Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Οικολογικά διλήμματα βρίσκουν απαντήσεις

Αξίζουν τα χρήματα για να αγοράζεις βιολογικά προϊόντα από όπου κι αν προέρχονται; Αν ανακυκλώνεις, έχεις επιτελέσει το οικολογικό σου καθήκον; Ποιο μέσο ταξιδιού επιβαρύνει λιγότερο το περιβάλλον; Αξίζει ο κόπος να χρησιμοποιείς χάρτινη σακούλα; Το ΟΙΚΟ με τη βοήθεια επιστημόνων δίνει απαντήσεις σε έξι διλήμματα του μέσου ανθρώπου που σκέφτεται το περιβάλλον, αλλά δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει γι’ αυτό.

Αεροπλάνο vs τρένοΝα ένα συνηθισμένο δίλημμα: με αεροπλάνο ή με τρένο το ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη; Μα με τρένο, φυσικά! Ενας οργανισμός σιδηροδρόμων που λειτουργεί κανονικά, χωρίς την αποδιάρθρωση των τελευταίων ετών, μπορεί να εξασφαλίσει όχι μόνο ένα πιο «πράσινο» ταξίδι, αλλά και μια μετακίνηση προτιμότερη από κάθε άποψη. Κατ’ αρχάς γιατί το αεροπλάνο εκπέμπει, για αποστάσεις μέχρι 500 – 650 χιλιόμετρα, από δύο (με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς) μέχρι και έξι φορές περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου σε σχέση με το τρένο! Πώς καταλήγουμε σε αυτό; Σύμφωνα με την Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ (EPA), ένα αεροπλάνο πλήρες επιβατών εκπέμπει από 80 έως 150 γραμμάρια CO2 ανά επιβάτη και χιλιόμετρο, ενώ ένα τρένο από 60 έως 100. Οι εκπομπές των αεροπλάνων, όμως, πολλαπλασιάζονται όταν πρόκειται για μικρές πτήσεις (500 – 650 χλμ.) λόγω του ότι οι περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου γίνονται κατά την απογείωση και την προσγείωση. Σύμφωνα με την ΕΡΑ, οι πιο κοντινές πτήσεις έχουν εκπομπές από 150 έως 300 γρ. CO2 / επιβάτη και χιλιόμετρο. Σε έρευνα της ολλανδικής εταιρείας CE Delft, για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι αποκλίσεις φτάνουν το εξαπλάσιο!
Γι′ αυτό πολλές οικολογικές οργανώσεις στην Ευρώπη ζητούν μείωση και αποτροπή των πτήσεων για αποστάσεις κάτω των 650 – 1.000 χλμ. με παράλληλη ανάπτυξη του σιδηροδρόμου. Αυτό θα σήμαινε ότι στην Ελλάδα σχεδόν όλες οι εσωτερικές διαδρομές θα μπορούσαν να καλυφθούν από ένα σύγχρονο και αξιόπιστο σιδηροδρομικό δίκτυο. Δεν είναι μόνο οικολογική η επιλογή υπέρ του τρένου. Τα γρήγορα σιδηροδρομικά δρομολόγια κάνουν ήδη την απόσταση Αθήνα – Θεσσαλονίκη σε λιγότερο από πέντε ώρες, ενώ ο εκσυγχρονισμός της γραμμής και η ηλεκτροκίνηση θα μπορούσε να κατεβάσει το χρόνο στις τέσσερις ώρες. Παράλληλα, οι κεντρικοί σιδηροδρομικοί σταθμοί βρίσκονται εντός των πόλεων, διευκολύνοντας έτσι την πρόσβαση. Αντίθετα, ο συνολικός χρόνος ενός ταξιδιού με αεροπλάνο, υπολογίζοντας τη μετακίνηση προς και από το αεροδρόμιο, τους ελέγχους και την αναμονή, μπορεί να φτάσει και τις 3,5 ώρες. Από την άλλη, το ταξίδι με τρένο είναι σαφώς πιο οικονομικό. Επιπλέον, προσφέρει μοναδική άνεση και ποιότητα ταξιδιού.

Ή μήπως με λεωφορείo;Την έκπληξη πάντως στη διεθνή βιβλιογραφία για το μέγεθος των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κάνουν τα υπεραστικά λεωφορεία, τα γνωστά στην Ελλάδα ΚΤΕΛ. Σύμφωνα με τη συγκριτική μελέτη της EPA, οι εκπομπές CO2 ανά επιβάτη και χιλιόμετρο είναι για τα πούλμαν γύρω στα 50 γρ. ή και λιγότερο! Κι εδώ μιλάμε για πλήρες επιβατών όχημα. Η ποιότητα των καυσίμων, η οποία στην Ελλάδα είναι χαμηλή στο ντίζελ που καίνε τα περισσότερα ΚΤΕΛ, αποτελεί κρίσιμο μέγεθος. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως το ταξίδι με λεωφορείο, με καλό καύσιμο και συντήρηση, αποτελεί μια «πράσινη» επιλογή. Αν και οι συνθήκες ταξιδιού δεν συγκρίνονται με εκείνες του τρένου…

Βιολογικά από μακριά vs συμβατικά από δίπλα
Τίποτα από τα δύο
Η σωστότερη απάντηση σε αυτό είναι «τίποτα από τα δύο». Σύμφωνα με τον λέκτορα Βιολογικής Γεωργίας στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, Δημήτρη Μπιλάλη, «είναι σα να ρωτάς με τι να πάω στο Μεσολόγγι, με πύραυλο ή με ποδήλατο; Πρέπει να αναζητούμε βιολογικά προϊόντα στην εποχή τους, από κοντινές περιοχές. Είναι σημαντικό να μάθουμε να διαλέγουμε φρούτα και λαχανικά βιολογικά, που παράγονται κοντά στον τόπο κατανάλωσης και, αν είναι δυνατόν, από τοπικές ποικιλίες». Η λογική της βιολογικής γεωργίας είναι η προστασία της φύσης σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του τοπικού εμπορίου.
Με τις εισαγωγές από τα πέρατα της Γης και οι δύο αρχές καταστρατηγούνται, γιατί ξοδεύεται ενέργεια για τη μεταφορά και επιπλέον δεν ενισχύεται η τοπική αγορά. Να προτιμήσουμε τότε τα συμβατικά από… δίπλα; Οχι. Αφού η παραγωγή προϊόντων με τις μεθόδους της βιολογικής γεωργίας εκλύει 60% λιγότερο CO2 από ό,τι η συμβατική, λόγω της διαφοράς των τεχνικών που χρησιμοποιούνται. Αυτό συμβαίνει γιατί απαιτούνται λιγότερα καύσιμα, αφού στη βιολογική γεωργία πολλές εργασίες γίνονται με τα χέρια. Επίσης, δεν χρησιμοποιούνται αζωτούχα λιπάσματα στην παρασκευή των οποίων οφείλεται το 30% των εκπομπών CO2 από τη γεωργία.
Για να καταλάβουμε τη διαφορά: στη συμβατική γεωργία εκλύονται 1,235 τόνοι CO2 ανά 10 στρέμματα καλλιεργήσιμης έκτασης, ενώ στη βιολογική 0,503 τόνοι. Τέλος, τα κηπευτικά που έρχονται από μακριά δεν είναι ποτέ τόσο φρέσκα όσο θα θέλαμε. Εχουν ταξιδέψει κάποιες ημέρες και η διατήρηση σε ψυγεία έχει αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά και τη γεύση τους. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα κάποιες από τις βιταμίνες που περιέχονται στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά να έχουν οξειδωθεί.

Ανακύκλωση vs επαναχρησιμοποίηση
Η λύση είναι η μικρότερη κατανάλωση
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η ανακύκλωση είναι μια «ασπιρίνη» για τον πονοκέφαλο των χιλιάδων τόνων σκουπιδιών που δημιουργούμε, ένα άλλοθι. Στην πραγματικότητα, η επαναχρησιμοποίηση ή η χρήση ενός αντικειμένου για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είναι η ορθή περιβαλλοντικώς συμπεριφορά, αφού σημαίνει εξοικονόμηση πρώτων υλών, μείωση της ενέργειας που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία και τη μεταφορά του προϊόντος και, βέβαια, λιγότερα σκουπίδια. Ακόμα περισσότερο, εξοικονομούμε χρήματα.
Την επόμενη φορά που θα πάτε στο σούπερ μάρκετ, συγκρίνετε την τιμή μιας μπίρας σε κουτί αλουμινίου και του ίδιου προϊόντος -ίδιας ποσότητας- σε γυάλινο μπουκάλι. Το κουτάκι αλουμινίου πωλείται 5 – 10 λεπτά ακριβότερα. Αν μάλιστα μπείτε στον κόπο να επιστρέψετε το μπουκάλι της μπίρας, θα λάβετε πίσω το τέλος εγγυοδοσίας περίπου 0,10 λεπτά, οπότε η διαφορά τιμής ανάμεσα στις δύο συσκευασίες αυξάνεται. Η διαφορά αυτή αντικατοπτρίζει το κόστος για τον κατασκευαστή και κατά συνέπεια για το περιβάλλον. Για να φτιαχτούν γυάλινες συσκευασίες για 100 λίτρα υγρού προϊόντος, απαιτούνται 610 μονάδες. Από αυτό το ποσοστό της ενέργειας, το 70% αφορά στις πρώτες ύλες, στη μεταφορά τους και την παραγωγή της συσκευασίας.
Αν λοιπόν ξαναχρησιμοποιήσουμε το ίδιο μπουκάλι -μπορεί να χρησιμοποιηθεί έως και 18 φορές- γλιτώνουμε το 70% της ενέργειας που ξοδεύεται για να φτάσει στο ράφι του καταστήματος. Αντίθετα, με την ανακύκλωση γλιτώνουμε λιγότερο από το 1/6 της ενέργειας που χρειάζεται για να φτιαχτεί το μπουκάλι, δηλαδή μόνο το ποσοστό που αναλογεί στην παραγωγή και μεταφορά των πρώτων υλών. Για την ανακύκλωση επίσης χρειάζεται ενέργεια. Οσον αφορά τα κουτάκια αλουμινίου, που έτσι κι αλλιώς είναι καλύτερα να αποφεύγουμε, η ανακύκλωση συμφέρει εφόσον το μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας -1.674 μονάδες ενέργειας σε σύνολο 2.330 σύμφωνα με το παράδειγμα των 100 λίτρων που προαναφέραμε- ξοδεύεται για να φτιαχτεί η πρώτη ύλη. Οσον αφορά τα πλαστικά μπουκάλια (pet) μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν έως και 70 φορές, αν και είναι μια τακτική που δεν επιλέγεται. Στο παράδειγμα της συσκευασίας των 100 λίτρων απαιτούνται συνολικά 1.100 μονάδες ενέργειας για την κατασκευή πλαστικών μπουκαλιών. Από αυτό το ποσοστό ενέργειας περίπου το μισό χρειάζεται για την παραγωγή και μεταφορά της πρώτης ύλης. Αρα έχει νόημα η ανακύκλωση των πλαστικών μπουκαλιών (pet), εφόσον όμως έχει προηγουμένως εξαντληθεί η δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης.
Η περιβαλλοντική αλλά και οικονομική αξία της επαναχρησιμοποίησης δεν περιορίζεται, βέβαια, μόνο στις συσκευασίες των προϊόντων. Ρούχα, έπιπλα, παιχνίδια, αν και έχουν ακόμα χρόνο ζωής, τις περισσότερες φορές τα πετάμε γιατί δεν είναι της μόδας ή δεν μας βολεύουν. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που συμβαίνει με τις ηλεκτρικές συσκευές. «Τα ανταλλακτικά των ηλεκτρικών συσκευών είναι επίτηδες υπερκοστολογημένα για να προτιμήσεις να αγοράσεις μια καινούργια συσκευή. Σε μια μονάδα ανακύκλωσης στη Φρανκφούρτη οι καταναλωτές μπορούν να βρουν πολύ φθηνά ανταλλακτικά για να φτιάξουν την παλιά τους συσκευή. Απλώς στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί αυτή η αγορά», λέει ο κ. Φίλιππος Κιρκίτσος, πρόεδρος της Οικολογικής Εταιρείας Ανακύκλωσης.

Υβριδικό vs συμβατικό
Υβριδικό – οικογενειακό, αλλιώς συμβατικό χιλιάρι
Aν τα βασικά κριτήρια επιλογής είναι οι ρύποι και η κατανάλωση, τότε η απάντηση στο ερώτημα «να πάρω υβριδικό;» -σε πρώτη τουλάχιστον φάση- είναι θετική. Αντίστοιχου μεγέθους και δυνατοτήτων αυτοκίνητα είναι αδύνατον να καταναλώσουν τόσο λίγη βενζίνη (και άρα να έχουν τόσο μειωμένους ρύπους) όσο τα υβριδικά. Ομως υπάρχει μια «λεπτομέρεια»: εφ’ όσον μιλάμε για τις προσιτές στο ευρύ κοινό προτάσεις, η τιμή τους είναι κατά 5.000 έως 10.000 ευρώ μεγαλύτερη από εκείνη των αντίστοιχων συμβατικών.
Και για να πάρεις πίσω αυτά τα χρήματα από τη μειωμένη κατανάλωση και την απαλλαγή από τα τέλη κυκλοφορίας, θα πρέπει να περιμένεις μία δεκαετία! Εκτός αν είσαι ταξιτζής και διανύεις περίπου 100.000 χιλιόμετρα το χρόνο… Από την άλλη μεριά, παρεμφερή κατανάλωση (και αντίστοιχα μειωμένους ρύπους) μπορείς να πετύχεις αν πηγαίνεις στη δουλειά σου με ένα Smart ή ένα C1 ή με κάποιο άλλο σύγχρονο «χιλιάρι».
Τα οποία κατά κανόνα κοστίζουν περίπου 10.000 ευρώ και όχι 20.000 – 30.000 ευρώ, όπως τα πιο προσιτά υβριδικά. Ωστόσο, ένα μικρό αυτοκίνητο πόλης δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του ενός και μοναδικού οικογενειακού αυτοκινήτου, κάτι που μπορεί άνετα να κάνει ένα Prius ή ένα Civic Hybrid. Ενώ ένα τελευταίο επιχείρημα υπέρ των υβριδικών είναι η ελεύθερη κυκλοφορία στο δακτύλιο, που για έναν επαγγελματία που δραστηριοποιείται στο κέντρο μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας. Συνοψίζοντας: Αν δεν μας απασχολεί καθόλου το κόστος, το υβριδικό αυτοκίνητο είναι αυτήν τη στιγμή -για την Ελλάδα- η απόλυτη οικολογική επιλογή. Ωστόσο, επειδή ζούμε σε μια κοινωνία που βασίζεται στο χρήμα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι λογική θεωρείται η αγορά ενός υβριδικού αυτοκινήτου μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Είναι γενικά λάθος να πιστεύει ο μέσος οδηγός ότι θα βγει οικονομικά κερδισμένος από την αγορά ενός υβριδικού αυτοκινήτου.
Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούν τα πολυτελή υβριδικά (με τιμή άνω των 70.000 ευρώ). Εκεί υπάρχει ένα σαφές οικονομικό όφελος, και μάλιστα κατά την αγορά του αυτοκινήτου. Ο λόγος; Η απαλλαγή από το ειδικό τέλος ταξινόμησης (που στα μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα ξεπερνά τις 20.000 ευρώ) καθιστά τα συγκεκριμένα υβριδικά αυτοκίνητα αισθητά φθηνότερα από τα αντίστοιχα συμβατικά! Ή μήπως ηλεκτρικό; Για τα ηλεκτρικά, τα πράγματα είναι παραπάνω από απλά: είναι πολύ νωρίς, τώρα μπαίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι βάσεις για τη διάδοση του ηλεκτρικού αυτοκινήτου και σε πρώτη φάση είναι βέβαιο ότι θα «εξηλεκτριστούν» μεγάλες εταιρείες και οργανισμοί. Οι ιδιώτες, στην Ελλάδα τουλάχιστον, θα πρέπει να περιμένουν. Μπορείτε, βέβαια, πάντα να αγοράσετε ένα πανάκριβο Venturi Fetish (περίπου 225.000 ευρώ) ή ένα Tesla Roadster (100.000 ευρώ), αλλά θα πρέπει να έχετε κλειστό γκαράζ για να μπορείτε να τα φορτίζετε το βράδυ…

Πλύσιμο πιάτων στο χέρι vs στο πλυντήριο
Και τα δύο με προσοχή!
«Tο πλύσιμο στο χέρι θεωρείται ότι απαιτεί πολύ νερό, κάτι που όμως δεν είναι κανόνας», λέει στο ΟΙΚΟ ο κ. Τάκης Γρηγορίου από την Greenpeace. Μπορούμε να βάλουμε σε ένα μικρό μπολ το νερό με το σαπούνι και εκεί να βρέχουμε το σφουγγάρι, εξοικονομώντας απορρυπαντικό και νερό. Οση ώρα καθαρίζουμε τα πιάτα, κλείνουμε τη βρύση. Την ανοίγουμε στο τέλος για να τα ξεβγάλουμε από το απορρυπαντικό. Εναλλακτικά, μπορείτε να έχετε και μια λεκάνη με νερό, όπου θα τοποθετείτε τα σαπουνισμένα πιάτα.
«Αν τελικά αγοράσουμε πλυντήριο πιάτων, επιλέγουμε συσκευές με πιστοποιητικό κατανάλωσης ενέργειας και νερού, οι οποίες καταναλώνουν ένα τρίτο λιγότερο νερό από τις άλλες», σημειώνει ο κ. Γρηγορίου. Προτού βάλετε το καλώδιο στην πρίζα, βεβαιωθείτε ότι το πλυντήριο είναι γεμάτο και το έχετε ρυθμίσει σε κάποιο πρόγραμμα οικονομικό/οικολογικό.

Σακούλα πλαστική βιοδιασπώμενη, προερχόμενη από φυσικές ύλες, χάρτινη ή πολλαπλών χρήσεων;Μια πολλαπλών χρήσεων πάντα μαζί μας!
Η κλασική πλαστική σακούλα είναι κάτι που συστηματικά πρέπει να αποφεύγουμε. «Ωστόσο, επειδή σε πολλές περιπτώσεις βρισκόμαστε με μια σακούλα στο… χέρι, δεν πρέπει να παραλείπουμε να την πετάμε στους μπλε κάδους της ανακύκλωσης», υπενθυμίζει ο κ. Γρηγορίου. Τα σούπερ μάρκετ, αν και κινήθηκαν με πολύ αργά βήματα, τελικά εισήγαγαν τις βιοδιασπώμενες πλαστικές σακούλες. «Αυτές, αντίθετα, δεν πρέπει να τις πετάμε στους κάδους ανακύκλωσης, αλλά στους συμβατικούς.
Μια συμβιβαστική λύση είναι να τοποθετούμε τα οργανικά απόβλητα (π.χ. από κουζίνα) στις βιοδιασπώμενες, εφόσον δεν έχει ξεκινήσει κομποστοποίηση», εξηγεί ο εκπρόσωπος της Greenpeace. «Ετσι θα διαλυθούν συν τω χρόνω και τα δύο». Πολλοί προτιμούν τις χάρτινες σακούλες, επειδή τις θεωρούν πιο «οικολογικές» συγκρινόμενες με τις πλαστικές.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση αποδεικνύεται ότι αυτό δεν ευσταθεί. Για να παρασκευάσουμε 1 τόνο χαρτιού, απαιτούνται 15 δέντρα, 440.000 λίτρα νερό και 7.700 KW ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα, με την κοπή των δένδρων εκλύονται 2 τόνοι CO2. Και οι σακούλες, όμως, που προέρχονται από ανακυκλωμένο χαρτί δεν είναι «αθώες», αφού η παραγωγή τους είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα. Για την παραγωγή ενός τόνου ανακυκλωμένου χαρτιού, απαιτούνται 1.800 λίτρα νερό και 2.700 ΚW ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, επειδή το χρώμα που προκύπτει είναι συχνά σκούρο, ακολουθείται κάποια τεχνική λεύκανσης με τη χρήση χημικών. Γι′ αυτό ιδανική επιλογή είναι οι σακούλες πολλαπλών επιλογών, είτε πάνινες (και δικτάκι) είτε πλαστικές. Τις έχουμε πάντοτε μαζί μας, στο χαρτοφύλακα της δουλειάς, στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου, στο καλαθάκι του ποδηλάτου μας, και με αυτές ψωνίζουμε.

Πηγή: Καλά Νέα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου