιγγάνων. Μας έφερε σ’επαφή με ένα ζευγάρι και την υπόλοιπη επικοινωνία τη χειριστήκαμε μόνοι μας. Η αγοραπωλησία θα συνέβαινε πάνω σε ένα βουνό, αν θυμάμαι καλά στο όρος Αιγάλεω. Τα χρήματα που θα δίναμε ήταν γύρω στις 200 χιλιάδες δραχμές. Ηταν μια μεγάλη αστυνομική επιχείρηση, με πολλή ένταση, η οποία πράγματι οδήγησε στη σύλληψη του ζευγαριού που μας έφερε το μωρό. Δεν ήταν όμως μια μεμονωμένη πρωτοβουλία, υπήρχε κύκλωμα από πίσω. Και σίγουρα, ο μοναδικός σκοπός αυτών των γονιών ήταν να γεννήσουν παιδιά για να τα πουλήσουν».
Μία τρίτη περίπτωση είναι αυτή της Μαρίνας Γεωργιάδου από τη Θεσσαλονίκη. Η θετή της μητέρα δεν της έκρυψε ποτέ ότι είναι υιοθετημένη. Οπως της έχει πει, ήταν ο γυναικολόγος της αυτός που την ενημέρωσε για τη δυνατότητα να αγοράσει ένα μωρό, ενώ η παραλαβή της Μαρίνας έγινε το 1981 στο γραφείο του ίδιου μαιευτήρα – γυναικολόγου όπου δόθηκε και η Τόμι, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. «Ημουν ήδη τριών – τεσσάρων μηνών. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, γνωρίζω πως η βιολογική μου μητέρα τότε έμενε στη Θήβα και πως εγώ γεννήθηκα στη Λιβαδειά».
Και στις τρεις περιπτώσεις οι θετοί γονείς τους, για να τις αποκτήσουν έδωσαν αρχικά 200 χιλιάδες δραχμές και στη συνέχεια κλήθηκαν να δώσουν ένα επιπλέον ποσό, γύρω στις 50 χιλιάδες δραχμές για τα δικαστικά έξοδα. Με τα σημερινά δεδομένα το συνολικό ποσό αντιστοιχεί περίπου σε 11,5 χιλιάδες ευρώ. Είναι άγνωστο το ακριβές ποσοστό χρημάτων που πήγαινε στους βιολογικούς γονείς και ποιες ήταν οι αμοιβές των ενδιάμεσων κρίκων. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα χρήματα είναι η μοναδική απάντηση στο κοινό ερώτημα της Τόμι, της Κατερίνας, της Μαρίνας, αλλά και των υπόλοιπων παιδιών, θυμάτων αυτού του παράνομου κυκλώματος, που έψαξαν κομμάτι κομμάτι να συμπληρώσουν το παζλ της υιοθεσίας τους. «Γιατί με έδωσες;»
Η μεγάλη εικόνα που φανερώθηκε μπροστά τους είναι μονότονα κοινή: «Ολοι οι γονείς έχουν την ίδια κασέτα. Λένε ότι δεν είχαμε τον τρόπο να σας μεγαλώσουμε και σας δώσαμε για να ζήσετε καλύτερα. Και όμως, αφού έδωσαν εμάς μετά έκαναν τουλάχιστον άλλα τρία – τέσσερα παιδιά, ενώ και πριν από εμάς είχαν κάνει άλλα πόσα. Απλά έτσι έχουν μάθει. Να γεννάνε μωρά προκειμένου να τα πουλήσουν».
«Εμαθα πως είχα άλλα 11, μπορεί και 12 αδέρφια»
Η Μαρίνα ήταν η πρώτη από τις τρεις τους που πριν από οκτώ χρόνια ξεκίνησε να ψάχνει πιο ενεργά τη βιολογική της οικογένεια. Καθώς η υιοθεσία της ήταν νομότυπη, είχε στην κατοχή της τα χαρτιά της υιοθεσίας της και έτσι βρήκε σχετικά εύκολα την πρώτη της ληξιαρχική πράξη, όπου ανέγραφε τα ονόματα της βιολογικής της οικογένειας, ενώ στη συνέχεια εντόπισε και την απόφαση του δικαστηρίου. Πλέον, γνωρίζοντας τα επίθετα των γονιών της άρχισε την αναζήτηση. «Βρήκα μέσω πληροφοριών τηλεφωνικού καταλόγου τον αριθμό ενός άνδρα με το επίθετο της μητέρας μου. Τον κάλεσα, του είπα την ιστορία μου και μου είπε πως ναι, γνωρίζει την οικογένειά μου και πως είναι τσιγγάνοι της Χαλκίδας. Ο βιολογικός μου πατέρας είχε πεθάνει, η μητέρα μου όμως είναι εν ζωή, ενώ έμαθα πως είχα και τρία αδέρφια. Πρώτη φορά μιλήσαμε μέσω βιντεοκλήσης, αυτοί στη Χαλκίδα και εγώ στη Θεσσαλονίκη. Τα συναισθήματα ήταν πολύ έντονα, πολύ περίεργα, σίγουρα όμως κυριαρχούσε η χαρά».
Αυτό που τότε δεν μπορούσε να φανταστεί η Μαρίνα, ήταν πως σε λίγο καιρό θα ανακάλυπτε πως τελικά δεν είχε τρία αδέλφια, άλλα 11, μπορεί και 12. Την αρχική πληροφορία για το ότι υπήρχαν και άλλα παιδιά που δόθηκαν για υιοθεσία της την έδωσε η ίδια η μητέρα της. «Οταν την επισκέφτηκα για πρώτη φορά στον καταυλισμό στη Χαλκίδα μου είπε πως είχε ένα αγόρι το οποίο πήγε σε ίδρυμα και πως θέλει από εμένα που ξέρω γράμματα να ψάξω να το βρω. Οπως ανακάλυψα αργότερα η ιστορία είχε ως εξής: Προσπάθησαν να δώσουν και αυτό το παιδί για υιοθεσία, η διαδικασία όμως δεν ολοκληρώθηκε γιατί τους έπιασαν. Το μωρό στάλθηκε σε ίδρυμα, δεν υιοθετήθηκε, αλλά μεγάλωσε σε ανάδοχη οικογένεια. Προκειμένου να έρθω σε επαφή μαζί του απευθύνθηκα σε τηλεοπτική εκπομπή. Τότε, ένας δημοσιογράφος με ρώτησε αν η μητέρα μου είχε δώσει και άλλα μωρά για υιοθεσία. Αυτό με έβαλε σε υποψίες. Πράγματι, έπειτα από λίγο καιρό η μητέρα μου παραδέχτηκε πως ναι, υπήρχαν και άλλα παιδιά, δεν θυμάται όμως ηλικίες, φύλο ή ακριβή αριθμό. Ηρθα λοιπόν σε επαφή με τη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας Θεσσαλονίκης και έτσι βρήκα πως έχω άλλες τρεις αδελφές. Η μία μεγάλωσε στη Γερμανία, η άλλη στο Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης και με την τρίτη… ήμασταν γειτόνισσες, μας χώριζε μόλις ένας δρόμος. Η Πρόνοια μεσολάβησε και μας έφερε σε επαφή. Λίγο αργότερα κατάφερα και βρήκα μόνη μου και τον αδελφό που είχε δοθεί στο ίδρυμα. Πλέον ήμουν σίγουρη πως υπήρχαν και άλλα αδέλφια. Εβαζα κάτω τις χρονολογίες και έβλεπα μεγάλα κενά. Ελεγα δεν υπάρχει περίπτωση αυτή η γυναίκα να άφησε να περάσουν τόσα χρόνια χωρίς να κάνει παιδιά. Πράγματι, από το ληξιαρχείο της Χαλκίδας εντόπισα μια ακόμα αδελφή μου και λίγο αργότερα βρεθήκαμε και με μια δεύτερη, καθώς είχαμε κάνει και οι δύο τεστ DNA. Πλέον ψάχνω ακόμα ένα, μπορεί και δύο αδέλφια».
Τα γενετικά τεστ είναι εξαιρετικά χρήσιμα στις περιπτώσεις υιοθεσιών, καθώς στις βάσεις δεδομένων των εταιρειών που τα παρέχουν δημιουργούνται «οικογενειακά δέντρα DNA». Επιπλέον, δίνουν στους χρήστες ορισμένες πληροφορίες για τους βιολογικούς συγγενείς που έχουν κάνει το ίδιο τεστ με αυτούς, αλλά και τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Η διαδικασία του τεστ είναι πολύ απλή καθώς μπορεί οποιοσδήποτε να το παραγγείλει διαδικτυακά και να το παραλάβει μέσω ταχυδρομείου. Το σετ περιλαμβάνει μια απλή μπατονέτα και το δείγμα λαμβάνεται μέσω σάλιου. Ο χρήστης στέλνει πίσω στο εργαστήριο το δείγμα και τρεις με τέσσερις εβδομάδες αργότερα λαμβάνει ηλεκτρονικά τα αποτελέσματα. Σε «κανονικές» συνθήκες οι βαθμοί συγγένειας είναι ξεκάθαροι, όπως όμως εξηγεί η Μαρίνα έχουν υπάρξει πολλές αιμομιξίας στη φυλή της Χαλκίδας, οπότε το μόνο που μπορεί να βεβαιωθεί με ασφάλεια είναι η σχέση παιδιού – γονιών καθώς και των αδελφών μεταξύ τους. Κάθε άλλη εκτιμώμενη συγγένεια, για παράδειγμα σε ανθρώπους που εμφανίζονται στη βάση ως ξαδέλφια, χρειάζεται επιπλέον έρευνα.
Μέσα από τεστ DNA βρήκε η Τόμι τη δική της οικογένεια. «Το 2018 σε μια ομάδα Υιοθετημένων Παιδιών στο Facebook είδα ένα post της Μαρίνας, που ακόμα φυσικά δεν τη γνώριζα. Εγραφε ότι έχει βρει τη βιολογική της μητέρα και ότι γνωρίζει πως έχει αδελφές που δόθηκαν για υιοθεσία και ψάχνει να τις βρει. Επικοινώνησα μαζί της και τη ρώτησα πώς τα κατάφερε να εντοπίσει την οικογένειά της. Η απάντησή της με απογοήτευσε γιατί μου είπε πως αυτή είχε χαρτιά. Εγώ δεν είχα χαρτιά… Μου έδωσε όμως διάφορες πληροφορίες που δεν γνώριζα. Μου είπε πως η ίδια κατάγεται από τους Χαλκιδαίους Ελληνες Τσιγγάνους, μια φυλή που είχε δώσει πολλά παιδιά για υιοθεσία. Μέσα από συνομιλίες μου με άλλα παιδιά που είχαν βρει ή που έψαχναν να βρουν τις οικογένειές τους έμαθα για πρώτη φορά την ύπαρξη των τεστ DNA. Τον Δεκέμβριο του 2018 έκανα το τεστ και λίγες εβδομάδες μετά το αποτέλεσμά του ήταν πως έχω μια αδελφή, την Ελεν. Της έστειλα αμέσως μήνυμα και λίγη ώρα αργότερα κάναμε βιντεοκλήση. Ηταν ένα απίστευτο συναίσθημα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, έπειτα από 37 χρόνια, ένιωσα πως υπάρχει ένας άνθρωπος με τον οποίο μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα –όχι όμως και την ίδια γλώσσα.
Ο θετός πατέρας της Ελεν είναι Ελληνας και η μητέρα της Καναδέζα. Την υιοθέτησαν στην Ελλάδα και αμέσως μετά έφυγαν στον Καναδά. Η ίδια μου επιβεβαίωσε πως προερχόμαστε από τους Χαλκιδαίους τσιγγάνους. Ηδη είχαν κάνει τεστ περίπου 10 άτομα από τη φυλή και είχαν αρχίσει να φαίνονται οι συγγενικές συνδέσεις. Η Ελεν είχε βρει ορισμένα ξαδέλφια, δεν είχε βρει όμως ακόμα τους γονείς μας. Σε εκείνη την πρώτη επικοινωνία μου είπε πως περιμένει μέσα στις επόμενες μέρες το αποτέλεσμα του τεστ μιας γυναίκας που πιθανότατα να είναι η μητέρα μας, καθώς έμοιαζαν εκπληκτικά. Η Ελεν της είχε στείλει στο σπίτι το τεστ, η γυναίκα αυτή με τη βοήθεια συγγενών το είχε κάνει, και σε ένα 10ήμερο θα γνωρίζαμε αν είναι η μαμά μας. Ζήτησα να κάνουμε όλες μαζί μια βιντεοκλήση, ήθελα να δω αν μοιάζαμε. Δεν μοιάζαμε καθόλου! Είπα πως αποκλείεται να είναι αυτή η γυναίκα η μητέρα μου. Η ίδια έλεγε πως έχει δώσει μόνο ένα κοριτσάκι, πως κόρη της είναι μόνο η Ελένη και πως “εσύ δεν ξέρω τίνος είσαι”. Δυο – τρεις μέρες αργότερα παραδέχτηκε πως έδωσε και ένα ακόμα κοριτσάκι. Και δέκα μέρες αργότερα βγήκε το τεστ, που επιβεβαίωσε ότι είμαστε και οι δύο κόρες της. Τότε μας είπε πως υπάρχει και ένα αγοράκι. Εκτοτε ψάχνω να βρω τον αδελφό που έχω κάπου εκεί έξω. Ενα μήνα μετά τα αποτελέσματα ταξίδεψα από την Αγγλία όπου ζω και ήρθα στην Ελλάδα ώστε να συναντήσω τη βιολογική μου οικογένεια από κοντά. Ηταν ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου και η μητέρα μου είχε στολίσει για μένα το σπίτι με κόκκινες τούρτες και αρκουδάκια με καρδιές. Ηταν πολύ όμορφο».
Μέλος της online κοινότητας Υιοθετημένων Παιδιών δεν άργησε να γίνει και η Κατερίνα. «Οταν έγινα για τρίτη φορά μητέρα και βλέποντας τη σχέση που έχουν αναπτύξει τα παιδιά μου μεταξύ τους άρχισα να αναρωτιέμαι: Και αν αυτό το αγοράκι που μου είχαν πει ότι κρατούσε η μητέρα μου στη Θήβα είναι ο αδελφός μου;». Το ότι ήταν τσιγγάνα το γνώριζε πολύ καλά. Δεν χρειαζόταν καμία επιβεβαίωση καθώς, όπως λέει, «με κοίταζα στον καθρέφτη και με έβλεπα!». Αυτό όμως που δεν ήξερε ήταν το πώς να ξεκινήσει την αναζήτησή της, οπότε παρακάλεσε τη μητέρα της να τη βοηθήσει δίνοντάς της περισσότερες πληροφορίες. Ηταν πλέον 30 χρόνων. Η μητέρα της τότε της έδωσε και την τελευταία πληροφορία που είχε, ίσως την πιο σημαντική: μια διεύθυνση στη Χαλκίδα.
Η Κατερίνα, μαζί με τον πρώην άνδρα της, ταξίδεψαν στη Χαλκίδα, έδειξαν σε κάποιους γνωστούς που είχαν εκεί τη σημειωμένη διεύθυνση, αλλά η αντίδρασή τους ήταν τρομακτική. «Μου είπαν πως πρόκειται για καταυλισμό και αν πάω εκεί δεν θα βγω ζωντανή. Με επηρέασαν τόσο πολύ που τελικά δεν πήγα, έφυγα. Λίγα χρόνια αργότερα, στα 33 μου, μπήκα σε μια σελίδα Υιοθετημένων Παιδιών στο Facebook. Δεν έγραψα δημόσιο post, έστειλα απευθείας μήνυμα σε έναν από τους διαχειριστές της ομάδας και τον ρώτησα αν θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ζήτησε να δει τα χαρτιά μου, κατάλαβα πως κάτι αναγνώρισε στα ονόματα των βιολογικών μου γονιών. Μου είπε πως σε λίγα λεπτά θα μου έχει νέα. Δεν τον πήρα στα σοβαρά, πίστεψα πως με κοροϊδεύει. Και όμως, δεν πέρασε ούτε μια ώρα και με πήρε τηλέφωνο λέγοντας μου πως έχει βρει τον αδερφό της μητέρας μου. Εγώ ήμουν σε σοκ. Αμέσως μετά με κάλεσε με βιντεοκλήση ένας άνδρας που μου είπε πως είναι θείος μου. Με το που με είδε μου είπε πως μοιάζω απίστευτα με τη μητέρα μου, η οποία είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν. Αν τότε που είχα πάει στη Χαλκίδα είχα μπει μέσα στον καταυλισμό θα την είχα προλάβει.
«Ο πατέρας μου ήταν χρήστης ναρκωτικών»
Στο ίδιο τηλεφώνημα έμαθα πως ο πατέρας μου ήταν χρήστης ναρκωτικών και πως έχω δύο αδελφούς και μία αδελφή. Την επόμενη μέρα έλαβα μήνυμα από ένα αγόρι που μου έγραφε “Γεια. Είσαι η αδελφή μου. Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη, δεν ήξερα τίποτα”. Είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος, λογικό να μη θυμάται τη μητέρα μας έγκυο. Ο πατέρας μου από την πλευρά του παραδέχτηκε πως εκτός από μένα έδωσαν για υιοθεσία και άλλα δύο παιδιά, δεν μπορούσε όμως καν να θυμηθεί το φύλο τους. Πλέον δεν ζει, όπως δεν ζει και o ένας μου ο αδελφός. Πρόλαβα όμως και τους συνάντησα όλους τους. Στον δρόμο για εκείνη την πρώτη γνωριμία με έπιασε μια φοβερή άρνηση, έλεγα στον πρώην σύζυγό μου πως δεν θέλω να πάμε, του ζητούσα να γυρίσουμε πίσω. Δεν ήξερα τι συνθήκες θα έβρισκα, έλεγα “δεν θέλω να πάω στο τσαντίρι”. Με το που φτάσαμε είδα έναν άνδρα που μου έμοιαζε πάρα πολύ να έρχεται κατά πάνω μου να με αγκαλιάσει. Εγώ, δεν ξέρω γιατί, του άπλωσα απλά το χέρι μου και του είπα “χαίρω πολύ”. Αυτός ο άνδρας ήταν ο μεγάλος μου αδελφός και πλέον έχουμε μια πολύ καλή σχέση. Κακά τα ψέματα όμως, τα χρόνια που χάσαμε ως αδέρφια δεν αναπληρώνονται». Η Τόμι συμφωνεί: «Ναι μεν βρίσκουμε τις οικογένειές μας, παραμένουμε όμως ακόμα ξένοι. Και ας έχουμε το ίδιο αίμα, ας μοιραζόμαστε το ίδιο DNA».
Ενας άλλος δεσμός, πιο δυνατός από αυτούς που ανέπτυξαν με τις βιολογικές τους οικογένειες έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στα υιοθετημένα παιδιά των Χαλκιδαίων. Η Τόμι, η Κατερίνα και η Μαρίνα ανήκουν σε μια πολύ δεμένη παρέα γυναικών, ξαδέλφες όλες μεταξύ τους, που μοιάζουν να μοιράζονται διαφορετικά κομμάτια μιας ίδιας, επαναλαμβανόμενης υιοθεσίας. «Οι βιολογικοί μας γονείς θεωρούν το παράνομο εμπόριο βρεφών ως κάτι το φυσιολογικό. Και για αυτόν τον λόγο δεν έχουν αρνηθεί ποτέ να επανενωθούν με κάποιο παιδί που έχουν δώσει. Δεν έχουν τύψεις ή ενοχές». Τα κορίτσια δέχονται συνεχώς μηνύματα από υιοθετημένα παιδιά που αναζητούν τους γονείς ή τα αδέλφια τους, όπως όμως διευκρινίζει η Τόμι μπορούν να βοηθήσουν μόνο σε περιπτώσεις της δικής της φυλής. «Συνήθως αυτά τα παιδιά είναι ξαδέλφια μας και δεν το ξέρουν! Σε αυτές τις περιπτώσεις τους εξηγώ πως είμαστε τα πουλημένα, ή αλλιώς τα αγορασμένα παιδιά και πως είμαστε τσιγγάνοι. Φυσικά και μας έχει συμβεί πολλές φορές να κόψουν κατευθείαν κάθε επαφή με το που ακούν πως οι γονείς τους είναι τσιγγάνοι. Εμείς όμως δεν έχουμε άλλη επιλογή, τους λέμε την αλήθεια, όσο και αν τους πληγώνει, όσο ωμή και αν είναι».
Βάση δεδομένων
Οταν η Τόμι βρήκε την οικογένειά της, ελάχιστα ήταν τα μέλη της φυλής που είχαν δώσει δείγμα DNA. Oπότε το επόμενο βήμα ήταν η τροφοδότηση της βάσης. «Δώσαμε όλα τα παιδιά χρήματα, ο καθένας όσα μπορούσε. Εβαλε μέχρι και η βιολογική μου μάνα. Ζητήσαμε χρήματα και από τους ίδιους τους Χαλκιδαίους με σκοπό να πιάσουμε ένα μέλος από την κάθε οικογένεια, ουσιαστικά έναν άνθρωπο από το κάθε επίθετο, και να του ζητήσουμε να κάνει τεστ. Ετσι, κάθε παιδί που ψάχνει τις ρίζες του, δεν έχει χαρτιά και προέρχεται από τη φυλή μας να βρει σε ποια οικογένεια ανήκει. Η όλη φυλή αποτελείται από 17 οικογένειες. Αυτή τη στιγμή έχουν πραγματοποιηθεί και καταχωρισθεί περίπου 150 τεστ. Ταυτόχρονα εγώ η ίδια έχω καταγράψει 1.570 άτομα της φυλής, συμπληρώνοντας τα γενεαλογικά δέντρα των οικογενειών. Με όποιον Χαλκιδαίο μιλάω τον ρωτάω ποιοι είναι οι γονείς του, ποιοι είναι οι παππούδες του κ.ο.κ. Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, τα τελευταία τρία – τέσσερα χρόνια, περίπου 200 υιοθετημένα παιδιά, είτε μέσω των τεστ, είτε μέσω έρευνας, έχουν βρει πως η βιολογική οικογένεια τους ανήκει στη φυλή των Χαλκιδαίων. Ολη αυτή η ενασχόληση έχει και για εμάς προσωπικό κόστος. Ο άνδρας μου πολλές φορές εκνευρίζεται με το πόσες ώρες μπορεί να δαπανώ προκειμένου να βοηθήσω σε μια αναζήτηση. Πλέον έχω βάλει τα όριά μου».
Η Τόμι δεν κρύβει την οργή της για την όλη κατάσταση, καθώς όπως λέει «γνωρίζω πως έστω και σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν, η αγοραπωλησία βρεφών από τη φυλή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα».
Συνηθίζουμε να παρομοιάζουμε την έλευση ενός μωρού στη ζωή μας ως δώρο και είναι πολλοί οι απελπισμένοι που –όπως φαίνεται– θα έφταναν αρκετά μακριά ώστε να το αποκτήσουν. Το τίμημα είναι η συντήρηση ενός παράνομου κυκλώματος που καμία ροζ κορδέλα και καμία παιδική φωνή δεν αρκεί για να καλύψει την ασχήμια του.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου