Οταν χτύπησε το τηλέφωνο της μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Μέριμνα», στην άλλη γραμμή ήταν ένας εκπαιδευτικός. Ο ίδιος ήθελε να κάνει στους ψυχολόγους της ομάδας μία σύντομη αλλά καθόλου εύκολη ερώτηση. «Μπορείτε να μου πείτε τι πρέπει να κάνω τώρα που ένας μαθητής μου έχασε τον πατέρα του ξαφνικά; Είμαστε όλοι συντετριμμένοι, αλλά πώς να το διαχειριστώ;»
Η ερώτηση δεν προκάλεσε έκπληξη στους ψυχολόγους της «Μέριμνας», καθώς τέτοιες απορίες απασχολούν συχνά νηπιαγωγούς, δασκάλους αλλά και καθηγητές, οι οποίοι στο άκουσμα ενός τόσο τραγικού και ξαφνικού γεγονότος νιώθουν πέρα από σοκ και θλίψη, μία αμηχανία ως προς τη διαχείριση του πένθους μέσα στη σχολική κοινότητα.
Σε μία προσπάθεια να ενημερώσει, να υποστηρίξει αλλά και να επιμορφώσει την εκπαιδευτική κοινότητα, η «Μέριμνα» δημιούργησε το πρόγραμμα ΣΥΝ-Δεσμοι για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στόχος είναι μέσα από ενημερωτικό υλικό και διαδικτυακές συναντήσεις με ψυχολόγους, οι εκπαιδευτικοί να μάθουν πώς να αντιμετωπίσουν έναν μαθητή που είχε μία πολύ σημαντική απώλεια και να στηρίξουν τόσο τον ίδιο όσο και τους συμμαθητές του.
Διαφορετικός τρόπος διαχείρισης απώλειας
Το συγκεκριμένο επιμορφωτικό πρόγραμμα, σύμφωνα με την ψυχολόγο και υπεύθυνη του συμβουλευτικού κέντρου στήριξης της «Μέριμνας», Ελευθερία Ράλλη, βοηθά τους εκπαιδευτικούς να κατανοήσουν γιατί ο τρόπος διαχείρισης της απώλειας για ένα παιδί και έναν έφηβο είναι τόσο διαφορετικός σε σχέση με τους ενήλικες.
«Η σημασία του θανάτου δεν είναι πάντα κατανοητή στα παιδιά μικρότερης ηλικίας. Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο και στην Α’ και Β’ Δημοτικού μπορεί να θεωρούν πως ένας άνθρωπος που πέθανε ενδέχεται και να ξαναγυρίσει. Ετσι δεν θεωρούν τον θάνατο κάτι οριστικό και γι’ αυτό τους παίρνει περισσότερο χρόνο να κατανοήσουν πως δεν θα ξαναδούν το αγαπημένο τους πρόσωπο. Επίσης επειδή τα παιδιά και οι έφηβοι βιώνουν τον πόνο και την απώλεια “σε δόσεις”, είναι αναμενόμενη η εναλλαγή της διάθεσής τους», εξηγεί.
Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, ένας εκπαιδευτικός είναι σημαντικό να καταλάβει πως το παιδί πενθεί διαφορετικά από έναν ενήλικα, να του δηλώσει πως γνωρίζει για την απώλειά του και να τον ενημερώσει πως θα είναι ανά πάσα στιγμή κοντά του όποτε το θελήσει.
Πώς μπορώ να βοηθήσω τον μαθητή μου;
Σε κάθε περίπτωση είναι φυσικό όταν ένα τόσο τραγικό περιστατικό χτυπήσει την πόρτα μίας τόσο μικρής κοινότητας, η ακολουθία «αυτοματοποιημένων» βημάτων να είναι αδύνατη.
Οπως αναφέρει στην «Κ» η Αναστασία Κυρίτση, εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είναι ιδιαίτερα δύσκολο, σε τόσο φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές, να ελέγξει κάποιος τα συναισθήματά του, όσο κι αν έχει εκπαιδευτεί, όσο κι αν έχει μελετήσει.
«Εργάζομαι ως εκπαιδευτικός περισσότερα από 30 χρόνια και γνωρίζω πως η διαχείριση τέτοιων καταστάσεων δεν υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες. Ο κάθε άνθρωπος, το κάθε παιδί αντιμετωπίζει διαφορετικά τον πόνο, την απώλεια, το πένθος. Κατά την περίοδο της πανδημίας υπήρχαν δυστυχώς τέτοια περιστατικά στο σχολείο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την περίπτωση ενός παιδιού που μου μίλησε για την απώλεια του γονιού του. Εκείνη τη στιγμή μια μεγάλη και ζεστή αγκαλιά αποδείχτηκε χρησιμότερη από οποιαδήποτε συζήτηση. Οι λέξεις δεν ήταν ο καταλληλότερος τρόπος.
Η ίδια αποφάσισε να παρακολουθήσει το σεμινάριο της «Μέριμνας» κυρίως επειδή ήθελε να ξέρει αν υπάρχουν περισσότεροι τρόποι να βοηθήσει τους μαθητές της σε τέτοιες στιγμές, αλλά και να μάθει να ερμηνεύει καλύτερα τις αντιδράσεις τους.
«Πολύ συχνά οι εκπαιδευτικοί έρχονται αντιμέτωποι με τέτοιες καταστάσεις και είναι δύσκολο να τις αντιμετωπίσουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις η βοήθεια των ειδικών, όπως οι ψυχολόγοι των σχολείων, είναι απαραίτητη», όπως αναφέρει η κ. Κυρίτση.
Επιστροφή στο σχολείο χωρίς αλλαγή συμπεριφοράς
Με τη σειρά της η κ. Ράλλη επισημαίνει πως πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί αναρωτιούνται γιατί ένας μαθητής που έχασε πρόσφατα τον γονιό του δεν εκδηλώνει καθόλου τη λύπη του, ούτε κάποιο άλλο συναίσθημα, νομίζοντας πως οι ίδιοι κάνουν κάποιο λάθος και δεν τον βοηθούν να εκφραστεί.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο όμως κάτι τέτοιο είναι φυσιολογικό, καθώς τα μικρότερα παιδιά και οι έφηβοι δεν αλλάζουν πολύ τη συμπεριφορά τους στο σχολείο και γι’ αυτό μπορεί ένας εκπαιδευτικός να θεωρήσει πως το παιδί είναι αφηρημένο ή πιέζεται.
Το σχολείο παραμένει ένα πολύ σημαντικό περιβάλλον για το παιδί καθώς του προσφέρει σταθερότητα και ασφάλεια. Επειδή έχει ανάγκη να μη νιώθει ξεχωριστό, είναι σημαντικό ο εκπαιδευτικός να συνεχίσει να έχει απαιτήσεις από εκείνο, να το ενθαρρύνει και ταυτόχρονα να είναι κοντά του συναισθηματικά όταν τον χρειάζεται.
«Μπήκα στην τάξη αφήνοντας τα δάκρυά μου να κυλήσουν»
Εκτός όμως από τη διαχείριση του μαθητή που βιώνει την απώλεια ενός πολύ κοντινού του προσώπου, οι εκπαιδευτικοί έχουν να διαχειριστούν το υπόλοιπο σχολικό περιβάλλον που σε τέτοιες περιπτώσεις νιώθει κι αυτό έντονα συναισθήματα λύπης.
«Αν κάποιος δεν μπορεί να μιλήσει γι’ αυτά τα θέματα επειδή δεν μπορεί να το διαχειριστεί με τους μαθητές του, τότε ας μην το κάνει. Σίγουρα όμως δεν είναι κακό για έναν δάσκαλο να φανερώσει το συναίσθημά του μπροστά στην τάξη. Θυμάμαι όταν είχα πληροφορηθεί για μία απώλεια μαθητή μου, ένιωσα τόσο λυπημένη που όταν μπήκα στην τάξη δεν κρύφτηκα, απλώς άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν», θυμάται η κ. Κυρίτση, προσθέτοντας πως όλα τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε και πέσανε στην αγκαλιά της, χωρίς να ξέρουν πολλές λεπτομέρειες. Τους αρκούσε να νιώσουν πως το περνούν μαζί.
Η ίδια πιστεύει πως οι εποχές αλλάζουν, αλλά ελπίζει πως η σχέση εκπαιδευτικού-μαθητή θα μείνει σταθερή και στενή. «Πάντα έλεγα στα παιδιά “πείτε τι αισθάνεστε γιατί και εγώ νιώθω το ίδιο” και τα παιδιά μου μιλούσαν. Ετσι βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον και αυτό θέλω να συνεχίσω να κάνω σε κάθε δύσκολη στιγμή», καταλήγει.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου