Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Τα παιχνίδια είμαστε εμείς

Tου David Hadjou* / International Herald Tribune

Σχεδόν 2.000 χρόνια αφότου ο Απόστολος Παύλος έγραψε τις ποιητικές επιστολές του προς τους Κορινθίους, εξακολουθούμε να ταυτίζουμε την ικανότητά μας για ανιδιοτέλεια με την προθυμία μας να αποχωριστούμε τα παιδιάστικα πράγματα. Ερχεται, δηλαδή, ο καιρός για τον καθένα μας να ωριμάσει και να πακετάρει τα παιχνίδια του.

Το δράμα του αποχωρισμού από τα παιχνίδια έχει παιχθεί πολλές φορές σε αφηγήματα και τραγούδια -πιο πρόσφατα στη νέα ταινία της Pixar «Toy Story 3» - και αυτές οι αγαπημένες ιστορίες μάς μιλούν τόσο για την εποχή που δημιουργήθηκαν όσο και για την κρίσιμη εκείνη ώρα που τα παιδιά εγκαταλείπουν τις κούκλες τους και τα στρατιωτάκια τους.

Θυμάμαι το διήγημα της Μάργκερι Ουίλιαμς «Το βελουδένιο κουνέλι», γραμμένο το 1922. Καθώς περιέγραφε το παλιομοδίτικο χνουδωτό κουνέλι να κινδυνεύει από τα αλαζονικά μηχανικά παιχνίδια, το βιβλίο λειτουργούσε σαν κριτική για την απανθρωπιά της εποχής των μηχανών. Θυμάμαι ακόμα που μου το διάβαζαν η μητέρα μου και ο πατέρας μου, οι οποίοι μεγάλωσαν τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 και το αγαπούσαν τόσο πολύ ώστε πήραν ένα αντίτυπο στον πρώτο γιο μου όταν ήταν παιδί, πριν από 20 χρόνια.

Οταν ο ιδιοκτήτης του βελουδένιου κουνελιού αρρωσταίνει και το παιχνίδι πρόκειται να πεταχτεί στη φωτιά και να καεί για να εμποδιστεί η διασπορά μικροβίων, η ιστορία κινείται από το επίκαιρο κοινωνικό σχόλιο σ’ έναν πιο διαχρονικό μυστικισμό. Η καθολική μητέρα μου έβλεπε μια έκφραση αγιότητας στο παρολίγον μαρτύριο του κουνελιού και τη διάσωσή του όταν, ως εκ θαύματος, καταφέρνει να κλάψει με αληθινά δάκρυα.

Δεν ξετρελάθηκα ποτέ μ’ αυτό το παραμύθι, ίσως επειδή η μητέρα μου το αγαπάει τόσο, όμως ο μεγάλος γιος μου το λάτρεψε, πιθανόν για τον ίδιο λόγο. Η δυναμική των γενεών ανάμεσα σε παιδιά, γονείς και παππούδες τείνει να χρωματίζει και την ώρα των παραμυθιών.

Στο «Toy Story 3», το θέμα του αποχωρισμού παιδιών και παιχνιδιών προσαρμόζεται στη σύγχρονη εποχή. Οταν τα πλαστικά παιχνίδια νιώθουν πληγωμένα επειδή ο Αντι, ο ιδιοκτήτης τους, φεύγει για να φοιτήσει στο κολέγιο, το κινηματογραφικό παραμύθι θέτει προκλητικά ερωτήματα πάνω σ’ ένα επίκαιρο θέμα: τι σημαίνει να γερνάς στα 2010. Το να μην έχουν τα παιχνίδια κανέναν να παίξει μαζί τους είναι σαν να μην έχουν λόγο ύπαρξης, ξαφνικά αισθάνονται την εγκατάλειψη της απόσυρσης, τους πόνους των γηρατειών, το άγχος του πλησιάσματος του θανάτου.

Καθώς ο Αντι φεύγει για σπουδές, ο Γούντι και η παρέα του καταλήγουν σ’ ένα «κέντρο ημερήσιας φροντίδας» με τίτλο Sunnyside. Η ταινία το περιγράφει σαν οίκο ευγηρίας για παιχνίδια και μου φάνηκε ότι έμοιαζε παράξενα με το μέρος όπου ζουν σήμερα οι ογδοντάρηδες γονείς μου. Η απογοήτευση περιμένει τους πρωταγωνιστές μας, όπως συνήθως συμβαίνει όταν περιγράφεται η ζωή των ηλικιωμένων σε μια κουλτούρα που την τρομάζουν τα γηρατειά. Με τα καλάθια παιχνιδιών να μοιάζουν με κελιά φυλακής, το Sunnyside θυμίζει πότε πότε ντικενσιανές ιστορίες όπου η ιδρυματική φροντίδα ταυτίζεται με τη φυλάκιση.

Βλέποντας την ταινία σαν γιος και πατέρας συνάμα, σκέφτηκα πως ο Γούντι και ο Μπαζ αντιπροσωπεύουν μια εξιδανικευμένη αντίληψη των μαμάδων και των μπαμπάδων ως ανιδιοτελών, εντελώς υποταγμένων προμηθευτών αγάπης άνευ όρων. Οσο εξωπραγματική κι αν είναι αυτή η αντίληψη για τους γονείς, είναι εξαιρετικά προσφιλής τόσο στους μεγάλους όσο και στα βλαστάρια τους. Και υποχωρεί μόνο μπροστά στην πάροδο της ηλικίας, που μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε την ταπεινωτική, απομυθοποιητική πραγματικότητα ότι οι γονείς έχουν πολλαπλές συναισθηματικές ανάγκες.

Παρ’ όλο που τα παιχνίδια μιλούν τόσο πολύ για το πόσο υπέροχο είναι να σε παίζουν, η ταινία ελάχιστα δείχνει τον Αντι να παίζει πραγματικά μαζί τους. Και όταν βλέπουμε τον Αντι να πετάει από ’δω κι απο ’κει τον Γούντι σαν σακούλι με πατάτες, κανένας από τους δύο δεν φαίνεται να το διασκεδάζει και πολύ. Μπροστά στον Αντι, τα παιχνίδια είναι άψυχα - πλαστικό, σύρματα, κομμάτια ύφασμα. Μόνο όταν φεύγει από το δωμάτιο, όταν τα παιχνίδα δεν τον υπηρετούν πια σαν παθητικά αντικείμενα, τότε μόνο ζωντανεύουν.

Σαν όλους τους γονείς, τα παιχνίδια στο Toy Story έχουν τη δική τους μοναδική, ζωτική ταυτότητα πέρα από το να είναι πάροχοι απεριόριστης αγάπης. Σαν πολλούς γονείς, επίσης, τα παιχνίδια δεν το καταλαβαίνουν αυτό παρά αργά στη ζωή τους, όταν είναι δύσκολο για όλους τους εμπλεκόμενους να καταπιούν την αλήθεια.

Σχεδιάζω να πάω τον 7χρονο γιο μου στην ταινία, και λέω να περάσω από τον οίκο ευγηρίας και να ρωτήσω τους γονείς μου αν θέλουν να έρθουν μαζί μας. Σίγουρα θα έρθουν. Θα έκαναν τα πάντα για μένα.

* Ο David Hadju είναι καθηγητής στη Σχολή Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου