Κυριακή 22 Μαΐου 2011

“Την κάνουμε ταράτσα;” “ΛΟΛ ρε φίλε, τι λε ρε νουμεράκι;”

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αναρτημένο στο ιστολόγιο Don't ever read me
Ήταν, νομίζω, κάθε Δευτέρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάθε βδομάδα περίμενα την ώρα που θα καθίσω στον καφέ καναπέ του σαλονιού για να δω 10 Μικρούς Μήτσους. Όταν τελείωναν, απλά περίμενα την επόμενη βδομάδα. Μου άρεσαν όλοι ανεξαιρέτως, αλλά νομίζω πως δεν είμαι η μόνη που είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Τζίμη. Όχι μόνο γιατί δίπλα του έπαιζε ο νεαρούλης Χριστόφορος, αλλά και γιατί κάπως, κάπου, ταυτιζόμουν. Ήταν αυτή η συνεννόηση της ασυνεννοησίας (“αγαπάω αφού”), η ανοησία (“Πάμε Βασιλόπουλο να χαζέψουμε μουστάρδες;”), τα σκοτωμένα ελληνικά που μιλούσα κι εγώ στο σχολείο.


Πριν λίγα χρόνια μία φίλη μου ερωτεύτηκε έναν Έλληνα που μεγάλωσε στο Λονδίνο. Οι γονείς του, Έλληνες και οι δύο, μετακόμισαν στην Αγγλία, έκαναν εκεί το Γιώργο (George, εννοείται, τι να λέμε τώρα), τον ανέθρεψαν με ελληνικές αρχές και του έμαθαν τη γλώσσα. Έλα όμως που η γλώσσα εξελίσσεται. Το 2004 η φίλη μου τον ερωτεύτηκε σφόδρα. Μιλούσαν ελληνικά αλλά “μερικές φορές ρε ‘συ, με κάνει να ντρέπομαι”, μου έλεγε στον καφέ. “Δηλαδή, είναι δυνατόν να λέει μπροστά σε κόσμο ότι την κάναμε ταράτσα; Ποιος λέει την κάναμε ταράτσα μετά το Στάθη Ψάλτη και την Καίτη Φίνου το 1985;”

Οι καιροί περνάνε, η γλώσσα αλλάζει, μπορεί να μην την κάνουμε ταράτσα, αλλά σίγουρα δεν την παλεύουμε και τόσο εύκολα.

Η Αράχωβα (Μονόπρακτο περί θανάτου Ελληνικής γλώσσας -και γενικώς) είναι ένα μικρό κόμικ του Παναγιώτη Πανταζή (που έκανε την εικόνα) και του Τάσου Ζαφειριάδη (που έγραψε το βαθυστόχαστο πλην όμως ρεαλιστικό κείμενο και τσίμπησε και το βραβείο Best Writer στο Comicdom Con της Αθήνας, εκτός του ότι τον ξέρω προσωπικά και διαβεβαιώ ότι μιλάει ελληνικά ακόμα καλύτερα από ότι τα γράφει, ή περίπου, τουλάχιστον. Κάπως έτσι, τι να λέμε τώρα).

Η Αράχωβα, λοιπόν, είναι ένα μικρό κόμικ με πολύ συγκεκριμένο τίτλο και πολύ συγκεκριμένο θέμα. Μία συνομιλία δύο φίλων σήμερα. Που συνεννοούνται. Στα ελληνικά. Ή περίπου, τουλάχιστον.

Το βιβλίο είναι σατυρικό. Προφανώς. Και λακωνικό, αλλά όχι με τη φιλοσοφική έννοια του όρου. Είναι λακωνικό επειδή έτσι είναι η επικοινωνία σήμερα (ΛΟΛ ρε φίλε, λολ).

Ρώτησα τον Τάσο γιατί βγάλανε το βιβλίο Αράχωβα. Μου λέει “Δεν το διάβασες, ε;”. Ψιλοκόλλησα. “Εννοείται το διάβασα του λέω”. “Η Αράχωβα είναι η μόνη συγκεκριμένη λέξη, εκτός από άλλη μία”, μου απαντάει.

Ψιλοκουφό. Δεν το είχα πολυπιάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου