Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Βιβλίο: Σάντρο Ονόφρι – Ημερολόγιο μιας τάξης

Από το Πανδοχείο

Προσπαθώ να τους συνοδεύσω σ’ αυτή την τελετή του περάσματος που είναι το σχολείο, να τους παρουσιάσω τη ζωή με τους μυς δυνατούς και το μυαλό ξύπνιο και περίεργο, αλλά και αναρωτιέμαι αν αυτή η ίδια περιέργεια δεν αποδειχτεί ένα χάντικαπ, σε μια μόρφωση που αναδεικνύει όλο και πιο πολύ τις εξειδικεύσεις και τις μανιακές αυθεντίες, το αντίθετο ακριβώς της περιέργειας. Αναρωτιέμαι δηλαδή αν δεν διδάσκω σ’ αυτούς την ανικανότητά μου προσαρμογής στην πραγματικότητα, μια λιποταξία από το χρόνο, μια ήττα. [σ. 21-22]

Η ιδέα της συγγραφής ενός βιβλίου για το σχολείο προβλημάτιζε ιδιαίτερα τον ρωμαίο εκπαιδευτικό και συγγραφέα Σάντρο Ονόφρι, ο οποίος τελικά αντί της μυθοπλασίας επέλεξε την ευθεία ημερολογιακή μορφή. Το κείμενο βρέθηκε στον υπολογιστή του από τη γυναίκα του Μαρίνα το φθινόπωρο του 1999, λίγο μετά τον πρόωρο χαμό του στην ηλικία των σαράντα τεσσάρων.

Ήδη με την έναρξη της σχολικής χρονιάς ο Ονόφρι παρατηρεί την αγωνιώδη αναζήτηση της νεωτερικότητας στην εμμονή με τα διάφορα χρονοδιαγράμματα, τους προγραμματισμούς και τους αρχαϊκούς μύθους που δεν οδηγούν παρά στη σύνθλιψη των διαφορών και των προσωπικοτήτων μαθητών αλλά και εκπαιδευτικών. Εκπλήσσεται που μόνος ένας από τους εβδομήντα δεκαεξάχρονους μαθητές του έχει διαβάσει Πινόκιο, απορεί πώς μπορεί να μεγαλώσει κανείς χωρίς ένα τέτοιο ανάγνωσμα, παρόλο που γνωρίζει ότι η ανάγνωση παραμυθιών στο κρεβάτι είναι πλέον μια χαμένη συνήθεια.

Ο Ονόφρι εκφράζει με απόλυτη ειλικρίνεια τις αμφιβολίες και τις αμφιταλαντεύσεις του όσον αφορά την δική του θέση. Δεν γνωρίζει πλέον με σιγουριά αν είναι καλό να διδάσκεις τους νέους να προχωρούν χωρίς βιασύνη προς τη γνώση του χαρακτήρα τους και να διαβαίνουν με ηρεμία στη συγκρότησή τους, χωρίς να δέχονται άκριτα πρότυπα. Προβληματίζεται όταν η κραυγή του ή η γροθιά στην έδρα για να ξανακερδίσει την χαμένη τους προσοχή διακόπτει την μαγεία ή την πλήξη τους, γιατί αμφότερες μπορούν να γεννούν κοινές φαντασιώσεις και οίστρους που δεν πρέπει να διαρρηγνύονται.

Δεν παύει να εκπλήσσεται όταν τον πλησιάζουν και του λένε «αυτά που ακούγονται» για τον ίδιο: πως κάνει πολύ πολιτική, πως απ’ ότι φαίνεται ανήκει στην αριστερά. Εδώ αισθάνεται αδικημένος, καθώς δεν έχει πάψει στιγμή να καλύπτει τις δικές του απόψεις και την ίδια στιγμή να τους διδάσκει να πληροφορούνται, να διαβάζουν και να σχηματίζουν μόνοι τους άποψη. Στην επιμονή τους πως η απόδειξη των αριστερών του πεποιθήσεων βρίσκεται στις συνεχείς αναφορές του στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τον Μάλκολμ Χ τους απαντά πως το να είναι κανείς αντιρατσιστής δεν είναι ούτε δεξιό ούτε αριστερό.

To ημερολόγιο διακόπτεται από δευτεροπρόσωπη «συνομιλία» προς τον Μάρκο, μια ιδιαίτερη περίπτωση μαθητή, η απάθεια του οποίου δεν έγινε ανεκτή από τους άλλους καθηγητές, που αφέθηκαν και να τρομοκρατηθούν από την αυθάδειά του. Στο μίσος του Μάρκο για τους μαύρους και τους Πολωνούς εκείνος του θυμίζει πως ο ίδιος και η παρέα του είναι αφρικανοί στην προτίμηση για τα έντονα χρώματα και άραβες στον τρόπο που γελούν δυνατά, ενώ το κούρεμα και τα φαρδιά χαμηλοκάβαλα προέρχονται από τα γκέτο των μαύρων ράπερς.

Ο συγγραφέας θλίβεται μπροστά στα «αυτοκτονιογενή ρεύματα» στις τάξεις των μαθητών (τα ονόματα των αυτοχείρων δεν δημοσιεύονται ποτέ, μόνο το αρχικά τους, ώστε η λιτανεία των νεκρών να είναι αόρατη), συναισθανομένος την προσωπική του ευθύνη: εμείς, γράφει, οικοδομήσαμε αυτό το παρόν, γεμάτο με την «μοναξιά τόσων εφήβων, παιδιών με ένα σμήνος από baby sitter, που δεν είχαν κανένα να εμπιστευτούν τα προβλήματά τους και κανέναν, κυρίως, που να είχε την ευαισθησία να τα καταλάβει…». Βλέποντας τους απανταχού περιορισμούς της ζωής τους φτάνει να αναφωνήσει: Σε τέτοιο σημείο εμμονής έχω φτάσει, ώστε να θεωρώ τις ρημαγμένες μας αίθουσες σαν ένα βασίλειο ελευθερίας και ευτυχίας, τους μόνους τόπους στους οποίους καταφέρνετε να είσαστε ελεύθεροι, και πάρα πολύ ωραίοι [σ. 29]. Αλλά εκείνο που τον βασανίζει περισσότερο είναι το εμβληματικό ερώτημα του Στάινερ από τα Errata του: Με ποια δικαιολογία, εκτός από την αισθητική μου και την προσωπική μου ματαιοδοξία, απαιτώ να παλέψω ενάντια στη λαϊκή κουλτούρα και σ’ αυτό που πρόδηλα προσφέρει σε ζωές κατά τα άλλα μονότονες και ανάπηρες, σαν τον Δον Κιχώτη ενάντια στους ανεμόμυλους; Σύμφωνα με κριτήρια πραγματιστικά και δημοκρατικά η απάντηση είναι: με καμία.

Ένα είδος παιχνιδιού που αγαπούσε ο Ονόφρι ήταν η σύνταξη από τους μαθητές ενός προσωπικού λεξικού. Εκείνος τους έδινε τις λέξεις κι εκείνοι έφτιαχναν τα δικά τους λήμματα. Οι απαντήσεις στο Ιδανικό και στον Φόβο αποκαρδίωσαν τον συγγραφέα: το ιδανικό ταυτίζεται με την καριέρα, τη σεβαστή θέση και την επιτυχία, ο δε φόβος συνίσταται στο να μην τους καταλαβαίνουν, να μη τα καταφέρουν, να απογοητεύσουν τις προσδοκίες των γονιών, να μην γίνουν αποδεκτοί, να μείνουν μόνοι. Από την άλλη, πού θα διοχετευθούν οι νέοι ανάμεσα στα δεκαπέντε και τα εικοσιπέντε που υπερβαίνουν πλέον το ένα δισεκατομμύριο; Πώς θα αντιμετωπιστεί αυτή η ισχυρή ενέργεια τόσων ορμονών; Ο κόσμος μας επινόησε δρόμους χωρίς χώρους για τους εφήβους, παρά μόνο μάντρες, πάγκους και έρημες πλατείες. Πώς γίνεται να υπάρχουν τόσα Κέντρα Ηλικιωμένων και κανένα Κέντρο Νεότητας πέραν των καταλήψεων;

Στη σύντομη ζωή του ο Ονόφρι εξέδωσε συλλογές διηγημάτων και ρεπορτάζ, ενώ αρθρογραφούσε σε εφημερίδες. Το βιβλίο περιλαμβάνει τρία ακόμα κείμενα: τα άρθρα Η μοίρα των εκπαιδευτικών: να υπακούουν και Δεν τρέχουν στα Χίλια Μίλια με Φίατ πεντακοσαράκι Τοπολίνο, δημοσιευμένα στην Unità και την Ιστορία ενός καταδικασμένου, δημοσιευμένη στο Ημερολόγιο της εβδομάδας, όλα την περίοδο 1997 – 1998.Στο πρώτο σαρκάζει την συνήθεια της ιταλικής πολιτείας να συγκροτεί επιτροπές ειδικών για την παιδεία οι οποίες δεν περιλαμβάνουν ούτε έναν εκπαιδευτικό. Το ίδιο σύστημα ακολουθεί και ο Τύπος, που φιλοξενεί απόψεις συγγραφέων, παιδαγωγών, δημοσιογράφων και φυσικά πολιτικών· συνεπώς οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να υπακούουν. Το τελευταίο κείμενο αποτελεί την τραγική επιτομή ενός ρατσιστικού εγκλήματος στα περίχωρα της Ρώμης, στις περιοχές που πλέον φιλοξενούν χιλιάδες κατοίκους – θύματα της οικοδομικής κρίσης της μητρόπολης και έχουν μετατραπεί σε υποβαθμισμένες συνοικίες – κοιτώνες χωρίς το παραμικρό δείγμα πολιτιστικής ζωής. Εδώ ξαναβρίσκουμε τον Μάρκο…

Εκδ. Α/συνέχεια, 2009, μτφ. Διονύσης Κουνάδης, σελ. 125 [Sandro Onofri – Registro di classe, 2000].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου