Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Βιβλίο: Το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις

Ένα νεανικό βιβλίο αισθαντικό, με ευγένεια γραφής και γλυκύτητα, στο οποίο αποτυπώνεται η τρυφερή αλλά και ιερή σχέση ανάμεσα σε γιαγιά και εγγονή, αλλά όχι μόνο αυτή: εμπρός στα μάτια αλλά και στη διάνοια του αναγνώστη περνούν εικόνες σεπτές, αισθήματα σεβαστά, τοπία ψυχής κατακτημένα από τη λήθη, πλην ικανά να ανθοφορήσουν στην πρώτη ματιά, στον πρώτο χτύπο κάποιας καρδιάς, στον γλυκασμό που γεννά ο προαιώνιος νόστος.

Ευτυχώς για τους νέους μας, ευτυχώς και για τη γράφουσα που ευφραίνεται όταν παίρνει στα χέρια της ένα καλό βιβλίο, ευτυχώς για όλους μας, πάντως, παρατηρώ ότι τελευταίως κυκλοφορούν αρκετά βιβλία με ποιότητα, ελκυστικότητα και ήθος. Και παρότι όλα δυσκόλεψαν σήμερα, και ακόμη και η αγορά ενός βιβλίου είναι πρόβλημα, από τις επάλξεις μας όσοι το αγαπάμε, πρέπει να το στηρίζουμε. Αυτό το μέγιστο, το πολύτιμο αγαθό –από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις του ανθρώπου– πρέπει πάση θυσία να διαφυλαχτεί και να συνεχίσει να κυκλοφορεί, να στεριώνει και να πυργώνει τα όνειρα και τις προσδοκίες μικρών και μεγάλων, να στηρίζει τους αγώνες μας, να λαμπρύνει τη ζωή μας, να την κάνει ανθεκτικότερη. Και ωραιότερη. «Το ψωμί, τα ρούχα των παιδιών και τα βιβλία δεν ακριβαίνουν ποτέ στη χώρα μας», μου είπε κάποτε ξένος εκδότης. Είθε να γινόταν κάποιο θαύμα κι εδώ. Αλλά εμείς, οι άνθρωποι που πιστέψαμε στα βιβλία, πιστέψαμε και στα θαύματα – δεν είναι έτσι;

Οπωσδήποτε στο Παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις όλο και κάποιο θαύμα κάνει την εμφάνισή του, αν το καλοσκεφθείς. Και πρώτο θαύμα είναι αυτή η συγκινητική αγάπη που θάλλει ανάμεσα σε γιαγιά και εγγονή. Θαύμα είναι και ότι ο γάτος, ο Κέρβος, που συνεχώς συλλογίζεται, έχει ένα όνομα που έρχεται από πολύ μακριά, από την αυγή της Ολυμπιακής Θρησκείας, και παραπέμπει στον Κέρβερο, ο οποίος κατοικούσε και επιτηρούσε τις Πύλες του Άδη, σε τόπο όχι μακρινό από το ηπειρώτικο χωριό της γιαγιάς, που ακούει στο ωραίο όνομα Φιλάνθη. Θαύμα και το όνομα –Αηδόνης– του μακαρίτη πια παππού, εφόσον δεν διαφέρει και πολύ, δεν διαφέρει καν από το όνομα Αϊδωνεύς ή Αϊδωνέας, που ήταν η ποιητική προσωνυμία του Άδη. Και το όνειρο της γιαγιάς, θαύμα κι αυτό – και, μάλιστα, «ακατανόητο»: κοιμήθηκε στην ύπαιθρο, στο Λίμποβο, και εκεί την επισκέφθηκε όμορφη και εύθραυστη σαν μεταξωτή, η Κοιμωμένη του Ζαλόγγου. Εκείνη της φανέρωσε το παραμύθι που είχε πει ο νέος κι όμορφος Δονάτος στον λυπημένο ποταμό Αχέροντα, ένα παραμύθι αγάπης μυστικής για τον τιμωρημένο από τον Δία ποταμό, και όσο διαρκούσε η αφήγηση ο νέος έχυνε δάκρυα αγάπης για τον ποταμό, τον γιο της Γης που λυπήθηκε τους Τιτάνες και τους εύφρανε με το νεράκι του, αν και το είχε απαγορεύσει ο Δίας, τότε, με τις Τιτανομαχίες. Όταν δε το παραμύθι έφθασε στο τέλος, τα σκοτεινά και πικρά νερά του Αχέροντα λαμπικάρισαν. Και λουλούδια άνθισαν στη στέρφα όχθη.

Λοιπόν η Φιλάνθη, που μένει μόνη της με συντροφιά τον Κέρβο, με καταγωγή από τον «Γάτο του Τζαβέλα», όπως τον καμάρωνε ο αφέντης του, ένα μεσημέρι καλοκαιριού δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη της εγγονής της, Ανθής. Τέσσερα χρόνια είχαν να ανταμώσουν και η γιαγιά άρχισε τις ερωτήσεις. Με διακριτικότητα. Ευγενής ύπαρξη. «Είναι γεροί οι γονείς σου;» «Φυτέψατε τα γεράνια από τον κήπο μας;» «Δουλεύουν πολύ;» Τέτοια. Της αγάπης έγνοιες. Βέβαια, από τις απαντήσεις της Ανθής συμπεραίνουμε ότι οι γονείς της βρίσκονται στα πρόθυρα του χωρισμού. Πικρό πολύ για τη Φιλάνθη, σκοτεινιάζουν τα μάτια της μα δεν λέει τίποτε. Άλλωστε, τι να τους πει πέρα εκεί στην Αμερική όπου εγκαταστάθηκαν, τι να πει και στην Ανθή, που της φαίνεται λυπημένη. Μόνο να τη χαϊδεύει με τα μάτια της μπορεί και να της λέει μυστικά γλυκόλογα όχι με τα χείλη, παρά με την καρδιά. Και ενόσω βραδιάζει και μετά την επιστροφή της νεαρής από μια βόλτα με παιδικούς φίλους, η γιαγιά τής κάνει λόγο για ένα υφαντό που θα ετοιμάσει, προσφορά στην κοινότητα που αλλάζει κτίριο. Μα πολύ αργότερα, η Ανθή: «Τι υφαίνεις μες στα μεσάνυχτα, γιαγιά;» Και η Φιλάνθη: «Αφού με ρωτάς, θα σου το πω. Σκέφτομαι να υφάνω το λυπημένο ποτάμι… Τον Αχέροντα θα υφάνω. Υπάρχει πιο ηπειρώτικο θέμα απ’ τον Αχέροντα;» Όμως η γυναίκα, αν και γειτόνισσά του, δεν τον είχε ποτέ αντικρίσει. Την τρόμαζαν και την απωθούσαν τα όσα μετέφεραν τα νερά του.

Τον είδε τελικώς. Μέσα από τον υπολογιστή της Ανθής. Στο μπαλκονάκι, ώρα μεσάνυχτα. Νερά ασημένια και ανθοί στη δόξα τους. «Ο παράδεισος είναι;» απόρησε γοητευμένη η Φιλάνθη. «Ο Αχέροντας είναι, γιαγιά, ο Αχέροντας!» «Και πού είναι τα μαύρα νερά; Πού είναι οι κατάξερες όχθες, οι σκιές και ο άγριος βαρκάρης;»

Αγκαλιάστηκαν στο σκοτάδι και ζωντάνεψαν το παραμύθι του Αχέροντα. Που είχε να κάνει με το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις, οι οποίες –εντέλει– δεν ήταν ξεχασμένες, ολοζώντανες ήταν, απλώς παραφυλούσαν κρυμμένες στην προσωρινή τους κλίνη, περιμένοντας το σύνθημα της καρδιάς για να εμφανισθούν και να αγιασθούν άνθρωποι και τόποι…

Και μια και μιλήσαμε για θαύματα, ένα θαύμα είναι και η εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη. Κάθε σελίδα και ανακάλυψη. Κάθε εικόνα και αποκάλυψη. Στέκομαι ώρα και κοιτάζω τα πουλιά και τα φυτά, τα μάτια των γυναικών, τα δέντρα και τα νερά, τα φουστάνια, τα ρακοπότηρα και τα φλιτζανάκια. Τα λιβάδια και την ξωθιά. Και το πουλί που πήγε και απάγκιασε στα μαλλιά του σπλαχνικού Δονάτου, που έκλαψε από αγάπη για το λυπημένο ποτάμι κι εκείνο αναστήθηκε και πια δεν κουβαλούσε θλίψη και μοναξιά και απώλειες, παρά ταξίδευε δυνατό και ιλαρό μες στις ευωδιές και την ευδία, γιατί είχε μάθει από τη μάνα Γη να νιώθει και να αναγνωρίζει την αγάπη.

Για τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, δυνατόν και για όλες τις ηλικίες.

ΥΓ. Άλλα μυθιστορήματα –για εφήβους– της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη: Τα παιδιά του τελευταίου θρανίου, Ο πρίγκιπας με τα κρίνα και Χάρτινη αγκαλιά.

Το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις
Ιφιγένεια Μαστρογιάννη
εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη
Καλέντης
80 σελ.
Τιμή € 13,50

Βιβλιοκριτική της Ελένης Σαραντίτη στο diastixo

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου