Μήπως σε κάποια χαλαρή βόλτα στο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης έχετε νιώσει ότι ο δημοτικός φωτισμός είναι ανεπαρκής και δεν βλέπετε καλά; Μήπως σε κάποια επίσκεψη σε μία δημόσια υπηρεσία διαπιστώσατε ότι ο φωτισμός ήταν κουραστικός ή ενοχλητικά έντονος; Μήπως ο φωτισμός στο ίδιο σας το σπίτι, σας προβληματίζει; Ενδεχομένως γι όλα αυτά να ευθύνονται τα πρότυπα τεχνητού φωτισμού σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, που οδηγούν είτε σε μειωμένη οπτική ικανότητα, είτε σε σπατάλη ενέργειας και φωτορύπανση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης της Οφθαλμολογικής Κλινικής του ΔΠΘ , η οποία δημοσιεύθηκε στο διεθνή επιστημονικό τύπο *, τα πρότυπα τεχνητού φωτισμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να επικαιροποιηθούν.
«Στην εποχή που το κόστος της ενέργειας και η αλόγιστη διαχείριση της, αποτελούν βασικό κοινωνικό πρόβλημα, η εν λόγω μελέτη εμφανίζεται ιδιαίτερα επίκαιρη καθώς δίνει άμεσα και χρηστικά δεδομένα στους επίσημους φορείς του κράτους πχ. Υπουργείο Περιβάλλοντος», επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας που εκπόνησε τη μελέτη, αναπληρωτής καθηγητής Οφθαλμολογίας/ διευθυντής της Οφθαλμολογικής Κλινικής του ΔΠΘ, Γεώργιος Λαμπίρης.
«Το έναυσμα για τη μελέτη στον τεχνητό φωτισμό προέκυψε μέσα από την καθημερινή κλινική πρακτική. Είναι γνωστό ότι η απόδοση του οπτικού συστήματος και προοπτικά η συνολική απόδοση του ατόμου εξαρτάται από τις συνθήκες του φωτισμού. Όμως ακόμα και άτομα που εμείς οι οφθαλμίατροι θεωρούμε ότι έχουν φυσιολογική όραση δυσκολεύονται σε διάφορες δραστηριότητες τους σε συνθήκες τεχνητού φωτισμού. Όχι μόνο επειδή νιώθουν ότι ο φωτισμός είναι ανεπαρκής, αλλά και γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις ο φωτισμός είναι πολύ έντονος, με αποτέλεσμα το δάκρυσμα και τη θόλωση της όρασης. Αποφασίσαμε λοιπόν να ερευνήσουμε αυτό το ζήτημα μαζί με ειδικούς επιστήμονες από το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο που εξειδικεύονται στο τεχνητό φωτισμό και ανακαλύψαμε ορισμένα πράγματα που μας θορύβησαν. Ακόμα και οι αναθεωρημένες Ευρωπαϊκές οδηγίες για τον τεχνητό φωτισμό, ουσιαστικά στηρίζονται σε πειράματα που είχαν γίνει σε πτωματικούς οφθαλμούς πριν από 50 χρόνια καθώς και σε κάποιες πιο σύγχρονες υποκειμενικές μελέτες ικανοποίησης. Δεν υπήρχε καμία πειραματική μελέτη που να συνέδεε την οπτική απόδοση (δηλαδή πόσο βλέπει κάποιος άνθρωπος) στις προτεινόμενες συνθήκες φωτισμού. Αυτό ίσχυε τόσο για τους ανθρώπους με φυσιολογική όραση όσο και για ανθρώπους που είχαν κάποιο πρόβλημα στην όραση ή είχαν υποστεί κάποια επέμβαση στα μάτια τους» αναφέρει ο κ. Λαμπίρης .
Η μελέτη εκπονήθηκε με σκοπό να στηθεί μία πειραματική δομή και να μετρηθεί η οπτική ικανότητα των ανθρώπων ανάλογα με τον τεχνητό φωτισμό και με αυτό τον τρόπο να αξιολογηθεί το αν οι πόλεις ή οι δημόσιες υπηρεσίες, ή ακόμα και το ίδιο το σπίτι μας, φωτίζονται σωστά ή όχι.
«Είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι που καταφέραμε να εξασφαλίσουμε χρηματοδότηση και να συλλέξουμε και να δημοσιεύσουμε τα απαραίτητα πειραματικά δεδομένα, όμως προβληματιστήκαμε έντονα με τα αποτελέσματα. Σχεδόν το σύνολο των προτύπων τεχνητού φωτισμού που εφαρμόζονται στην Ελλάδα δε μπορούν να εξηγηθούν από ιατρικής άποψης. Σύμφωνα με τα υφιστάμενα πρότυπα, ορισμένες προτεινόμενες συνθήκες φωτισμού οδηγούν σε πειραματικά αποδεδειγμένη μειωμένη οπτική απόδοση (δηλαδή οι άνθρωποι δεν βλέπουν το μέγιστο που μπορούν να δουν), ενώ άλλες προτεινόμενες συνθήκες φωτισμού είναι αχρείαστα δυνατές (δηλαδή οδηγούν σε μεγάλη σπατάλη της ενέργειας). Τα πειραματικά μας δεδομένα είχαν ακόμα μεγαλύτερη απόκλιση με τα πρότυπα φωτισμού στην Ελλάδα, σε ασθενείς με κάποιο πρόβλημα στην όραση τους ή σε ανθρώπους που είχαν υποβληθεί σε επέμβαση στα μάτια (πχ, είχαν υποβληθεί σε επέμβαση καταρράκτη)» προθέτει ο κ Λαμπίρης.
Τα αποτελέσματα της έρευνας , όπως εξηγεί ο κ Λαμπίρης , δεν έχουν μόνο ιατρικό ενδιαφέρον, έχουν κυρίως κοινωνικό και οικονομικό, καθώς μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μία σύγχρονη ανθρωποκεντρική προσέγγιση.
«Κατά τη γνώμη μας, η σύγχρονη αντίληψη για τον τεχνητό φωτισμό συνιστά την εξατομικευμένη προσαρμογή του στις πραγματικές οπτικές ανάγκες του ατόμου ώστε να αποδίδει τα βέλτιστα σε κάθε δραστηριότητά του, χωρίς όμως να σπαταλάμε την πολύτιμη (και πανάκριβη πια) ενέργεια για την παραγωγή του. Αυτό θα αποτελέσει και το αντικείμενο της δεύτερης φάσης της σχετικής έρευνάς μας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο μόλις εξασφαλίσουμε τους απαραίτητους ερευνητικούς πόρους» καταλήγει ο κ. Λαμπίρης.
* Η μελέτη είναι διαθέσιμη στον σύνδεσμο https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/34866900/
Αγγέλα Φωτοπούλου
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου