Κάτω από τη μύτη των γονιών ξετυλίγεται ένα τα πιο σύνθετα και πολύπλοκα φαινόμενα στο σύμπαν, χωρίς καν να το πάρουμε χαμπάρι: η κατάκτηση της μητρικής γλώσσας από τα μικρά παιδιά. Λέμε «κατάκτηση» και όχι «εκμάθηση», αφού η γλώσσα δεν μαθαίνεται, παρά αναπτύσσεται, σχεδόν όπως αναπτύσσεται το περπάτημα.
Κι ενώ η γλωσσική κατάκτηση είναι φαινόμενο που μπορούμε να παρατηρήσουμε, μήπως μπορούμε όμως να το επηρεάσουμε κιόλας; Κάπως να το βελτιώσουμε ίσως; Στην πραγματικότητα, μπορούμε να επηρεάσουμε την ανάπτυξη της γλώσσας του παιδιού πολύ πολύ λιγότερο απ’ ό,τι νομίζουμε, αφού πρόκειται για διαδικασία μάλλον αυτοματοποιημένη.
Ξεκινάμε από τις λέξεις. Βεβαίως για να μάθει το παιδί μια λέξη πρέπει να την ακούσει να χρησιμοποιείται στο περιβάλλον του, αν και δεν είναι διόλου απαραίτητο να βρίσκεται στον λόγο που του απευθύνουμε: άλλωστε έτσι μαθαίνουμε από μικροί γρήγορα και αποτελεσματικά και τις περισσότερες βρισιές.
Ένα πιο δύσκολο ερώτημα είναι πώς κατακτούν τα παιδιά τις γλωσσικές δομές της μητρικής γλώσσας τους. Ας δούμε απλά τι εννοούμε όταν μιλάμε για δομές: στα ελληνικά λέμε «έφαγα τη μικρή τυρόπιτα». Λέμε επίσης «έφτιαξα την τυρόπιτα μικρή» (όσοι από εμάς ξέρουμε να φτιάχνουμε τυρόπιτες). Ωστόσο, το «*έφαγα την τυρόπιτα μικρή» είναι αντιγραμματικό – εκτός κι αν εννοούμε ότι φάγαμε την τυρόπιτα όταν ήταν ήμασταν μικροί, όχι πάντως αν θέλουμε να πούμε ότι φάγαμε τη μικρή τυρόπιτα. Συνεπώς η κατάκτηση των γλωσσικών δομών είναι μια πολύ σύνθετη υπόθεση: πέρα από το να παράγει ό,τι είναι γραμματικό, το παιδί πρέπει επίσης να κατακτήσει (και να μην παράγει) ό,τι δεν είναι γραμματικό.
Τώρα, εάν ρωτήσετε κάποιον μη-γλωσσολόγο πώς αναπτύσσει ένα παιδί τη γνώση των δομών, δηλαδή της γραμματικής, της μητρικής του γλώσσας, συνήθως η απάντηση είναι ότι το καταφέρνει μέσω γενίκευσης και αναλογίας. Αποτελεί δηλαδή (λανθασμένη) διαδεδομένη αντίληψη ότι το παιδί αναλύει τις προτάσεις που ακούει (π.χ. «έφαγα τη μικρή τυρόπιτα»), εντοπίζει κάποια γενικά μοτίβα (π.χ. «το επίθετο πάει πριν το ουσιαστικό») και αναπαράγει τα μοτίβα αυτά κατ’ αναλογία.
Ωστόσο αυτή τη διαδικασία μίμησης υποτίθεται ότι θα την ακολουθούσε το παιδί σε μια ηλικία που δεν μπορεί καλά-καλά να δέσει τα κορδόνια του, μέχρι περίπου τα πέντε του χρόνια. Επίσης, ελάχιστα παιδάκια στην ίδια ηλικία ― ταλέντα το δίχως άλλο ― μαθαίνουν τους κανόνες του ποδοσφαίρου, του σκακιού ή της μπιρίμπας απλώς και μόνο παρατηρώντας και γενικεύοντας. Επιπλέον, οι δομικοί κανόνες της γλώσσας είναι κατά πολύ πολυπλοκότεροι και συνθετότεροι απ’ αυτούς οποιουδήποτε αθλήματος, παιχνιδιού ή χαρτοπαιγνίου.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το εξής: ακόμα και αν τα παιδιά εντόπιζαν μοτίβα στη γλώσσα και τα γενίκευαν, αυτή η διαδικασία γενίκευσης και αναλογίας δεν μπορεί ούτως ή άλλως να οδηγήσει στην επιτυχή εκμάθηση γλωσσικών δομών: εάν λ.χ. την εφαρμόζαμε στο παράδειγμα πιο πάνω, θα μας οδηγούσε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι είναι οκέι το «*έφαγα την τυρόπιτα μικρή» – όπου το «μικρή» προσδιορίζει το «τυρόπιτα».
Πώς λοιπόν αναπτύσσει το παιδί τις σωστές γλωσσικές δομές της μητρικής γλώσσας του; Η πολύπλοκη γραμματική κάθε φυσικής γλώσσας αναπτύσσεται όπως περίπου το δέντρο από τον σπόρο. Μέσα στον σπόρο υπάρχουν προκαθορισμένες γενετικές οδηγίες για να σχηματιστούν κορμός, κλαδιά, ρίζες, φύλλα αλλά και όλες οι θαυμαστές μικροσκοπικές λεπτομέρειες της βιολογίας του δέντρου. Αντίστοιχα, μέσα στον εγκέφαλο ενός νεογέννητου υπάρχουν προκαθορισμένες οι εξειδικευμένες δομικές αρχές της ανθρώπινης γλώσσας αλλά και μαθησιακοί μηχανισμοί που αφορούν τη γλωσσική δομή. Με την έκθεση στο γλωσσικό περιβάλλον, όπως ο σπόρος εκτίθεται στο νερό και στο χώμα, αυτοί οι μηχανισμοί αναπτύσσουν γραμματικούς κανόνες που διέπονται από τις βασικές αρχές που ανέφερα πιο πάνω. Έτσι, το παιδί «μαθαίνει» τη γραμματική της γλώσσας του στο βαθμό που «μαθαίνει» να περπατάει ή να αναγνωρίζει ανθρώπινα πρόσωπα.
Ξέρουμε λοιπόν ότι τα παιδιά αναπτύσσουν και γενικεύουν γραμματικούς κανόνες και δεν βασίζονται σε απλοϊκές γενικεύσεις επιφανειακών μοτίβων. Τα παιδιά εντοπίζουν τους κανόνες της γλώσσας που ακούν – της μητρικής τους γλώσσας – και αφού εντοπίσουν αυτούς τους κανόνες, τότε τους γενικεύουν. Αλλά γενικεύουν μόνον αυτούς· τα παιδιά δεν γενικεύουν οτιδήποτε και σε καμία περίπτωση δεν γενικεύουν τυχαία ό,τι να ‘ναι.
Το ίδιο το παιδί που κατακτάει τη δομή της γλώσσας δεν χρειάζεται να ασχολείται συνειδητά με αυτά τα ζητήματα: απλώς ακολουθεί τη φύση του, ακόμα και κάτω από αντίξοες επικοινωνιακές συνθήκες όπως η τυφλότητα, και εν μέσω γνωστικών διαταραχών. Είναι στη φύση του.
Σχετικά με αυτό, ένα συναρπαστικό χαρακτηριστικό της γλωσσικής ανάπτυξης είναι ότι ολοκληρώνεται ή τερματίζεται μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό πλαίσιο κατά την παιδική μας ηλικία, περίπου μέχρι τα πέντε μας. Μάλιστα, από μια ηλικία και μετά εξασθενεί η δυνατότητά μας να αναπτύξουμε μητρική γλώσσα όπως το φυτό αναπτύσσεται από τον σπόρο. Όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε, δηλαδή: μετά πέφτουμε στην ανάγκη των γλωσσικών μαθημάτων ή, φευ, του Duolingo.
Τι συμβαίνει όμως αν κάποια παιδιά εκτεθούν σε δύο γλώσσες ήδη κατά τη νηπιακή τους ηλικία; Μήπως μπερδεύονται; Μήπως αναπτύσσουν ανάμικτες γλώσσες; Σε καμία περίπτωση. Παιδιά που εκτίθενται σε δύο γλωσσικές ποικιλίες («γλώσσες» ή «διαλέκτους») θα αναπτυχθούν ως δίγλωσσα. Γενικότερα, ούτε η διγλωσσία ούτε η πολυγλωσσία μπερδεύουν τα παιδιά.
Και άραγε είναι προνόμιο η διγλωσσία; Πολιτισμικά και όσον αφορά την προσωπική μας ανάπτυξη, ναι, αναμφισβήτητα. Μη λησμονείτε άλλωστε ότι έξω από τα μονόγλωσσα εθνικά κράτη, μια μεγάλη μερίδα του ανθρώπινου γένους είναι δίγλωσση από τα γεννοφάσκια της.
Φοίβος Παναγιωτίδης, Καθηγητής Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Πηγή: Mothersblog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου