Η Αμερικανίδα Λάιονελ Σράιβερ βρέθηκε το 2005 από τα αζήτητα στα λογοτεχνικά ύψη, με το μυθιστόρημα «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν». Η μητέρα ενός εφήβου, που δολοφονεί συμμαθητές του σ' ένα μακελειό α λα Κολομπάιν, ομολογεί ότι τον σιχαινόταν από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε. Ποιος φταίει που το μωρό της έγινε τέρας;
Το «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» της Λάιονελ Σράιβερ είναι από τα πιο δυσάρεστα και συγχρόνως συναρπαστικά μυθιστορήματα που μπορείς να διαβάσεις. Κυρίως αν είσαι γυναίκα.
Η Αμερικανίδα Ιβα Κατσαντουριάν, πλούσια, υπερδραστήρια επιχειρηματίας, συγγραφέας ταξιδιωτικών οδηγών και ερωτευμένη με τον σύζυγό της, εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο πόσο σιχάθηκε το παιδί της από την πρώτη στιγμή που το πήρε στην αγκαλιά της. Το δύστυχο αθώο βρέφος, ο Κέβιν, εξελίχθηκε φυσικά σε έναν έφηβο κίλερ, που εισβάλλει στο σχολείο του και δολοφονεί εφτά συμμαθητές του, μια καθηγήτρια κι έναν άσχετο υπάλληλο της καντίνας. Φυσικά; Γιατί, φυσικά;
Εδώ βρίσκεται η ιδιαιτερότητα του βιβλίου. Η Λάιονελ Σράιβερ αρνείται να ρίξει την άσπλαχνη μητέρα στον λάκκο με τα φίδια και τους αναγνώστες. Οσο κι αν θες να τη χαστουκίσεις, να βουτήξεις τον μικρό Κέβιν και να τον μεταφέρεις σε πιο ασφαλές συναισθηματικά περιβάλλον, την ίδια στιγμή το ταλέντο της συγγραφέα και συνακόλουθα το βάθος και η πολυπλοκότητα του βιβλίου σε κάνουν να σκέφτεσαι τα πράγματα και από την άλλη πλευρά. Μήπως, τελικά, ένα παιδί μπορεί να φέρει μέσα του το κακό, άσχετα με την ανωριμότητα και τη βλαπτική επίδραση των γονιών του;
Τώρα που το βραβευμένο το 2005 με βραβείο Orange και παγκόσμιο μπεστ-σέλερ «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» κυκλοφόρησε από το «Μεταίχμιο», ήταν μια ευκαιρία να μιλήσουμε με την ιδιόρρυθμη 53χρονη Αμερικανίδα Σράιβερ. Ζει μόνιμα στο Λονδίνο, κυκλοφορεί μόνο πάνω σε ποδήλατο και έχει... αντρικό όνομα. Μέχρι τα δεκαπέντε της τη φώναζαν Μάργκαρετ Αν. Ηταν πολύ αγοροκόριτσο για ένα τόσο κοριτσίστικο όνομα.
Αυτή την εποχή είναι απασχολημένη με την προώθηση του νέου της μυθιστορήματος -το «So much for that» έχει σχέση με τις αμαρτίες του αμερικανικού συστήματος υγείας και έχει πάρει εξαιρετικές κριτικές. Καθόλου, πάντως, δεν την απασχολεί η μεταφορά του «Κέβιν» στον κινηματογράφο με πρωταγωνίστρια την Τίλντα Σουίντον. Εχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην ταλαντούχα Σκωτσέζα Λιν Ράμσεϊ, που μόλις ξεκίνησε γυρίσματα.
- Τι σας έσπρωξε να γράψετε τον «Κέβιν»; Κάποια περιστατικά μακελειών σε σχολεία; Αλλοι προσωπικοί λόγοι;
«Είχα την ιδέα για το μυθιστόρημα όταν ήμουν 42 χρόνων, χωρίς παιδιά και σε σταθερή μακρόχρονη σχέση. Ηταν η εποχή που προσπαθούσα να αποφασίσω αν άξιζε να κάνω το απονενοημένο διάβημα και να αποκτήσω παιδί. Την ίδια χρονιά άρχισαν να καταφτάνουν στις ειδήσεις και όλες αυτές οι ιστορίες για μακελειά σε σχολεία από μαθητές. Επιασα τον εαυτό μου να αντιπαθεί τους δολοφόνους. Και τότε άρχισα να αναρωτιέμαι: Τι θα γινόταν αν αυτή την απέχθεια την ένιωθα για το ίδιο μου το παιδί; Οσο έγραφα το μυθιστόρημα, εξερεύνησα τις ενστάσεις μου για τη μητρότητα. Τι άραγε φοβόμουν τόσο πολύ; Κατέληξα ότι υπήρχαν ακόμα περισσότερα πράγματα να φοβάμαι. Από τότε που ολοκλήρωσα το βιβλίο έχω μεγάλο θαυμασμό για τους ανθρώπους που, αν και γνωρίζουν ότι τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν άσχημα, παίρνουν με όλη τους την καρδιά το ρίσκο και αποκτούν παιδιά. Ισως και να τζογάρουν στο ότι ίσως θα κάνουν τη ζωή τους καλύτερη και θα πλουτίσουν τον γάμο τους. Τελικά, συμπέρανα ότι ήμουν πολύ εγωίστρια και δειλή για να γίνω μητέρα. Δεν είμαι φτιαγμένη γι' αυτό. Αλλά είμαι ειλικρινά ευγνώμων στις γυναίκες -και στους άνδρες- που αφιερώνουν τόσο χρόνο και ενέργεια στην ανατροφή των επόμενων γενεών».
- Αφηγήτρια του βιβλίου είναι η μητέρα τού νεαρού δολοφόνου. Η επιλογή σας δείχνει πως δεν σας ενδιέφερε τόσο η δική του πλευρά. Γιατί;
«Ηθελα μια άποψη πάνω στη νεανική βία που σπάνια εξερευνάται και που επιπλέον, από ηθική και συναισθηματική άποψη, είναι περίπλοκη και δύσκολα κατανοητή. Η Ιβα δεν είναι άμεσα υπεύθυνη για το έγκλημα -δεν το διέπραξε αυτή- αλλά είναι εμπλεκόμενη, συνένοχη. Ετσι γεννιέται το ερώτημα: σε ποιο βαθμό φταίει; Το βρίσκω περισσότερο ενδιαφέρον από την πλευρά του νεαρού φονιά. Προτίμησα να την αφήσω να βγει ως συμπέρασμα του βιβλίου. Αλλωστε, αυτό δεν είναι αναγκασμένοι να κάνουν οι πραγματικοί γονείς με τα παιδιά τους όλη την ώρα;»
- Θέλατε, μήπως, να προκαλέσετε ένα σοκ σε μια κοινωνία που ολοένα και περισσότερο προστατεύει και απενοχοποιεί τα παιδιά και ρίχνει την ευθύνη στους γονείς και κυρίως στη μητέρα;
«Οχι, δεν είχα κανένα σκοπό να σοκάρω. Οι ειδήσεις προκαλούν περισσότερο και πιο αξιόπιστο σοκ από τα μυθιστορήματα. Είχα πάντως τη συνείδηση ότι ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο να χρησιμοποιήσω ως κύριο χαρακτήρα του βιβλίου μια γυναίκα που νιώθει απέχθεια για τον γιο της. Η σχέση μητέρας-γιου είναι ιερή και απαραβίαστη στη δυτική κουλτούρα. Δεν έσπαζα σκόπιμα ένα από τα λίγα εναπομείναντα ταμπού. Αυτό που συνειδητά διακινδύνευα ήταν η αποξένωση των αναγνωστών μου. Το βιβλίο μου είναι ένα καλό ανάγνωσμα, ακόμη και αν νιώθεις εχθρικά απέναντι στην αφηγήτρια. Είναι όμως ακόμη καλύτερη αναγνωστική εμπειρία εάν μπορείς να της χαρίσεις λίγη συμπάθεια, έστω και αν δεν μοιράζεσαι όλα της τα αισθήματα ή δεν συμφωνείς με τη συμπεριφορά της».
- Δεν είχατε και δεν αποκτήσατε παιδί. Νιώθατε έτσι πιο ελεύθερη να γράψετε για τα άσχημα αισθήματα που μπορεί να προκαλέσει η μητρότητα στις γυναίκες; 'Η μήπως, αντίθετα, είχατε δισταγμούς και ανασφάλεια απέναντι στο υλικό σας;
«Δεν ένιωθα άνετα περιγράφοντας τη μητρότητα ενώ δεν είχα παιδί. Αλλά η λογοτεχνία που με γεμίζει φόβους, την ίδια στιγμή με προκαλεί. Φαίνεται ότι κατάφερα να ξεπεράσω το πρόβλημα· αρκετοί αναγνώστες, όταν ανακαλύπτουν ότι δεν έχω παιδί, μένουν έκπληκτοι ή θυμώνουν. Και πιστεύω ότι το γεγονός ότι δεν είχα ένα παιδί, που μεγαλώνοντας ίσως έπαιρνε το μυθιστόρημα προσωπικά, μου έδωσε την ελευθερία να βάλω την Ιβα να εξομολογείται ένα σωρό άσχημα πράγματα. Αν έπρεπε να υπολογίσω τα μελλοντικά αισθήματα του παιδιού μου, ίσως να μην το τολμούσα».
- Κάνατε έρευνα πριν γράψετε το βιβλίο· τι λένε οι ψυχίατροι; Η απόρριψη ενός παιδιού από τη μητέρα του αρκεί για να το μετατρέψει σε τέρας;
«Πέρασα μήνες στο Ιντερνετ διαβάζοντας για τα μακελειά στα σχολεία, τυπώνοντας τόμους από δημοσιογραφικά και πανεπιστημιακά δοκίμια. Διάβασα βιβλία για παιδιά-δολοφόνους και για την ψυχολογία της ανάπτυξης. Δεν είμαι σίγουρη πόσο σημαντική υπήρξε για το βιβλίο μου αυτή η έρευνα, αλλά μάλλον δεν του έκανε κακό. Ετσι κι αλλιώς, το να ονομάσεις μια διαταραχή "αδυναμία να σχετιστείς" δεν σε πηγαίνει και πολύ μακριά. Σου δίνει ένα όνομα για το πρόβλημα, αλλά όχι λύση».
- Το βιβλίο θεωρήθηκε φεμινιστικό επειδή τόλμησε να εκθέσει τα αρνητικά αισθήματα απέναντι στη μητρότητα από μια κατηγορία γυναικών. Οχι φτωχές και περιθωριοποιημένες, πλούσιες, επιτυχημένες και προνομιούχες. Μιλήσατε με τέτοιες γυναίκες; Σας εξομολογήθηκαν, πριν και μετά το βιβλίο, τα προβλήματά τους με τη μητρότητα; Επαφές με μητέρες δολοφόνων είχατε;
«Επαφή με γονείς πραγματικών δολοφόνων δεν είχα. Αλλά πολλοί αναγνώστες μοιράστηκαν μαζί μου τις γονεϊκές τους εμπειρίες και δεν ήταν όλες ευτυχισμένες. Κάποιοι υποστήριξαν ότι είχαν αναθρέψει έναν "Κέβιν", ένα δύσκολο στον χειρισμό, εχθρικό παιδί. Η πιο κοινή αντίδραση των αναγνωστών μου -ανδρών και γυναικών- ήταν ευγνωμοσύνη για ένα μυθιστόρημα που δεν κουκούλωνε τα προβλήματα στην οικογένεια και τους έδινε την άδεια να νιώθουν απέχθεια για τα ίδια τα παιδιά τους ή να μετανιώνουν που έκαναν οικογένεια -έστω και φευγαλέα».
- Για να δημιούργησετε την Ιβα πόσο σας βοήθησε ο δικός σας χαρακτήρας και οι απόψεις σας;
«Πήρα, φυσικά, κομματάκια από 'δώ κι από 'κεί, αν και δεν είχα καμία πρόθεση να μου μοιάζει. Είναι ένας ξεχωριστός χαρακτήρας, με μια πολύ διαφορετική ιστορία από τη δική μου. Για παράδειγμα, αυτή έχει παιδιά. Σωστά;».
- Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι αν και απεχθάνεται το παιδί της, εγκαταλείπει τη λατρεμένη επιχείρησή της και αφοσιώνεται στο ρόλο της μητέρας και νοικοκυράς; Ισως να ήταν όλοι πιο ευτυχισμένοι αν συνέχιζε τα ταξίδια της.
«Η Ιβα κάνει πίσω από τη δουλειά της για να αποδείξει κάτι στον εαυτό της -ότι προσπαθεί να γίνει καλή μητέρα. Εάν η σχέση της με τον Κέβιν πήγαινε περίφημα, θα είχε σίγουρα συνεχίσει να εργάζεται φουλ-τάιμ».
- Ο Κέβιν δολοφονεί τους πάντες εκτός από τη μαμά του και κρατάει τη φωτογραφία της στο κελί του. Οι φόνοι ήταν ένας τρόπος να συνδεθεί μαζί της; Να την εκδικηθεί; Να της μοιάσει;
«Στο μέτρο που υπάρχει μια άμεση εξήγηση, κάνει το μακελειό τόσο για να εκδικηθεί τη μητέρα του όσο και για να της ζητήσει να τον προσέξει. Στον πραγματικό όμως χρόνο του μυθιστορήματος προετοιμάζει και δημιουργεί με τέλειο υπολογισμό μια κατάσταση, στην οποία αυτός είναι ό,τι απέμεινε στη μητέρα του. Αυτός είναι πια η οικογένειά της, και οικογένεια εξ ορισμού είναι άνθρωποι που δεν επιλέγεις, που δεν αγαπάς απαραίτητα με την πρώτη, αλλά πρέπει να μάθεις να αγαπάς. Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, η Ιβα πολέμαγε τον γιο της. Στο τέλος είναι πολύ εξαντλημένη για να συνεχίσει τον πολέμο ενάντια, ας πούμε, στη Φύση. Είναι η μητέρα του. Ποιος θα νοιαστεί για τον Κέβιν αν δεν το κάνει αυτή; Της αρέσει ή όχι, είναι πια ο μόνος βαθύς, ενστικτώδης δεσμός με το ανθρώπινο είδος που της έχει απομείνει. Εάν δεν κολλήσει πάνω του, είναι χαμένη. Αυτή η κεντρική, θεμελιώδης ειρωνεία του βιβλίου ήταν από τη μεριά μου απόλυτα συνειδητή: ο Κέβιν έκανε το μακελειό για να τραβήξει την προσοχή της μητέρας του και να κερδίσει την αγάπη της. Το κόλπο του, όσο διεστραμμένο κι αν είναι, τελικά δούλεψε».
- Συνήθως οι άνθρωποι που είχαν δύσκολα παιδικά χρόνια τείνουν να ταυτίζονται και να καταλαβαίνουν τα παιδιά των άλλων περισσότερο και από τους ίδιους τους γονείς τους. Δημιουργώντας τον Κέβιν, είχατε στο μυαλό σας την έφηβη Λάιονελ;
«Ειλικρινά όχι, δεν ήμουν το μοντέλο για τον Κέβιν. Δεν καταλαβαίνω γιατί αναγνώστες και δημοσιογράφοι υποθέτουν ότι κάθε στοιχείο μυθοπλασίας στα βιβλία μου συνέβη με κάποιο τρόπο και στη ζωή μου. Λυπάμαι, αλλά είναι μια πηγή συνεχούς άγχους και εμποδίζει τη δουλειά μου. Οι άνδρες συγγραφείς είναι, δηλαδή, ικανοί να κατασκευάζουν, να φαντάζονται πράγματα, ενώ οι γυναίκες γράφουμε πάντα ελαφρά καλυμμένη αυτοβιογραφία; Εάν η Ιβα είναι κρυφά εγώ, ο Κέβιν κρυφά εγώ, τότε όλα τα πρόσωπα, περισσότερο ή λιγότερο, είναι κρυφά εγώ και δεν κατάφερα τίποτα παρά έναν ξεδιάντροπο σολιψισμό».
- Μια τόσο καλλιεργημένη γυναίκα σαν την Ιβια, δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να ζητήσει ψυχιατρική βοήθεια για να συμφιλιωθεί με τον ρόλο της μητέρας. Γιατί;
«Δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που ζητά ψυχιατρική βοήθεια. Είναι επαναστατημένη, έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της έξω από τις ΗΠΑ και έχει λιγότερες πιθανότητες από τους συμπατριώτες της να ακολουθήσει τις πολιτιστικές μόδες. Επιπλέον, ομολογώ ότι υποτίμησα στο μυθιστόρημα την ψυχιατρική "ρεζέρβα", γιατί έχω μικρή πίστη σ' αυτή τη μέθοδο λύσης των προβλημάτων. Καλό είναι να υπάρχουν επαγγελματίες στους οποίους να καταφεύγεις. Μερικές φορές είναι ανακούφιση ακόμη και το να κάνεις κάτι για ένα πρόβλημα, έστω και αν δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Αλλά έχω ένα μεγάλο αριθμό φίλων, στη Νέα Υόρκη εννοείται, που ήταν χωμένοι για χρόνια μέχρι τον λαιμό στην ψυχοθεραπεία. Ειλικρινά, δεν πείθομαι. Είναι περισσότερο υγιείς; Καταλαβαίνουν τον εαυτό τους και τους άλλους καλύτερα από εμάς τους υπόλοιπους; Από όσο μπορώ να κρίνω, όχι. Το μόνο που καταφέρνει η ψυχοθεραπεία είναι να κάνει τους ανθρώπους περισσότερο νευρωτικούς. Σπατάλησε χοντρά λεφτά για τα προβλήματά σου και σύντομα θα προσκολληθείς σ' αυτά σαν να είναι τσάντες Γκούτσι ή Audi Sedan».
- Χρόνια μετά, αν βάζατε τον εαυτό σας στον ρόλο του αναγνώστη, τι θα λέγατε; Ποιος φταίει που ο Κέβιν έγινε δολοφόνος; Η μητέρα του; Η φύση;
«Είναι δουλειά του αναγνώστη να αποφασίσει ποιος φταίει. Αλλά γιατί πρέπει τόση δυστυχία να είναι έργο ενός μόνον ανθρώπου; Δεν μπορεί να φταίνε τα λάθη πολλών ανθρώπων; Το πιο σημαντικό για μένα είναι άλλο και αυτή τη θέση παίρνει στο τέλος το βιβλίο: δίνουμε μεγάλη έμφαση και σημασία στο ποιος είναι ο ένοχος. Το να δείχνουμε με το δάχτυλο δεν εξαφανίζει το κακό και σπάνια μάς δίνει τα μέσα να προλάβουμε παρόμοια γεγονότα, αφού τα περισσότερα είναι πολύ σύνθετα και διαφέρουν το ένα από το άλλο. Γι' αυτό και η Ιβα στο τελευταίο κεφάλαιο σκέφτεται ότι ίσως όλο αυτό τον καιρό έκανε κι αυτή στον εαυτό της τη λάθος ερώτηση».
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου