Περίπου ένας στους τέσσερις ανθρώπους βιώνει την ψυχική ασθένεια κάθε χρόνο, ενώ σχεδόν 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν με μία διαγνώσιμη ψυχική διαταραχή. Εκτός από τη σημαντική οικονομική επιβάρυνση, οι ψυχικές ασθένειες αποτελούν μία από τις κύριες αιτίες αναπηρίας καθώς και πρόωρου θανάτου (έως και δύο δεκαετίες νωρίτερα) λόγω σωματικών παθήσεων που μπορούν να προληφθούν, ενώ η αυτοκτονία είναι η δεύτερη κύρια αιτία θανάτου μεταξύ των νέων. Οι άνθρωποι που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες βιώνουν επίσης εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων τους δικαιωμάτων, διακρίσεις και στιγματισμό.
Τα συστήματα υγείας σε ολόκληρο τον κόσμο δεν έχουν ακόμη ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην οικονομική, ιατρική και κοινωνική επιβάρυνση των ψυχικών διαταραχών. Μεταξύ 76% και 85% των ατόμων με σοβαρές ψυχικές διαταραχές στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, και μεταξύ 35% και 50% στις χώρες υψηλού εισοδήματος δε λαμβάνουν καμία θεραπεία για τη διαταραχή τους. Μέρος αυτού του χάσματος οφείλεται εν μέρει στην έλλειψη πόρων, εντός των χωρών, για την κάλυψη των αναγκών ψυχικής υγείας, καθώς και στην άνιση κατανομή και την αναποτελεσματική χρήση των πόρων αυτών, γεγονός που εμποδίζει την πρόσβαση στη φροντίδα. Επιπλέον, πολλοί ασθενείς απορρίπτουν τη φροντίδα λόγω της ύπουλης φύσης της ψυχικής ασθένειας που συχνά εμποδίζει την ίδια τη θεραπεία της (πολλοί άνθρωποι με σχιζοφρένεια δε συνειδητοποιούν ότι πάσχουν από κάποια ασθένεια), καθώς και επειδή φοβούνται τις επιπτώσεις και τον στιγματισμό. Τα προβλήματα επιδεινώνονται περαιτέρω από την κακή ποιότητα της περίθαλψης, την αναποτελεσματικότητα πολλών διαθέσιμων θεραπειών και την έλλειψη μακροχρόνιας δέσμευσης των ατόμων που τις λαμβάνουν. Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό όσων έχουν πρόσβαση σε περίθαλψη λαμβάνουν ελάχιστα επαρκείς (σύμφωνα με τα τρέχοντα επιστημονικά πρότυπα) θεραπείες που ανταποκρίνονται στο επίπεδο των αναγκών του ασθενούς. Πολλοί άνθρωποι στους οποίους χορηγείται φαρμακευτική αγωγή δεν παίρνουν τα φάρμακά τους και από αυτούς που τα παίρνουν, μόνο ένα μικρό ποσοστό ανταποκρίνεται σε αυτά. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι μόνο το 5-10% όσων έχουν πρόσβαση σε περίθαλψη γίνονται καλά.
Η πανδημία COVID-19 και η πρωτοφανής κρίση ψυχικής υγείας που προκάλεσε λειτούργησαν ως ένα «stress-test», το οποίο αποκάλυψε πόσο διαλυμένα και ευάλωτα είναι τα συστήματα ψυχικής υγείας παγκοσμίως. Χρειάζεται επειγόντως μία μαζική επένδυση στην ψυχική υγεία σε τρία μέτωπα: Πρώτον, χρειάζονται στοχευμένες προσπάθειες για την αύξηση της ευαισθητοποίησης σε θέματα ψυχικής υγείας και τη μείωση του στίγματος, το οποίο τροφοδοτείται από παρανοήσεις σχετικά με την αιτιολογία της ψυχικής νόσου, καθώς και από τις στερεοτυπικές πεποιθήσεις. Η ενσωμάτωση της εκπαίδευσης σε θέματα ψυχικής υγείας σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης σε θέματα υγείας στα σχολεία έχει τη δυνατότητα να αποστιγματίσει την ψυχική ασθένεια, να ενισχύσει την ευαισθητοποίηση και τις δεξιότητες που απαιτούνται για την πρόληψη και να ενθαρρύνει την αναζήτηση βοήθειας. Δεύτερον, υπάρχει ανάγκη επέκτασης και επιτάχυνσης της ανάπτυξης των διαθέσιμων θεραπειών και παρεμβάσεων, καθώς και των μηχανισμών κοινωνικής υποστήριξης και μακροχρόνιας φροντίδας ανάρρωσης. Αν και η τεχνολογία δε μπορεί και δεν πρέπει να υποκαταστήσει την ανάγκη της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, οι διαδικτυακές συνδέσεις των επαγγελματιών ψυχικής υγείας μέσω της εφαρμογής της τηλεψυχιατρικής μπορούν να διευκολύνουν την ευρύτερη ανάπτυξη της περίθαλψης, ιδίως σε αγροτικούς και υποεξυπηρετούμενους πληθυσμούς. Τρίτον, υπάρχει επείγουσα ανάγκη έρευνας για τη βελτίωση των υφιστάμενων θεραπειών και, κυρίως, για τον εντοπισμό νέων θεραπειών για τις ψυχικές διαταραχές με τη σύνδεση νέων επιστημονικών ανακαλύψεων, τολμηρού οράματος και επιστημονικής πειθαρχίας.
Η σύγχρονη αναβίωση των προσπαθειών για την ανάπτυξη θεραπειών για τις ψυχιατρικές διαταραχές έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει το μέλλον της ψυχιατρικής περίθαλψης με βαθύ τρόπο, αλλά πρέπει να σεβαστεί τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τα μέσα του εικοστού αιώνα, όσον αφορά όχι μόνο τις κλινικές, αλλά και τις κοινωνικές επιπτώσεις της ανεπαρκούς επιστημονικής πειθαρχίας. Ως γιατρός και νευροεπιστήμονας που έχει μελετήσει τη σχιζοφρένεια εδώ και δεκαετίες, βρίσκω την ιστορία της Χλωροπρομαζίνης (επίσης γνωστή με την εμπορική της ονομασία, Thorazine) αρκετά διδακτική: αρχικά, ήταν ένα αντιισταμινικό φάρμακο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως αγχολυτικό και διαπιστώθηκε ότι μειώνει τη διέγερση, τις ψευδαισθήσεις και τις παραληρητικές ιδέες σε ψυχωσικούς ασθενείς. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, αναγεννήθηκε ως αντιψυχωσικό, συγκρίθηκε με τη χρήση της πενικιλίνης για τις μολυσματικές ασθένειες και προώθησε για πρώτη φορά την ιδέα ότι οι ψυχικές ασθένειες μπορούσαν να θεραπευτούν με φάρμακα. Ο ενθουσιασμός για τη Χλωροπρομαζίνη, η οποία εισήχθη στην κλινική πρακτική χωρίς καμία υποστηρικτική κλινική δοκιμή, επιτάχυνε σημαντικά τη διαδικασία αποϊδρυματοποίησης που ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1960 και σήμανε την εκτροπή της φροντίδας ψυχικής υγείας από τα άσυλα στα κοινοτικά κέντρα ψυχικής υγείας. Το γεγονός ότι η Χλωροπρομαζίνη δεν τήρησε την υπόσχεσή της ως θαυματουργή θεραπεία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλές χώρες έκλεισαν τα ψυχιατρικά τους ιδρύματα χωρίς να συντονίσουν προσεκτικά τη δημιουργία κοινοτικών κέντρων ψυχικής υγείας, περιόρισε σοβαρά την πρόσβαση στην περίθαλψη, δημιουργώντας μία νέα κρίση που αντηχεί μέχρι σήμερα με τη μορφή των αστέγων, της περιθωριοποίησης, της φυλάκισης και του συνωστισμού των τμημάτων επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων.
Η ανακάλυψη της χλωροπρομαζίνης έγινε σε μεγάλο βαθμό τυχαία, σε μία εποχή όπου η γνώση των μηχανισμών που διέπουν τις ψυχικές ασθένειες ήταν πολύ υποτυπώδης. Η δραματική πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία 10-15 χρόνια στην ενσωμάτωση της γονιδιωματικής και των νευροεπιστημών στην ψυχιατρική έχει βελτιώσει την κατανόηση της γενετικής αρχιτεκτονικής των ψυχιατρικών διαταραχών (τι είδους και πόσες διαφορετικές μεταλλάξεις αυξάνουν τον κίνδυνο για ψυχιατρικές διαταραχές) και παρείχε νέες πληροφορίες για την παθοφυσιολογία τους (τι είδους αποτυχίες στα εγκεφαλικά κυκλώματα οδηγούν στα συμπτώματά τους). Η πολύπλοκη βιολογική φύση των ψυχιατρικών διαταραχών εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, αλλά αυτή η νεοαποκτηθείσα γνώση παρείχε μία πλατφόρμα για την ανάπτυξη και δοκιμή, με αυστηρό τρόπο, νέων θεραπειών και παρεμβάσεων που μπορούν να εφαρμοστούν στοχευμένα, με κάποιο βαθμό εξειδίκευσης και λιγότερες παρενέργειες, σε μεμονωμένους ασθενείς ή σε ομάδες ασθενών που μοιράζονται γενετικές επιβαρύνσεις ή άλλους παθοφυσιολογικούς δείκτες. Εβδομήντα χρόνια αφότου η χλωροπρομαζίνη έγινε για πρώτη φορά διαθέσιμη (το Νοέμβριο του 1952), τα καλά νέα είναι ότι, μαθαίνοντας από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας, καθώς και από τη συλλογική σοφία σχεδόν όλων των άλλων ιατρικών κλάδων, έχουμε τώρα μία ρεαλιστική ευκαιρία, έναν οδικό χάρτη και μία δέσμευση για την υλοποίηση ενός πραγματικού μετασχηματισμού στη θεραπεία των ψυχιατρικών ασθενειών.
Joseph A. Gogos, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia και Κύριος Ερευνητής του Zuckerman Mind Brain Behavior Institute
Πηγή: ΙΣΝ - Διάλογοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου