Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Οι σχολικές ποδιές στη Λέσβο: «Μόδα» ή βραχνάς πολυτελείας;

Η σχολική ποδιά αποτέλεσε ένα σύμβολο για τους/τις μαθητές/τριες στην Ελλάδα για πολλά χρόνια. Υπήρξε υποχρεωτικό ένδυμα για τα κορίτσια από το Δημοτικό ως το Λύκειο και για τα αγόρια μόνο στο Δημοτικό σχολείο. Επίσης υπήρξε ένα είδος ενδυματολογικού ελέγχου και φαινομενικής ομοιομορφίας των μαθητών/τριων.

Η σχολική ποδιά υπήρξε ένα ένδυμα που χαρακτήριζε τον μαθητικό πληθυσμό της Ελλάδας, αρχικά των αγοριών και των κοριτσιών και αργότερα μόνο των κοριτσιών, μέχρι την κατάργησή της το 1982. Ο λόγος επιβολής της ως ενδύματος συνδέεται με μια απόπειρα ομογενοποίησης του μαθητικού συνόλου.

Το 2014 πραγματοποιήθηκε έρευνα, η οποία έγινε με τη μέθοδο της συνέντευξης. Σε αυτήν εξετάστηκε κατά πόσο οι γυναίκες και οι άνδρες οι οποίες κατά τα σχολικά τους χρόνια υποχρεώνονταν να φορέσουν τη σχολική ποδιά, θεωρούσαν ότι το ένδυμα αυτό είχε ομογενοποιητικό χαρακτήρα ή αν, αντίθετα, αποτελούσε παράγοντα διάκρισης και διαχωρισμού. Στα πλαίσια της έρευνας, επιλέξαμε ένα δείγμα 20 ατόμων από τη Λέσβο, οι οποίοι ήταν μαθητές και μαθήτριες από το 1950 μέχρι το 1982 και ανήκαν σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Από αυτούς οι 10 κατοικούσαν στην πόλη της Μυτιλήνης, ενώ οι άλλοι 10 σε χωριά του νησιού.

Σύμφωνα με τις περιγραφές των ανθρώπων του δείγματος, η σχολική ποδιά ήταν ένα ένδυμα που θύμιζε στολή, μπλε χρώματος. Οι αποχρώσεις του μπλε χρώματος άλλαζαν κατά καιρούς. Οι πιο ευκατάστατες οικογένειες έφτιαχναν ολόκληρη τη στολή που συνήθως απαρτιζόταν από δύο κομμάτια (μπλούζα – φούστα για τα κορίτσια) και τα μετέπειτα χρόνια ολόκληρο ύφασμα σαν φόρεμα για τα κορίτσια. Οι πιο φτωχές οικογένειες έφτιαχναν κάτι σαν ζακετάκι ή μπλούζα και το φορούσαν πάνω από τα ρούχα τους σαν ποδιά, δηλαδή μόνο το ένα μέρος της ποδιάς κι από κάτω φορούσαν είτε τζιν φούστες σκούρου χρώματος, είτε ό,τι άλλο ρούχο είχαν σε σκούρες αποχρώσεις. 

Οι μοδίστρες και οι ράφτες της εποχής υποστήριξαν ότι οι σχολικές ποδιές φτιάχνονταν από ειδικό ύφασμα που το έλεγαν κάπουτο, το οποίο ήταν πιο οικονομικό, αλλά υπήρχε και το πιο ακριβό ύφασμα που λεγόταν ποπλίνα, το οποίο έραβαν για τους/τις πιο ευκατάστατους/τες μαθητές/τριες.

Τέλος θα πρέπει να τονιστεί η αναφορά των συμμετεχόντων στην έρευνα στην ιδιαίτερη φροντίδα που χρειαζόταν ο άσπρος γιακάς ο οποίος ραβόταν πάνω στην ποδιά. Έβγαινε, πλενόταν και σιδερωνόταν με ιδιαίτερη φροντίδα καθώς υπήρχε περίπτωση ο/η μαθητής/τρια να τιμωρηθεί από κάποιον αυστηρό δάσκαλο εάν ήταν βρώμικος. Πολλές φορές ο γιακάς ήταν πλεγμένος στο χέρι με βελονάκι από τις μαμάδες ή τις γιαγιάδες των μαθητών/τριών.

Η σχολική ποδιά κατά τις δεκαετίες 1950-1960

Το πιο σημαντικό συμπέρασμα της έρευνας ήταν ότι υπήρξαν δύο χρονικοί περίοδοι κατά τις οποίες η πρόσληψη της σχολικής ποδιάς από τους/τις μαθητές/τριες που τη φορούσαν ήταν διαφορετική. Αυτές οι δυο χρονικοί περίοδοι μπορούν να χωριστούν στις δεκαετίες 1950-1960 και στις δεκαετίες 1970- 1980.

Οι γυναίκες και οι άνδρες οι οποίοι έζησαν τα μαθητικά τους χρόνια τις δεκαετίες του 1950-1960 δε δηλώνουν με σαφήνεια τον ρόλο της ποδιάς σχετικά με το αν ήταν ομογενοποιητικός ή διαφοροποιητικός. Ενώ αρχικά ισχυρίζονται όλοι ότι ως ρούχο κάλυπτε τις κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των μαθητών/τριών γιατί ήταν πανομοιότυπη λέγοντας ότι «όλοι φορούσαμε το ίδιο ρούχο», ωστόσο στη συνέχεια επισημαίνουν ότι η ποδιά έδειχνε τις κοινωνικοοικονομικές διαφορές μεταξύ των οικογενειών διότι αρκετά παιδιά δεν είχαν χρήματα για να τις ράψουν στις μοδίστρες.

Άλλες οικογένειες είχαν πολλά παιδιά, επομένως πάλι υπήρχε οικονομικό πρόβλημα για τη ραφή ποδιών σε όλα τους τα παιδιά, άλλες ήταν από αγροτικές περιοχές και δεν έδιναν πολλή σημασία στον ρουχισμό θεωρώντας την ποδιά πολυτέλεια κ.ά.

Επίσης ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η επισήμανση ότι η φροντίδα της σχολικής ποδιάς, που γινόταν από τη μητέρα της οικογένειας, ήταν πολύ σημαντική δουλειά. Χρειαζόταν ιδιαίτερη φροντίδα, πλύσιμο, άπλωμα, σιδέρωμα, οπότε απαιτούνταν να έχει το κάθε παιδί τουλάχιστον δυο ποδιές διότι όταν λερώνονταν η μία έπρεπε να φοράει την άλλη στο σχολείο. Αυτό ήταν δύσκολο για τις φτωχές οικογένειες κι οδηγούσε στην ελλιπή φοίτηση, ειδικά τον χειμώνα που ήταν δύσκολες οι καιρικές συνθήκες και οι ποδιές δε στέγνωναν σύντομα.

Ακόμα μαθαίνουμε ότι τα μικρότερα παιδιά έπαιρναν τη σχολική ποδιά των αδερφών τους όταν μεγάλωναν ή τις έβρισκαν από άλλους συγγενείς ή γείτονες για οικονομία καθώς απαιτούνταν αρκετά χρήματα για τη ραφή ή την αγορά της.

Μέσα από την έρευνα, προκύπτει ακόμα ότι οι άνθρωποι που έζησαν τα σχολικά τους χρόνια σε χωριό δηλώνουν ότι η ποδιά γι’ αυτούς ήταν ένα είδος πολυτέλειας και υποστηρίζουν ότι οι οικογένειές τους δεν έδιναν μεγάλη σημασία στην ύπαρξή της. Αντίθετα οι άνθρωποι που μεγάλωσαν στην πόλη, εξιστορούν περισσότερες λεπτομέρειες για τη σχολική τους ποδιά.

Η διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς και ευκατάστατους μέσω της σχολικής ποδιάς γίνεται περισσότερο φανερή στα λεγόμενα των ανθρώπων που πήραν μέρος στην έρευνα μας, οι οποίοι ήταν μαθητές/τριες κατά τις δεκαετίες του 1970 - 1980.


Η σχολική ποδιά κατά τις δεκαετίες 1970-1980

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη τομή σχετικά με τη σχολική ποδιά. Στα καταστήματα ενδυμάτων όλης της Ελλάδας ξεκίνησαν να εμφανίζονται ποδιές προς πώληση, αντικαθιστώντας (όχι όμως ολοκληρωτικά) αυτές που έφτιαχναν οι μοδίστρες και οι ράφτες στο παρελθόν. Οι σχολικές ποδιές πλέον ήταν επώνυμες και μπορούσε ο κάθε μαθητής και μαθήτρια να τις βρει να διατίθενται σε διαφορετικά στυλ, μεγέθη, τρόπους ραφής και μήκη.

Σύμφωνα με τους ανθρώπους που πήραν μέρος στην έρευνα, η εξέλιξη αυτή έκανε πιο φανερές τις οικονομικές και κοινωνικές και διαφορές μεταξύ των οικογενειών των μαθητών/τριών. Οι σχολικές ποδιές του εμπορίου ήταν αρκετά ακριβές, γεγονός που δυσκόλευε τους πιο αδύναμους οικονομικά μαθητές/τριες να τις αγοράσουν.

Έτσι, λοιπόν, είτε συνέχιζαν να καταφεύγουν στις μοδίστρες και τους ράφτες, όπως έκαναν και παλαιότερα είτε έβρισκαν τρόπους ώστε να αποταμιεύουν χρήματα ή ακόμα κατέφευγαν και στην οικονομική συνδρομή κάποιων συγγενών (παππούδων, θείων κλπ.).

Οι νέες σχολικές ποδιές των καταστημάτων είχαν μεγάλη απήχηση ανάμεσα στους μαθητές/τριες επειδή η ποιότητα του υφάσματος ήταν καλύτερη, ο τρόπος ραψίματος σαφώς βελτιωμένος και υπήρχε μεγάλη ποικιλία. «Ήταν σαν φορεματάκια, σαν μοντελάκια!»., σύμφωνα με την περιγραφή μιας πληροφοριοδότριάς μας.

Η σχολική ποδιά εκείνα τα χρόνια είχε άμεση σχέση με τη μόδα. Η πιο μοδάτη από όλες ήταν εκείνη με την επωνυμία «Τσεκλένης» και οι πιο πλούσιες οικογένειες αγόραζαν μόνο αυτήν. Στην αγορά της πόλης της Μυτιλήνης υπήρχαν πολλά καταστήματα που πουλούσαν επώνυμες σχολικές ποδιές. Τα πιο γνωστά ήταν το κατάστημα του «Βουκλαρή» και η «Υφασματεμπορική».

Η κατάργησή της σχολικής ποδιάς

Μέσα από την έρευνά μας και παίρνοντας συνεντεύξεις από ανθρώπους που έζησαν τα σχολικά τους χρόνια φορώντας σχολικές ποδιές, μπορούμε να πούμε ότι η σχολική ποδιά ως είδος ενδύματος αποτέλεσε ένα μέσο οικονομικής και κοινωνικής διάκρισης ανάμεσα στις οικογένειες των μαθητών/τριών.

Έγινε έντονα φανερό ότι σε όλη τη διάρκεια της εφαρμογής της υποχρεωτικότητάς της, η σχολική ποδιά απέτυχε να κρύψει τις οικονομικές και κοινωνικές διαφορές αυτών που τη φορούσαν. Όμως από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και αργότερα, οπότε εμφανίστηκαν επώνυμες έτοιμες σχολικές ποδιές στα καταστήματα, αυτό έγινε ακόμα πιο φανερό τόσο στο σχολείο όσο και την κοινωνία.

Η σχολική ποδιά καταργήθηκε οριστικά το 1982 με το άρθρο 41 του νόμου 1304, που ακύρωνε τις διατάξεις του νόμου 309/76, ο οποίος είχε επιβάλλει τη σχολική ποδιά μόνο για τα κορίτσια. Η κατάργησή της όπως ήταν φυσικό προκάλεσε πολλές συζητήσεις αλλά και αντιδράσεις.

*Η Πέρσα Κεχαγιά είναι Εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Λέσβου και κατοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος «Γυναίκες και Φύλα, Κοινωνικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις»

Πηγή: stonisi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου