Τα παιδιά σήμερα κάθονται περισσότερο από ποτέ. Ακόμα και τα βρέφη περνούν ώρες περιορισμένα σε καθίσματα αυτοκινήτου και ειδικά καρεκλάκια, αντί να μπουσουλάνε, να κάνουν βηματάκια ή να μεταφέρονται στην αγκαλιά της μητέρας τους. Καθώς μεγαλώνουν, συχνά οι ημέρες τους είναι ολόκληρες προγραμματισμένες με εκπαιδευτικές δραστηριότητες και οργανωμένες εκδηλώσεις. Τα σημερινά παιδιά έχουν 25% λιγότερο χρόνο για ελεύθερο παιχνίδι απ’ ότι η μόλις προηγούμενη γενιά και αυτό χωρίς να υπολογίζονται αποσπάσεις όπως η τηλεόραση ή τα βιντεοπαιχνίδια.
Όμως αν αφεθούν να δρούν αυθόρμητα, τα παιδιά κινούνται. Πιάνονται χέρι – χέρι και στριφογυρίζουν σε έναν κύκλο μέχρι να πέσουν όλα κάτω γελώντας. Τρέχουν γύρω από τους ενήλικες και εκλιπαρούν να συμμετάσχουν σε ενδιαφέρουσες δουλειές μαζί τους. Θέλουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις και προσπαθούν ξανά και ξανά όταν κάνουν λάθη. Σκαρφαλώνουν, τρέχουν, χοροπηδάνε, σκάβουν. Και όταν έχουν κουραστεί, τους αρέσει να τα κουνάει ο γονιός ή να τα αγκαλιάζει στοργικά.
Ο περιορισμός που υφίστανται τα παιδιά στην ανάγκη τους για κίνηση, μειώνει την ικανότητά τους να μαθαίνουν. Και αναμένεται από τα σημερινά παιδιά να ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν στα πέντε ή τα έξι χρόνια τους, λες και όλα τα παιδιά αναπτύσσονται με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο χρόνο. Τα παιδιά πιέζονται να μάθουν γρήγορα, με την υπόθεση ότι αυτό θα τα κάνει καλύτερους μαθητές και μελλοντικά φοιτητές.
Η προσέγγιση αυτή όχι απλώς δεν είναι απαραίτητη, αλλά όπως δείχνουν έρευνες, ίσως τελικά και να συμβάλλει σε προβλήματα όπως μαθησιακές διαταραχές, ελλειμματική προσοχή και μακροχρόνιο στρες.
Μελέτες που συγκρίνουν την εισαγωγή στην ανάγνωση στην ηλικία των πέντε ετών, με την αντίστοιχη στα επτά χρόνια, δείχνουν ότι η έναρξη τέτοιων μαθημάτων νωρίτερα μπορεί να βλάψει την ανάπτυξη της ικανότητας ανάγνωσης. Όταν τα παιδιά της μελέτης έφθασαν στα 11 έτη, οι μαθητές που διδάχθηκαν ανάγνωση νωρίτερα έδειξαν χαμηλότερο βαθμό κατανόησης του κειμένου και λιγότερο θετική διάθεση προς την ανάγνωση απ’ ότι τα παιδιά που άρχισαν να διδάσκονται αργότερα.
Η άνάγνωση και η γραφή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί από τα παιδιά να αποκωδικοποιούν σχήματα σε ήχους και λέξεις, να θυμούνται αυτές τις λέξεις σωστά σε γραπτή και προφορική μορφή και να κατανβοούν το νόημά τους. Όπως έχει αποδειχθεί, όταν επιτρέπεται η ικανότητα ανάγνωσης να αναπτύσσεται φυσικά ή διδάσκεται αργότερα, αυτό τείνει να δημιουργεί πρόθυμους, δια βίου αναγνώστες.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Τα παιδιά που πιέζονται να διαβάσουν νωρίς (όχι αυτά που από μόνα τους ξεκινούν) τείνουν να βασίζονται σεδιαδικασίες του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, διότι αυτή η περιοχή ωριμάζει πιο γρήγορα. Αυτοί οι πρώιμοι αναγνώστες είναι πιθανότερο να «μαντεύουν» άγνωστες λέξεις, χρησιμοποιώντας στοιχεία όπως η εμφάνιση, το πλαίσιο, το αρχικό και το τελευταίο γράμμα. Η κύρια τακτική τους είναι η οπτική απομνημόνευσηλέξεων. Οι μέθοδοι αυτές είναι πολύτιμες, αλλά όχι μία ισορροπημένη προσέγγιση στην ανάγνωση. Τέτοια παιδιά μπορεί να κουράζονται εύκολα αφού διαβάσουν σύντομα κείμενα ή να δυσκολεύονται να αποκομίσουν το νόημα αυτού που διαβάζουν. Η διαδικασία που χρησιμοποιούν για να αποκωδικοποιήσουν λέξεις μπορεί να κάνει το περιεχόμενο δύσκολα κατανοητό. Και αυτά τα προβλήματα ανάγνωσης μπορεί να επιμείνουν.
Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά ωφελούνται όταν μαθαίνουν να διαβάζουν φυσικά ή διδάσκονται αργότερα. Αυτό διότι, καθώς ωριμάζει το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου και αναπτύσσεται η σύνδεση ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια, καθίσταται ευκολότερο γι’ αυτά να προφέρουν λέξεις, να οπτικοποιούν νοήματα και να πειραματίζονται διανοητικά με αφαιρέσεις. Τότε απομνημονεύουν οπτικά μικρές λέξεις, αλλά προφέρουν και μεγαλύτερες, μία προσέγγιση που είναι λιγότερο πιεστική. Καθώς ενσωματώνουν περισσότερες λέξεις στο αναγνωστικό λεξιλόγιό τους, οπτικοποιούν και κατανοούν ευκολότερα αυτό που διαβάζουν.
Προκειμένου τα παιδιά να διαβάζουν, να γράφουν και να ορθογραφούν, πρέπει να είναι αναπτυξιακά έτοιμα. Κάποια είναι έτοιμα στην ηλικία των τεσσάρων ή πέντε ετών, ενώ κάποια άλλα δεν είναι έτοιμα για αρκετά χρόνια αργότερα. Αυτή η ετοιμότητα περιλαμβάνει περίπλοκες νευρικές οδούς και κιναισθητική ευαισθητοποίηση. Περιλαμβάνει την ιδιοδεκτική αίσθηση που αναπτύσσεται μέσω των αισθητήριων υποδοχέων στους μυες, τις αρθρώσεις και τους τένοντες: μια μορφή ωρίμανσης απαραίτητη για μια φυσική αίσθηση του εαυτού (απαραίτητη ακόμα και για την εκμάθηση του πώς να διαμορφώνει κάποιος τη φωνή του και να κρατάει τα αντικείμενα προσεκτικά).
Μία τέτοια ετοιμότητα δε δημιουργείται με βιβλία εργασίας ή προγράμματα υπολογιστών. Είναι αποτέλεσμα της ωρίμανσης του εγκεφάλου, καθώς και πλούσιων εμπειριών που βρίσκονται στη σωματική αίσθησηκαι την κίνηση.
Αυτές οι εμπειρίες συμβαίνουν καθώς τα παιδιά παίζουν και δουλεύουν και ιδιαίτερα με τρόπους που διασχίζουν τη μέση γραμμή των ημισφαιρίων του εγκεφάλου, όπως με επεκτατικές κινήσεις, όπως αναρρίχηση, άλματα, σκάψιμο, κολύμβηση, κουτσό και κυνηγητό, ιππασία, ποδηλασία, τρέξιμο. Βοηθούν επίσης οι λεπτές κινήσεις χειρισμών, όπως η κοπή λαχανικών, η ζωγραφική, το χτίσιμο, τα παιχνίδια με ομοιοκαταληξίες και παλαμάκια, η χαρτοκοπτική και το παιχνίδι στην άμμο.
Και φυσικά υπάρχει και η απαραίτητη ανάπτυξη που προέρχεται από τις αγκαλιές, το «κούρνιασμα» των παιδιών στην αγκαλιά των γονιών τους, το να ακούνε ιστορίες, να τραγουδούν, να δοκιμάζουν νέες γεύσεις και να απολαμβάνουν, να προσποιούνται και να μιμούνται. Χωρίς αυτά, τα παιδιά δεν θα έχουν ισχυρά θεμέλια για μάθηση.
Αυτές οι δραστηριότητες ερεθίζουν τον εγκέφαλο του παιδιού να αναπτύξει νέες νευρικές οδούς. Επίσης, τέτοιες δραστηριότητες χτίζουν αυτοπεποίθηση, εξομαλύνουν την αισθητηριακή επεξεργασία και δημιουργούν μια «τράπεζα» άμεσης εμπειρίας που βοηθά το παιδί να απεικονίζει αφηρημένες έννοιες.
Εμείς οι ενήλικες έυκολα μπορεί να σκεφτούμε ότι μία καλή ιδέα για ένα βροχερό απόγευμα είναι μία μεγάλη βόλτα με το αυτοκίνητο σε ένα εκπαιδευτικό έκθεμα. Όμως ένα μικρό παιδί μπορεί να αποκομίσει πολύ μεγαλύτερη αναπτυξιακή αξία (και χαρά) από το να τσαλαβουτήσει σε λακούβες με λάσπη και έπειτα να παίξει στη μπανιέρα.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ετοιμότητα για ανάγνωση. Ίσως ο σημαντικότερος να είναι μία υποστηρικτική οικογενειακή ζωή, όπου το παιχνίδι, το διάβασμα και η συζήτηση αποτελούν ένα απολαυστικό κομμάτι της κάθε ημέρας.
Βοηθάει όμως να θυμόμαστε, ότι τα μικρά παιδιά θέλουν να συμμετέχουν σε χρήσιμες δουλειές όπως η παρασκευή γευμάτων, μικροεπισκευές στο σπίτι και η φροντίδα του κήπου.
Χρειάζονται επίσης ελεύθερο χρόνο, που να μην περιλαμβάνει τηλεόραση, παιχνιδομηχανές, άλλες συσκευές ή ειδικά παιχνίδια. Η ανάπτυξή τους είναι συνδεδμένη με την κίνηση.
Οι σωματικές εμπειρίες είναι αυτές που προετοιμάζουν τα παιδιά για τη μαγεία του να γίνονται τα σχήματα λέξεις, οι λέξεις να γίνονται ιστορίες και τα ίδια να γίνονται αναγνώστες.
Αννίτα Νιάκα
Πηγή: sofokleousin
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου