Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο νυν ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, μαθηματικός Ιωάννης Χαΐνης, δίδασκε Μαθηματικά και Φυσική σε Γυμνάσιο των Φιλιατρών Μεσσηνίας. Ηταν Νοέμβριος όταν ο «γενικός επιθεωρητής των Καλαμών», φιλόλογος στην ειδικότητα, επισκέφθηκε το σχολείο του κ. Χαΐνη για επιθεώρηση των καθηγητών. Εκείνη την ημέρα έτυχε να παρακολουθήσει το μάθημα του κ. Χαΐνη στη Φυσική, για τα συγκοινωνούντα δοχεία. Ωστόσο, στην έκθεση αξιολόγησης που συνέταξε αργότερα, ο γενικός επιθεωρητής μίλησε για τα τριχοειδή φαινόμενα, που διδάσκονταν τον Απρίλιο... Τι είχε συμβεί, λοιπόν, εκείνη την ημέρα του Νοεμβρίου; Η διήγηση του κ. Χαΐνη στην «Κ» είναι απολαυστική: «Τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πολλοί μαθηματικοί και φυσικοί. Γι’ αυτό και εγώ δίδασκα όχι μόνο Μαθηματικά αλλά και Φυσική. Από την άλλη, γενικοί επιθεωρητές γίνονταν μόνο φιλόλογοι. Ετσι, ο εν λόγω είχε πέντε-έξι εκθέσεις αξιολόγησης γραμμένες από έμπειρους μαθηματικούς και φυσικούς και τις “χρησιμοποιούσε” σε κάθε αξιολόγηση εκπαιδευτικού. Ετσι για μένα διάλεξε μια έκθεση που περιέγραφε τη διδασκαλία ενός καθηγητή πάνω στα τριχοειδή φαινόμενα»!
Από τις επιθεωρήσεις στο πόδι προ-μεταπολιτευτικά, το ελληνικό σχολείο πέρασε στην απουσία αξιολόγησης μετά το 1980. Οχι όμως και νόμων. Η Ελλάδα έχει ψηφίσει επτά νόμους για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών από το 1982 έως και σήμερα. Κανένας δεν εφαρμόστηκε, λόγω των αντιδράσεων των συνδικαλιστών και των εκπαιδευτικών. Σήμερα, οι θεσμοί πιέζουν για την έναρξη της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, αλλά ο υπουργός Κώστας Γαβρόγλου αντιδρά. Παρ’ όλα αυτά ο κ. Γαβρόγλου, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», άφησε περιθώριο για διάφορες ερμηνείες, λέγοντας πρόσφατα στην ηγεσία της διδασκαλικής ομοσπονδίας: «Προσωπικά διαφωνώ, αλλά η κοινωνία είναι αλλού».
Σχέδια στα χαρτιά
Ειδικότερα, έως το 1975 υπήρχε ο επιθεωρητής, η θέση του οποίου καταργήθηκε με την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ. Με τον νόμο 1304 του 1982 εισήχθη ο θεσμός του σχολικού συμβούλου, με βασική αρμοδιότητα την επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών. «Ενθαρρύνουν κάθε προσπάθεια για επιστημονική έρευνα στον χώρο της εκπαίδευσης και συμμετέχουν στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών των σχολείων της περιοχής τους», αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στον νόμο. Μετά τον νόμο του 1982, ακολούθησαν άλλοι έξι νόμοι –ο 1566 το 1985, ο 2043 το 1992, ο 2525 το 1997, ο 2986 το 2002, ο 3848 το 2010 και ο 4142 το 2013– οι οποίοι είτε άλλαζαν άρδην τον προηγούμενο νόμο είτε τον συμπλήρωναν.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο διδάκτωρ σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής Απόστολος Δημητρόπουλος, μεταπολιτευτικά εκτός από τους νόμους που ψηφίστηκαν υπήρξαν και σχέδια που έμειναν στα χαρτιά. «Οι κρατικοί παράγοντες έκαναν την προσπάθειά τους. Ωστόσο, η αντίσταση από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις δεν επέτρεψαν την υλοποίηση των νόμων. Η μεγαλύτερη των συγκρούσεων ήταν το 1997-1998 επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη, που πρότεινε διαδικασία αξιολόγησης από σώμα επιθεωρητών», παρατηρεί ο κ. Δημητρόπουλος, ο οποίος συνέταξε μαζί με την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Βάσω Κιντή την αναφορά για τη λογοδοσία στην Ελλάδα στην τελευταία έκθεση της UNESCO. Παρότι τότε στη μνήμη έμειναν οι μαθητές που αντιδρούσαν στη νέα δομή του Λυκείου και στο σύστημα εισαγωγής που θεσμοθέτησε ο Γ. Αρσένης, και ο κλάδος των καθηγητών «έβραζε». Μάλιστα, όπως παρατηρεί ο κ. Δημητρόπουλος, οι εκπαιδευτικοί ενθάρρυναν τις καταλήψεις των σχολείων από μαθητές, και για τον λόγο αυτό ακολούθησε η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος κατά της ενθάρρυνσης καταλήψεων.
«Οι υπουργοί μπορεί να ήθελαν να προχωρήσουν την αξιολόγηση ή και να την ψήφισαν, ωστόσο πάντα είχαν να αντιμετωπίσουν είτε την ανοικτή σύγκρουση όλων των εκπαιδευτικών μέσω της ΟΛΜΕ ή τις επιθέσεις και τις αντιδράσεις μέσα στο κόμμα τους από την οικεία συνδικαλιστική παράταξη», παρατηρεί ο κ. Δημητρόπουλος.
Οι βασικοί λόγοι που οι εκπαιδευτικοί αντιδρούν στην αξιολόγηση είναι ότι κατά τον 20ό αιώνα η αξιολόγηση γίνονταν από χαμηλού κύρους εκπαιδευτικούς, με κυρίως κομματικές περγαμηνές. Ενδεικτικά, οι γενικοί επιθεωρητές ήλεγχαν τις διοικητικές και παιδαγωγικές ικανότητες των εκπαιδευτικών. Οι ίδιοι ωστόσο επικρίνονταν για έλλειψη προσόντων ώστε να μπορούν να «επιβληθούν» ακαδημαϊκά στους εκπαιδευτικούς που επιθεωρούσαν. Επίσης, κατηγορήθηκαν και για υποκειμενικές κρίσεις και διώξεις εκπαιδευτικών για πολιτικούς λόγους. Μεταπολιτευτικά, από το 1981 και μετά, η ενίσχυση των συνδικάτων που δεν θέλουν καμία διαδικασία ελέγχου των μελών τους παγίωσε την αρνητική κατάσταση.
Καχυποψία
«Η ευθύνη του κράτους είναι μεγάλη διότι δεν προσπάθησε να διαμορφώσει τις συνθήκες εμπιστοσύνης στην αξιολόγηση. Και πώς να συμβεί αυτό, όταν οι επιλογές των διοικητικών στελεχών –τα οποία στους νόμους έχουν κεντρικό ρόλο στην αξιολόγηση– γίνονταν με κομματικά κριτήρια;», σχολιάζει ο κ. Δημητρόπουλος.
Στη Φινλανδία, όπως και στις άλλες σκανδιναβικές χώρες, για παράδειγμα, ο διευθυντής έχει διευρυμένες αρμοδιότητες αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, ενώ τα σχολεία είναι στην ευθύνη των δήμων. Ετσι, στην τοπική κοινότητα ορίζονται οι στόχοι των σχολείων, την υλοποίηση των οποίων ελέγχει το ίδιο το σχολείο, και μετά το κράτος αξιολογεί σχολεία και εκπαιδευτικούς.
Πώς λοιπόν θα σπάσει ο φαύλος κύκλος της καχυποψίας στην Ελλάδα; «Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να ξεκινήσουμε. Η αρχή θα μπορούσε να γίνει με αυτοαξιολόγηση που θα συμπληρώνεται από διαδικασία εξωτερικής αξιολόγησης. Μπορούμε να δοκιμάσουμε να κάνουν την εξωτερική αξιολόγηση ενός σχολείου εκπαιδευτικοί από γειτονικά σχολεία. Ετσι θα αυξηθούν οι εκπαιδευτικοί που θα έχουν γνώση τι είναι αξιολόγηση», απαντά ο κ. Δημητρόπουλος. Και προσθέτει: «Είμαστε η μόνη χώρα της Δύσης, στην οποία το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αξιολογείται».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου