Γράφει η Ειρήνη Κοκκόρου στο People&Ideas
Μια ιστορία για την ροή και την σχέση γονιών – παιδιών, μια ροή που μεταβάλλει διαρκώς τη σχέση με τα παιδιά μας, σε έναν τόπο ανθοφορίας και καρποφορίας.
Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη..Έτσι ξεκινά συνήθως ένα παραμύθι. Η λέξη παραμύθι έχει τις καταβολές της, στο ρήμα «παραμυθούμαι». Που σημαίνει :παρηγορώ, ενθαρρύνω, υποστηρίζω. Ό,τι χρειάζεται κάθε γονιός, ό,τι χρειάζεται κάθε παιδί. Ένας και μόνο βασικός μύθος συναντάται στις αφηγήσεις των παραμυθιών ανά τους αιώνες. Η ιστορία του ήρωα που βαίνει προς την ολοκλήρωσή του ξεπερνώντας δύσκολα εμπόδια. Όταν γινόμαστε γονείς μπαίνουμε σε ένα άγνωστο μονοπάτι με πολλές εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις. Αν σταθούμε μπροστά στις δυσκολίες αυτές βλέποντάς τις ως πρόκληση όπως οι ήρωες των παραμυθιών, τότε μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, επιτυγχάνοντας και τη δική μας ποθητή ολοκλήρωση ως άτομα. Το παιδί μας το μεγαλώνουμε μα και το παιδί μάς μεγαλώνει με την έννοια της ωρίμανσης της προσωπικότητας μας.
Μια μικρή ιστορία θα μας οδηγήσει μέσα από τη σύμβαση «ότι θα πούμε ψέματα» ( σύμβαση στην οποία υπακούουν όλα τα παραμύθια) σε μια βαθιά κρυμμένη αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε.
Η ιστορία της ραγισμένης στάμνας 1
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας ουρανός. Από κάτω ήταν μια γη γεμάτη γυμνές πέτρες κι αγκάθια, γιατί αυτός ο ουρανός δεν έβρεχε αρκετά ποτέ. Και κάθε πρωί ανάμεσα στις πέτρες και στ’ αγκάθια περνούσε ένας άνθρωπος που άνοιγε με το καθημερινό πέρασμα του ένα μονοπάτι.
Ο άνθρωπος, κάθε που πήγαινε να ξημερώσει, έπαιρνε τις δυο του στάμνες. Με το δεξί χέρι κρατούσε τη στάμνα που είχε πάνω της ζωγραφισμένο ένα δέντρο, και με το αριστερό, τη στάμνα που είχε ένα πουλί. Κάθε πρωί – δέντρο, πουλί. Έπαιρνε το μονοπάτι που ξεκινούσε από την πόρτα της καλύβας του, κι έπιανε ν’ ανηφορίζει ως την πηγή. Εκεί γέμιζε τις στάμνες καθάριο, δροσερό νερό κι ύστερα επιστρέφοντας, κάποια στιγμή σταματούσε κι ακουμπούσε τις στάμνες του στις άκρες του μονοπατιού, όχι πάντα στο ίδιο σημείο. Σταματούσε, όχι για να ξαποστάσει, αλλά για να μαζέψει κάτι. Αν κάποιος μπορούσε να τον δει από μακριά, θα παραξενευότανε. Τι να μάζευε; Πέτρες; Δέρματα φιδιών; Σαμιαμίδια; Όμως, ποτέ δε βρέθηκε κανένας σε κείνη την ερημιά κι έτσι κανένας δεν τον είδε ούτε να σκύβει, ούτε να ορθώνει το κορμί και, με τις στάμνες κι ό,τι είχε μαζέψει, χωμένο στην τσέπη της ποδιάς του, να γυρνάει στο σπιτικό του.
Και πέρναγε ο καιρός. Ώσπου, μια μέρα, ο άνθρωπος – ας πούμε πως ήτανε γυναίκα -, τη στιγμή που φορτωμένη τις γεμάτες στάμνες και με φουσκωμένη την τσέπη της ποδιάς έφτανε σπίτι, άκουσε έναν αναστεναγμό κι ύστερα μια μικρή φωνούλα:
-Είμαι άχρηστη, δεν αξίζω τίποτα πια.
Γυρνάει και βλέπει τη στάμνα που κρατούσε στο αριστερό της χέρι να ζωντανεύει, κι έμοιαζε σαν το ζωγραφισμένο πάνω της πουλί να λαλεί ένα μικρό παράπονο.
-Μιλάς; παραξενεύτηκε η γυναίκα.
-Δε με βλέπεις; Έχω μια μεγάλη ραγισματιά κι εδώ και καιρό φέρνω στο σπίτι το μισό νερό από κείνο που κουβαλάει η αδερφή μου. Το άλλο χύνεται στο δρόμο και χάνεται. Πρέπει να με πετάξεις.
Τότε, η γυναίκα χαμογέλασε. Ακούμπησε τις δυο στάμνες στο κατώφλι και τους είπε:
-Δεν ξέρω αν βλέπετε αυτό που βλέπω, όμως αν το μπορείτε, κοιτάξτε το μονοπάτι. Η μια του πλευρά είναι κατάξερη. Η άλλη, γεμάτη χορταράκια και πολύχρωμα λουλούδια. Είστε καλές και άξιες κι οι δυο, όμως αν κάποια μου δίνει ξεχωριστή χαρά είναι εκείνη που δεν καταφέρνει να φέρει σπίτι όλο το νερό. Στάμνα μου με το δέντρο, σ’ ευχαριστώ που μου φέρνεις όσο νερό σου γεμίζω. Στάμνα μου με το πουλί, σ’ ευχαριστώ που όσο νερό χάνεις, τόσα χορταράκια, τόσα λουλούδια ποτίζεις για να μαζεύω κάθε μέρα στην ποδιά μου. Άχρηστη, εσύ; Εσύ κάθε πρωί ελευθερώνεις την καρδιά μου!
Ας τοποθετήσουμε αυτή την παραβολή στην καθημερινή, αγωνιώδη πολλές φορές προσπάθεια μας, να περπατήσουμε το μονοπάτι μας ως γονείς.
Η σχέση μας με τα παιδιά μας είναι ένας τόπος που καλούμαστε να τον κάνουμε να καρποφορήσει. Mόνο εμείς μπορούμε να το πετύχουμε. Και πάντα μαζί τους. Κανένας ουρανός πάνω κι έξω από εμάς δεν μπορεί να το κάνει αυτό για εμάς. Εμείς καλούμαστε να φέρουμε και να ποτίσουμε τη σχέση μας με το ζωφόρο νερό, το νερό της πηγής μας ,που υπόσχεται τη ροή, την κίνηση της σχέσης μας με τα παιδιά μας κι επομένως τη διαρκή μεταβολή αυτής της σχέσης.
Θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε σε αυτή τη γυναίκα, την κάθε μητέρα ή και τον πατέρα που κάθε πρωί νιώθει την ανάγκη, να ανηφορίσει ώς την πηγή για να πάρει νερό. Ο κάθε γονιός παίρνει το δρόμο για την πηγή μονάχος – από μονοπάτι και μάλιστα ανηφορικό.
Διαβάτη, το μονοπάτι το ανοίγεις περπατώντας». Η σχέση που συν δημιουργούμε με τα παιδιά μας βήμα- βήμα είναι ένα μονοπάτι! Τα βήματα μας το ανοίγουν. Και ο πιο καλά μελετημένος χάρτης, η πιο δοκιμασμένη συνταγή , η πιο σοφή συμβουλή μπορεί να μας βγάλουν έξω από αυτό, αν δεν συμβουλευόμαστε την πυξίδα των συναισθημάτων και των αναγκών ,των δικών μας και των παιδιών μας. Το μονοπάτι μας, είναι μόνο δικό μας κι άρα ξέχωρο , διαφορετικό από όλων των άλλων γονιών.. Όταν μαζεύουμε τα λουλούδια του ή κουβαλάμε τις πέτρες του, εμείς ξέρουμε πώς σκύβουμε ή πώς ορθώνουμε το κορμί μας.
Η στάμνα με το δέντρο θα μπορούσε να είναι η κοινωνική επιταγή της εκπλήρωσης του γονεϊκού μας ρόλου. Τα «πρέπει…» των άλλων στα οποία καλούμαστε να ανταποκριθούμε. Οι οδηγίες που μας έρχονται άνωθεν, από το βήμα της επιστήμης και μας υποδεικνύουν μια «Αλήθεια», ως καθολική: «Ο καλός γονιός πρέπει να φέρεται έτσι… », «Ο κακός γονιός φέρεται …. αλλιώς».
Η στάμνα με το πουλί θα μπορούσε να είναι η στάμνα της ύπαρξης μας. Της ανθρώπινης κι άρα ατελούς ύπαρξης μας. Με τους προσωπικούς μας περιορισμούς, τις επιθυμίες, τις ματαιώσεις, τα πραγματικά μας συναισθήματα. Είναι φθαρμένη, ραγισμένη. Όμως το χώμα – το παιδί μας – που κι αυτό είναι γήινο κι άρα ατελές, με τους δικούς του περιορισμούς, τα πραγματικά συναισθήματα του, τις επιθυμίες κι ανάγκες του, έχει κρυμμένους σπόρους. Το νερό που το ποτίζει καθώς χύνεται από τη ραγισματιά της στάμνας της ύπαρξης μας μπορεί να τους κάνει ν’ ανθίζουν.
Οι ευθύνες που αναλαμβάνουμε ως γονείς φαίνεται σαν να μας αναγκάζουν να μπούμε σε ένα ρόλο. Φοράμε το μανδύα του γονέα. Κι είμαστε ευάλωτοι στο συναίσθημα της ενοχής σε σχέση με την εκπλήρωση του ρόλου αυτού. Τον φέρουμε ως τρομερό φορτίο ευθύνης. Βάζουμε στην άκρη τις προσωπικές μας ανάγκες, θυσιαζόμαστε, προσπαθούμε να μην κάνουμε ποτέ λάθος. Ως γονείς είναι ανάγκη πάνω από όλα να αποδεχτούμε τη μη τελειότητα μας. Να παραμείνουμε ένα πραγματικό πρόσωπο με θετικά και αρνητικά συναισθήματα. Τα παιδιά εκτιμούν βαθύτατα την ιδιότητα της πραγματικότητας. Προτιμούν έναν γονέα με αδυναμίες και λάθη που προσπαθεί να διορθωθεί και να μάθει μέσα από αυτά, παρά έναν «αψεγάδιαστο» γονέα.
Για ένα παιδί είναι σωτήριο να βλέπει ότι ο γονιός του κάνει λάθη, τα οποία με ειλικρίνεια προσπαθεί να τα διορθώσει. Κυρίως λάθη για τα οποία μπορεί να μιλήσει και άρα να επιτρέψει αργότερα και στο παιδί του να μιλήσει για τη δική του πιθανή αδυναμία ,τα δικά του λάθη. Μένοντας αυθεντικός ο γονιός, μετατρέπει την κακιά στιγμή, ή αυτό που δεν πάει καλά σε ερώτημα και όχι σε ενοχές που απλά βουλώνουν την ρωγμή. Το παιδί αντιλαμβάνεται ότι ο γονιός αντέχει την αδυναμία τη δική του κι άρα και του παιδιού του. Παίρνει έτσι το μήνυμα πως κι αυτό μπορεί να κάνει λάθη και μέσα από τα λάθη του να μαθαίνει όπως κι ο γονιός του. Δεν υπάρχει χειρότερη καταδίκη για ένα παιδί από την επιταγή και την απαίτηση από τον γονιό του της τελειότητας. Και πόση ασφάλεια δίνει σε ένα παιδί αλλά και σε εμάς που λεγόμαστε ενήλικες το να νοιώθουμε πως έχουμε το δικαίωμα να μην είμαστε τέλειοι; Πως μας αγαπούν με τις ατέλειες μας. Η αποδοχή της «ραγισματιάς» μας , είναι ίσως η μόνη δύναμη που μπορούμε να ενισχύσουμε στο παιδί για να το προετοιμάσουμε για το μέλλον του. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της εμπιστοσύνη στη δυναμική κάθε παιδιού.
Η Φρανσουάζ Ντολτό, διάσημη ψυχαναλύτρια που δούλεψε πολύ με παιδιά και γονείς προσπάθησε σε όλη της τη ζωή να βοηθήσει την κοινωνία των μεγάλων να δουν τα παιδιά ως αυθύπαρκτες οντότητες 2. Επέμενε να επισημαίνει την άρνηση των κοινωνιών να μεταχειριστούν τα παιδιά ως άτομα. Έλεγε:
Στις καλύτερες των περιπτώσεων, τα παιδιά είναι ένα ενδεχόμενο και όχι μια πραγματικότητα: ένα δυναμικό υπό ανάπτυξη. Το παιδί δεν υπάρχει γι αυτό που είναι αλλά γι αυτό που πρόκειται να γίνει. Είναι μόνο ένας μελλοντικός άνθρωπος. Κι όμως όχι. Το παιδί φέρει το δυναμικό του ήδη από τη στιγμή της σύλληψης του.
Η Ντολτό δεν άλλαξε ποτέ άποψη σχετικά με αυτό. Έλεγε ότι το παιδί είναι το «υποκείμενο των δικών του επιθυμιών».
Το παιδί από μόνο του δίνει ζωή, από την επιθυμία του να ζήσει. 3.
Η ζωή και η επιθυμία είναι ένα και το αυτό. Η σύλληψη είναι σύγκλιση τριών επιθυμιών: Η επιθυμία ενός άντρα και μίας γυναίκας και μια επιθυμία ενσάρκωσης. Πρόκειται για την επιθυμία του γίγνεσθαι και του υπάρχειν, την επιθυμία του ανθρώπου να γεννηθεί. Κατά μια άποψη οι γονείς δεν είμαστε παρά οι μεσάζοντες μιας επιθυμίας γέννησης. Αυτή την επιθυμία που ήδη το ίδιο φέρει και η οποία το έφερε κοντά μας. Αυτό ίσως είναι και το βασικό μας χρέος. Η τροφοδότηση αυτής της επιθυμίας του για ζωή.
Το παιδί μας είναι ένα πρόσωπο που καλούμαστε να το γνωρίσουμε. Κι εμείς μπορούμε να είμαστε πρόσωπα για τα παιδιά μας διατηρώντας την ποιότητα της γνησιότητας στη σχέση μας μαζί τους. Πρόσωπα που τα παιδιά μας θέλουν να μας γνωρίσουν και να συνδεθούν μαζί μας.
Notes:
Η ιστορία είναι δημοσιευμένη στην Ηλεκτρονική σελίδα της Λιλή Λαμπρέλη στα Παραλειπόμενα. ↩
Η Ντολτό με απλά λόγια, Jean-Claude Liaudet, Εκδόσεις Πατάκη ↩
Η Ντολτό με απλά λόγια, Jean-Claude Liaudet, Εκδόσεις Πατάκη ↩
Η Ειρήνη Κοκκόρου είναι Κοινωνική Λειτουργός εδώ και είκοσι χρόνια. Εργάζεται με παιδιά προσχολικής ηλικίας και με τους γονείς τους, σε παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία. Υπάρχει και εξελίσσεται μαζί τους. Χάρη στα μικρά παιδιά μυείται καθημερινά στο ξάφνιασμα της πρώτης τους ματιάς στον κόσμο. Στην επιθυμία της προσέγγισης με ανοιχτές όλες τις αισθήσεις. Χάρη στα παιδιά και τους γονείς τους είναι σε μια διαρκή μαθητεία. Νοιώθει ευγνώμων που καταφέρνει να "μεγαλώνει" μαζί τους, διασώζοντας και φροντίζοντας το μικρό παιδί μέσα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου