Κάθε φορά που μιλάτε μαζί του, νιώθετε αναστατωμένοι. Δεν δείχνει ποτέ να λαμβάνει υπόψη αυτά που του λέτε· στην πραγματικότητα, αντιλαμβάνεστε ότι δεν τον ενδιαφέρετε καν. Κάθε συζήτηση πρέπει απαραιτήτως να περιστρέφεται γύρω από εκείνον και το μόνο που θέλει από εσάς είναι να κάνετε αυτό που θέλει αυτός. Διαφορετικά, σας δημιουργεί ενοχές ή σας κατηγορεί ανοιχτά ή σας προσβάλλει. Μπορεί να θυμώσει, να βγει εκτός ορίων. Έπειτα θα το ξεχάσει. Το ζήτημα είναι να σας κρατάει στη σφαίρα της επιρροής του και να μένετε προσκολλημένοι σ’ αυτόν. Μόνο εκείνος ξέρει τι είναι σωστό, μόνο εκείνος έχει δίκιο σε όλα. Και οι απόψεις του είναι τόσο άκαμπτες, που δεν έχουν αποχρώσεις. Αν τα παραπάνω σάς θυμίζουν έναν απ’ τους γονείς σας, τον αδελφό ή την αδελφή σας, ίσως έναν συνάδελφο ή προϊστάμενο, τότε πρέπει να γνωρίζετε ότι το μόνο λάθος που κάνετε είναι ότι ματαιοπονείτε όσο προσδοκάτε να τον αλλάξετε. Ουσιαστικά, όσο τον παίρνετε στα σοβαρά, τον εκπαιδεύετε να συνεχίζει την ανώριμη συμπεριφορά του. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ανώριμοι συναισθηματικά και αδυνατούν να σχετιστούν μαζί σας με υγιή τρόπο, γιατί έτσι έχουν μάθει κι έτσι αντέχουν. «Πόσοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;», ρωτούν συχνά την ψυχοθεραπεύτρια και συγγραφέα Λίντσεϊ Γκίμπσον, η οποία αναλύει εδώ και παραπάνω από μία δεκαετία την ύπαρξη των ανώριμων ενηλίκων. Απαντά: «Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά έχετε δει τις ειδήσεις τελευταία; Νομίζω ότι είναι πολλοί».
Το ευπώλητο βιβλίο της, Ενήλικα παιδιά συναισθηματικά ανώριμων γονιών, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ πριν από περίπου δέκα χρόνια, αλλά εμφανίστηκε στα ράφια των ελληνικών βιβλιοπωλείων πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Ιβίσκος, με τίτλο Δυστυχώς δεν διάλεξα τους γονείς μου. Το βιβλίο έχει σήμερα ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις παγκοσμίως και έχει μεταφραστεί σε 36 γλώσσες. Όποιος έχει βιώσει τις επιπλοκές και την απελπισία της επαφής με έναν συναισθηματικά ανώριμο ενήλικο άνθρωπο, βρίσκει στο βιβλίο αυτό έναν καθρέφτη της κατάστασής του αλλά κι έναν ενδυναμωτικό οδοδείκτη που οδηγεί σε μια ασφαλή έξοδο κινδύνου, καθώς, όπως λέει η Γκίμπσον, η κατάκτηση της συναισθηματικής ωριμότητας θα αλλάξει τον κόσμο.
Πέρασε και δεν ακούμπησε
Στην οθόνη μου έχω ζωντανά την Αμερικανίδα ψυχολόγο, απευθείας από τη Βιρτζίνια Μπιτς, όπου ζει κι εργάζεται, και το πρώτο πράγμα που θέλω αυθόρμητα να της πω είναι ότι η ζωή με έναν συναισθηματικά ανώριμο άνθρωπο είναι πάντα εξαιρετικά δύσκολη. «Πράγματι», μου λέει, «είναι σαν να μεγαλώνεις ένα παιδί. Η διαφορά, βέβαια, με τα παιδιά είναι ότι εκείνα σε κάποιον βαθμό είναι δεκτικά. Είναι αναπτυξιακά προγραμματισμένα να προσλαμβάνουν πράγματα και να αλλάζουν αντιστοίχως τον εσωτερικό τους κόσμο. Έτσι αναπτύσσονται κι έτσι εκπαιδεύονται. Αλλά για τον συναισθηματικά ανώριμο γονέα, αυτά που του λες είναι σαν να περνάει νερό από κόσκινο. Ό,τι κι αν του πεις, περνάει και δεν τον ακουμπάει, επειδή σ’ αυτό το επίπεδο είναι κολλημένος». Η ενασχόληση της Γκίμπσον με την ενήλικη ανωριμότητα ξεκίνησε στα φοιτητικά της χρόνια, όταν έκανε την κλινική της άσκηση σε νοσοκομείο. «Ήμουν τυχερή γιατί βρέθηκα σε ένα πρόγραμμα που έβλεπε την παιδική ανάπτυξη και τα πρώιμα τραύματα ως τη βάση της ενήλικης προσωπικότητας. Κατέληξα στη συναισθηματική ανωριμότητα όταν άρχισα να ακούω ανθρώπους να περιγράφουν ένα πολύ δύσκολο άτομο του περιβάλλοντός τους, έναν γονέα, ένα αφεντικό ή έναν σύζυγο. Σύντομα, ακόμη κι αν οι άνθρωποι έρχονταν για την κατάθλιψη ή το άγχος τους, άρχιζα να ακούω όλο και περισσότερο γι’ αυτό το άτομο στη ζωή τους. Και καθώς μου το περιέγραφαν, συνειδητοποιούσα ότι μου μιλούσαν για ένα πολύ ανώριμο άτομο. Έλεγα στον εαυτό μου: “Μα αυτό το άτομο ακούγεται σαν τρίχρονο ή συμπεριφέρεται σαν πεντάχρονο”. Οπότε το συμπέρασμα ήταν κάτι σαν “ξέρετε, ο πατέρας σας δεν ήταν απλώς αναστατωμένος. Είχε ένα τάντρουμ. Αυτό ήταν”. Κι έτσι άρχισα να ρωτάω τους θεραπευομένους μου: “Μήπως μοιάζει με νήπιο η μαμά σας όταν αναστατώνεται;”. Και όλοι μου έλεγαν: “Ναι”».
Η Γκίμπσον αποκαλύπτει κάτι που μπορεί εύκολα να καταλάβει όποιος έχει περάσει από ατομική ή ομαδική ψυχοθεραπεία. «Συνήθως, οι άνθρωποι που χρειάζονται πραγματικά θεραπεία δεν βρίσκονται στο δωμάτιο της θεραπείας. Στη θεραπεία έρχονται οι άνθρωποι που σηκώνουν το βάρος της συμπεριφοράς των ανώριμων ενηλίκων. Μερικές φορές μάλιστα αναγνωρίζονται εκείνοι ως ασθενείς, ενώ απλώς έρχονται για να ζητήσουν απελπισμένα βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσουν έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται καθόλου να αλλάξει, να σκεφτεί, να προσαρμοστεί, να συνεργαστεί. Την ίδια ώρα, οι δύσκολοι άνθρωποι αλωνίζουν εκεί έξω, κάνουν ό,τι θέλουν και δεν αναρωτιούνται ποτέ πώς αισθάνονται οι άλλοι». Αυτή η συνειδητοποίηση την ώθησε στη συγγραφή, καθώς ένιωσε ότι το αίτημα της συναισθηματικής ωριμότητας έπρεπε να διαδοθεί πέρα από τα όρια του δωματίου όπου έβλεπε τους πελάτες της.
«Εχουν πάντα δίκιο»
Ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα, ωστόσο, είναι γιατί όσοι έχουν πραγματικά ανάγκη βοήθειας και ψυχολογικής στήριξης δεν την αναζητούν. «Μα γιατί αυτοί δεν υποφέρουν», μου λέει αφοπλιστικά η συγγραφέας. «Γιατί δεν σκέφτονται τα ζητήματα του εαυτού τους. Δεν λένε, για παράδειγμα: “Α, η κόρη μου ή ο γιος μου δεν θέλει να περνάει χρόνο μαζί μου, αναρωτιέμαι μήπως κάνω κάτι λάθος, ίσως είναι καλύτερα να κάνω ψυχοθεραπεία και να δω τι μπορώ να κάνω”. Αντί γι’ αυτό λένε: “Είμαι τόσο αναστατωμένος, τόσο θλιμμένος, αφήστε με να ακουμπήσω πάνω τους και να τους κάνω να νιώσουν ντροπή και ενοχή, και να τους κάνω να χάσουν κάθε πίστη ότι θα μπορούσαν να λύσουν οποιοδήποτε πρόβλημα”. Οπότε καταφεύγουν στη βία. Μπορούμε εδώ να προσθέσουμε δύο πράγματα: Πρώτον, ότι ποτέ δεν αισθάνονται ότι κάνουν λάθος. Θέλουν να πιστεύουν ότι έχουν πάντα δίκιο, επειδή αυτό τους κάνει να αισθάνονται συναισθηματικά σταθεροί. “Δεν μπορείς να πεις τίποτα κακό για μένα, γιατί τα κάνω όλα σωστά”, σου λένε. Και δεύτερον, ότι δεν αποζητούν τη συναισθηματική οικειότητα, γιατί τους φαίνεται πολύ απειλητική. Αποφεύγουν να συζητούν πράγματα που θα τους κάνουν να νιώσουν άβολα. Γιατί να το κάνουν άλλωστε, αφού με τον τρόπο τους παίρνουν ό,τι θέλουν; Ξέρουν ότι στο τέλος οι άλλοι θα συνθηκολογήσουν». Με άλλα λόγια, όσο δεν κάνεις κάτι διαφορετικό απέναντί τους, τόσο τους εκπαιδεύεις να παραμένουν ανώριμοι.
Ευλόγως αναρωτιέται κάποιος πώς φτάνει να έχουν αυτή την ανώριμη συμπεριφορά τόσο πολλοί άνθρωποι. «Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, αλλά δύο είναι οι κυριότεροι», τονίζει η Γκίμπσον. «Ο ένας είναι ότι οι ίδιοι έχουν υποστεί κάποιο τραύμα ή συναισθηματική παραμέληση. Δεν είχαν μάλλον κάποιον να τους βοηθήσει να αναπτύξουν τη συναισθηματική τους ωριμότητα. Δεν βίωσαν δηλαδή τη βαθιά συναισθηματική σύνδεση και ενσυναίσθηση από κάποιον γονιό τους. Αν δεν το είχαν αυτό, πόσω μάλλον αν είχαν υποστεί κάποιο τραύμα, έπρεπε να σταματήσουν την ανάπτυξή τους και να αντιμετωπίσουν το τραύμα ή την παραμέληση. Έπρεπε δηλαδή να επιβιώσουν. Όταν χρειάζεται, πηγαίνουμε πολύ γρήγορα από την ανάπτυξη πίσω στην επιβίωση. Αλλά μετά ο κόσμος προχωρά χωρίς εσένα, και τελικά μένεις κολλημένος. Αυτό μας κάνει το τραύμα.
«Η άλλη πιθανότητα είναι ότι ίσως να μη φαινόταν ότι αυτό το παιδί είχε τραυματιστεί ή παραμεληθεί. Στην πραγματικότητα, μπορεί να φαινόταν ότι το παιδί αυτό ήταν ξεχωριστό. Του δόθηκαν όλα όσα ήθελε κι ήταν το αγαπημένο των γονιών του. Αυτό στα οικογενειακά συστήματα ονομάζεται υπερεμπλοκή: Ο γονέας βλέπει στην ουσία το παιδί σαν ένα κομμάτι του, ένα εξιδανικευμένο κομμάτι του. Το παιδί γίνεται το μικρό μου ανθρωπάκι, η μικρή μου πριγκίπισσα. Δεν μπορεί ποτέ να κάνει λάθος. Όλα γίνονται για εκείνο. Δεν χρειάζεται να μάθει να ανακαλύπτει μόνο του, επειδή ο γονιός είναι εκεί για να παρέμβει. Έτσι, αυτό το παιδί δεν επιτρέπεται να ανακαλύψει ποτέ την ατομικότητά του. Το ιδανικό του είναι να κάνει αυτό που έχει ανάγκη ο γονιός του. Κι εφόσον το κάνει, παίζοντας το, ρόλο του, τότε θα είναι το αγαπημένο του γονιού του. Αλλά το να παίζει κανείς έναν ρόλο είναι απίστευτα καταστροφικό για την ψυχολογική του ανάπτυξη. Δεν το βλέπουμε ως κάτι το σπουδαίο, αλλά, όταν ένα παιδί εκτιμάται για τη θέση του στην οικογένεια ή επειδή είναι πολύ έξυπνο ή πολύ όμορφο, όλο το δυναμικό αυτού του ατόμου συνθλίβεται κάτω από το ένα ή τα δύο χαρακτηριστικά που τροφοδοτούν τον ναρκισσισμό των γονέων ή τροφοδοτούν τις ανάγκες εξάρτησης των γονέων. Κι αυτό το άτομο δεν θα μπορέσει ποτέ να εξελιχθεί πέρα απ’ αυτό».
«Δεν μ’ αγαπάς πια»
Αυτή όμως είναι μόνο η μία διάσταση του ζητήματος. Ο συναισθηματικά ανώριμος που τίθεται επικεφαλής ενός οργανισμού, για παράδειγμα, γίνεται εύκολα δυνάστης. «Αν πάτε πίσω στην Ιστορία και κοιτάξετε το επίπεδο συναισθηματικής ωριμότητας πολλών από τους αγαπημένους μας δεσπότες, θα διαπιστώσετε ότι είναι όλοι τους πολύ εγωκεντρικοί, έχουν πολύ χαμηλή ενσυναίσθηση και δεν κάνουν αυτοκριτική, καθώς θεωρούν πως ό,τι κάνουν είναι πάντα σωστό. Επιπλέον, βλέπουν τους άλλους ως αντανάκλαση του εαυτού τους ή τους βλέπουν ως άσχετους. Κι έχουν μια πολύ άκαμπτη νοοτροπία. Τα πράγματα γι’ αυτούς είναι ασπρόμαυρα. Δεν χρειάζεται καν να ακούσουν τους άλλους, γιατί έχουν ήδη τις απαντήσεις. Αυτή η βεβαιότητα είναι μια πολύ ανώριμη συναισθηματικά θέση. Για το συναισθηματικά ανώριμο άτομο δεν είναι ζητούμενο οι συναισθηματικά στενές σχέσεις. Το ζητούμενο είναι να είμαι εγώ ο εαυτός μου κι εσύ να με αντανακλάς. Μπορείς να περιστρέφεσαι γύρω μου. Αυτή είναι η συμφωνία. Κι αν προσπαθήσεις να τους μιλήσεις για κάτι που ίσως έχει νόημα ή είναι συναισθηματικό, ή θέλεις να σε γνωρίσουν, να σχετιστείς λίγο πιο βαθιά μαζί τους, δεν τους αρέσει.
«Αν τους πείτε κάτι του στιλ «μαμά, μπαμπά, σας παρακαλώ μην έρθετε από το σπίτι χωρίς να τηλεφωνήσετε, ή σας παρακαλώ μην μπαίνετε έτσι απλά, χτυπήστε το κουδούνι», κάτι τόσο μικρό δηλαδή, θα το ερμηνεύσουν μέσω των συναισθημάτων τους και θα νιώσουν ότι δεν τους σέβεστε κι ότι μάλλον τους μισείτε για να τους βάζετε τέτοιου είδους όρια. Κι έτσι λένε: “Δεν μ’ αγαπάς πια. Δεν σέβεσαι πια τον πατέρα σου”. “Μα εγώ απλώς σου ζήτησα να μου τηλεφωνείς πριν έρθεις”, τους λες. Αλλά όλα για εκείνους βασίζονται στο πώς τους κάνεις να αισθάνονται. Αυτό είναι η πραγματικότητα για εκείνους. Οπότε, όταν προσπαθείς να τους αντιμετωπίσεις, είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν έχουν την ίδια αντίληψη της πραγματικότητας με εσένα».
Ακούγοντας προσεκτικά την Γκίμπσον, συμπεραίνω ότι ουσιαστικά οι συναισθηματικά ανώριμοι άνθρωποι στήνουν στους γύρω τους μια παγίδα. «Υπάρχει διέξοδος;» αναρωτιέμαι. «Γενικά, είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους να παραδεχτούν ότι βρίσκονται παγιδευμένοι σε τέτοιου είδους σχέσεις», αποφαίνεται η ψυχολόγος. «Κι ακόμα πιο δύσκολο είναι να παραδεχτούν ότι θέλουν να φύγουν, ότι θέλουν να γίνει με διαφορετικούς όρους, επειδή και τα δύο αυτά πράγματα χαρακτηρίζονται ως κακά, εγωιστικά και σκληρά. “Είσαι τόσο κακός, που θέλεις να φύγεις από την παγίδα μου”: αυτό είναι το μήνυμα του ανώριμου. Οπότε πρέπει κατά κάποιον τρόπο στη θεραπεία, ή στη δουλειά με τον εαυτό σας, να ξεκινήσετε από εκεί. Ίσως η πόρτα της παγίδας να είναι ανοιχτή. Τι θα σήμαινε όμως να βγεις έξω; Θα σήμαινε ότι δεν αγαπάς τους γονείς σου; Ότι είσαι κακός κι απαίσιος; Κανείς δεν θέλει να τον βλέπουν έτσι. Και γι’ αυτό κάποιοι επιλέγουν να διατηρήσουν τον εαυτό τους στη σχέση με τους όρους που βάζει το συναισθηματικά ανώριμο άτομο, ώστε να νιώσουν ηθικά καλά με τον εαυτό τους. Αυτό είναι τρομερά ισχυρό, ειδικά για τα ευαίσθητα, οξυδερκή και συμπονετικά παιδιά, τα οποία θέλουν να είναι καλά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μια τέτοια ανατροφοδότηση δημιουργεί ένα είδος συναισθηματικού καταναγκασμού. Οι γονείς αυτοί γίνονται επικριτικοί, κατηγορούν, πληγώνουν, προσβάλλουν και κάνουν τους άλλους να νιώθουν ένοχοι, να νιώθουν ντροπή. Τους τρομάζουν και τους κάνουν να νιώθουν ότι απειλούνται και καταλήγουν να αυτοαμφισβητούνται: τώρα δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα να βγω από αυτή την παγίδα».
Φεύγοντας από το κλουβί
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι κάποιος αποφασίζει ότι δεν θέλει πια να ζει έτσι, πρακτικά τι μπορεί να κάνει; «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται στην παγίδα του συναισθηματικού τους εξαναγκασμού. Ο εξαναγκασμός είναι τα κάγκελα της παγίδας. Όταν παίρνετε τον συναισθηματικά ανώριμο στα σοβαρά, συμφωνείτε να βρίσκεστε στην παγίδα του. Αν καταλάβετε όμως τι κάνει, ξαφνικά τα κάγκελα δεν είναι τόσο στιβαρά. Σκέφτεστε ότι δεν είναι πραγματικά δίκαιο όλο αυτό ή ότι ίσως να μην κάνατε εσείς κάτι λάθος. Μόλις αρχίσετε να αμφιβάλλετε για την κατασκευή του κλουβιού αντί να αμφιβάλλετε για τον εαυτό σας, τότε βρίσκεστε στον δρόμο προς την έξοδο από το κλουβί».
Θα χρειαστεί να καταβληθεί κι ένα τίμημα, ωστόσο, προσθέτω. «Βεβαίως. Το συναισθηματικά ανώριμο άτομο θα προσβληθεί ή θα αναστατωθεί, επειδή είναι ευτυχισμένο μόνο αν κάνετε εκατό τοις εκατό αυτό που θέλει. Είναι ακριβώς όπως ένα τετράχρονο παιδί. Όλα είναι υπέροχα, μέχρι να του πείτε όχι. Τότε είναι σαν να το έχετε πληγώσει κατάφορα με την αναλγησία σας. Μόλις αρχίσετε να μην παίρνετε τόσο σοβαρά την ανώριμη συμπεριφορά, έχετε την ευκαιρία να θέσετε στον εαυτό σας το πιο σημαντικό ερώτημα: ποιο είναι το αποτέλεσμα που θέλω; Και τότε θα κινηθείτε προς αυτή την κατεύθυνση. Και αν θέλετε, μπορείτε να ρωτήσετε τον εαυτό σας: «Είναι αυτό πραγματικά κακό; Είμαι εγωιστής;». Η απάντηση είναι όχι, επειδή απλώς θέλετε να περάσετε τις διακοπές με τη δική σας οικογένεια. Δεν θέλετε να πάτε στο σπίτι του γονιού σας».
Η Γκίμπσον λέει ότι πρέπει να επαναλάβουμε την επιθυμία μας και να αντέξουμε στη συναισθηματική πίεση που θα μας ασκηθεί. «Και αν το κάνεις αυτό, έχεις την ευκαιρία να απελευθερωθείς, να γίνεις ένα άτομο. Η έξοδος από το κλουβί είναι ψυχολογική εξατομίκευση. Λες ότι θα γίνω ο εαυτός μου. Δεν πρόκειται να μείνω πια σ’ αυτή τη συμφωνία μαζί σου, μέσα στο κλουβί, γιατί με πνίγει κι ελπίζω να με καταλάβεις. Το στοιχείο της επανάληψης είναι πολύ σημαντικό. Όπως ακριβώς πρέπει να πείτε κάτι πολλές φορές σε ένα τετράχρονο παιδί. Δεν το καταλαβαίνουν την πρώτη φορά, επειδή δεν θέλουν να το καταλάβουν. Αλλά τελικά αλλάζει η πραγματικότητα μεταξύ σας. Αν δεν τα παρατήσετε, αν συνεχίσετε να επαναλαμβάνετε τα όριά σας, δεν έχουν καλή απάντηση γι’ αυτό. Μπερδεύονται, ταράζονται, αναστατώνονται ή εκνευρίζονται, αλλά δεν έχουν πραγματικά μια καλή απάντηση».
«Τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου»
Ίσως το δυσκολότερο εμπόδιο για την απεμπλοκή από τη σχέση με τον ανώριμο ενήλικα, και ιδίως με τον ανώριμο γονιό, είναι οι ενοχές, σχολιάζω. Έχουμε και τη θρησκεία, που βάζει πολύ ψηλά τους γονείς, της επισημαίνω. «Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν την εικόνα της διακοπής της σύνδεσης, η οποία ακούγεται πολύ οριστική, πολύ βίαιη και απορριπτική. Δεν νομίζω ότι επιδιώκουμε αυτό. Νομίζω πως επιδιώκουμε, πρώτα απ’ όλα, την αίσθηση ότι δικαιούμαστε να μη ζούμε σε ένα κλουβί. Αυτή είναι η μεγάλη ιδέα. Δεν είναι ότι δικαιούσαι να αποκοπείς από τους γονείς σου, το οποίο ακούγεται σαν αμαρτία. Το ζητούμενο εδώ είναι: έχω το δικαίωμα να είμαι ο εαυτός μου ως ενήλικας; Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν θέσει στον εαυτό τους αυτό το ερώτημα. Γνωστικά, λένε, φυσικά και έχω το δικαίωμα. Είμαι ενήλικας. Ναι. Αλλά συναισθηματικά δεν είσαι. Ένα μέρος του εαυτού σου εξακολουθεί να τρέφει μεγάλο σεβασμό προς αυτόν τον γονέα, και αυτό δεν αμφισβητείται ποτέ, αυτό είναι κάτι σαν προϋπόθεση του να είσαι καλός άνθρωπος. Οπότε πείτε ό,τι θέλετε σε διανοητικό επίπεδο, αλλά βαθιά μέσα σας νιώθετε ότι είστε καλοί μένοντας στο κλουβί. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε με τις συνεδρίες, τα βιβλία, τις συζητήσεις είναι να αρχίσουν οι άνθρωποι να σκέφτονται ότι “ίσως τα άσχημα συναισθήματά μου να μου λένε ότι δεν είναι καλό να βρίσκομαι σ’ αυτό το κλουβί. Ίσως μπορώ να σκεφτώ έξω από το κουτί, κυριολεκτικά”.
«Η θρησκεία τώρα. Έχει τις Δέκα Εντολές, που λένε “τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου”. Ένας γνωστός μου επιστήμονας επισήμανε κάποτε ότι η εντολή απαιτεί να τους τιμάς, δεν απαιτεί να τους αγαπάς. Δεν προστάζει συναισθήματα προς αυτούς, γιατί δεν μπορείς να αναγκάσεις τον εαυτό σου να αγαπάει κάποιον που προσπαθεί να σε ελέγξει – δεν ταιριάζει. Φυσικά, δεν θέλετε να κακοποιήσετε λεκτικά ή να φερθείτε άσχημα στους γονείς σας. Δεν θα το θέλατε αυτό για κανέναν. Δεν είναι το ίδιο πράγμα, όμως, το να μισείς τον γονιό σου ή να είσαι σκληρός μαζί του. Έτσι το αισθάνονται μόνο εκείνοι. Αν με ρωτούσατε ποια θα ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία στην ψυχοθεραπεία, θα ήταν να βρουν οι άνθρωποι τον αληθινό τους εαυτό, να βρουν μια σύνδεση με την ατομικότητά τους και να έχουν αυτή την υγιή αίσθηση δικαιώματος που έχουν όλοι οι συναισθηματικά υγιείς άνθρωποι που δεν ζουν σε μια παγίδα».
Πόσο τραγικό είναι να βάζουμε ανθρώπους με τέτοια χαρακτηριστικά σε θέσεις εξουσίας, συνειδητοποιώ. Χρειαζόμαστε επειγόντως συναισθηματικά ώριμους ηγέτες, λέω στην Γκίμπσον. «Νομίζω ότι χρειαζόμαστε πιο ώριμους ανθρώπους γενικότερα», μου απαντά. «Όσο περισσότεροι άνθρωποι βγαίνουν από την παγίδα και κάνουν παιδιά ή αλληλεπιδρούν με τους ανθρώπους στη δουλειά, ή ψηφίζουν ανθρώπους που έχουν τις ίδιες αξίες, τόσο το καλύτερο. Αυτό είναι που θα αλλάξει τον κόσμο, νομίζω. Αλλά φυσικά, επειδή το συναισθηματικά ανώριμο άτομο έχει ως στόχο τον έλεγχο και την κυριαρχία, θα εργαστεί πολύ σκληρά για να αποκτήσει τον έλεγχο. Σήμερα, δυστυχώς κινούμαστε προς το μοντέλο των ανθρώπων ως σκεπτόμενων μηχανών. Πιστεύουμε ότι όλα θα διορθωθούν με την αλλαγή της σκέψης μας, επειδή αυτό ταιριάζει στο μοντέλο μηχανής-υπολογιστή που κυριαρχεί. Αυτά που συζητάμε όμως είναι πολύ πρωτόγονα, πολύ βαθιά και πολύ συναισθηματικά. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να αναγνωρίσουμε την κρίσιμη φύση της συναισθηματικής σύνδεσης, της ανάπτυξης και της εξατομίκευσης».
Επίσκεψη στο δεξί ημισφαίριο
Θέλω να κλείσουμε τη συνομιλία μας με τον ίδιο ενδυναμωτικό χαρακτήρα που διαπερνά τα βιβλία της και της ζητάω να μοιραστεί μαζί μου τις εμπειρίες της από τους ανθρώπους που τελικά ξεφεύγουν από την παγίδα των ανώριμων ανθρώπων. «Όλοι οι θεραπευόμενοί μου, όταν ολοκληρώνουν τη θεραπεία τους, χρησιμοποιούν τη λέξη “μεταμόρφωση”», μου αναφέρει. «Δεν νιώθουν μόνο καλύτερα ή ότι έμαθαν πολλά. Όχι, νιώθουν σαν να είναι πλέον ένα διαφορετικό άτομο. Κι ο λόγος για τον οποίο νιώθουν διαφορετικοί είναι ότι έχουν έρθει στον εαυτό τους. Αναγνώρισαν ότι δεν χρειαζόταν να ζουν έτσι. Είδαν την παγίδα και βγήκαν έξω απ’ αυτήν, αντιμετωπίζοντας τις ενοχές τους. Τώρα είναι πιο ικανοί να αντιμετωπίζουν τους άλλους ανθρώπους με διεκδικητικό, αλλά όχι επιθετικό τρόπο. Είναι σε θέση να υπερασπίζονται τον εαυτό τους και να επιλύουν προβλήματα πολύ πιο εύκολα. Και το πιο σημαντικό, είναι σε θέση να στρέφονται προς τα μέσα, για να ελέγχουν τις δικές τους διαισθήσεις, τα δικά τους ένστικτα, τα δικά τους συναισθήματα. Όταν μπορείς να το κάνεις αυτό, έχεις πολύ περισσότερη ενέργεια.
«Είμαστε φτιαγμένοι για να μπορούμε να πηγαίνουμε σε ένα μέρος του εγκεφάλου μας, στο δεξί ημισφαίριο, και να αντλούμε σοφία, να έχουμε διαίσθηση και, με όλες αυτές τις εμπειρίες ενσωματωμένες, να μπορούμε να λέμε: “Αυτό δεν μου φαίνεται σωστό, αυτό είναι κακό για σένα”. Ή να λέμε: “Πάμε γι’ άλλα τώρα”. Όταν μπορείτε να διακρίνετε τη διαφορά ανάμεσα σε κάτι που σας δίνει ενέργεια και σε κάτι που σας εξαντλεί, έχετε την ευκαιρία να συνεχίσετε να κινείστε προς τα πράγματα που σας δίνουν ενέργεια. Αυτό είναι το καλύτερο δείγμα για το αν λειτουργεί η θεραπεία ή όχι: αν νιώθετε ότι έχετε περισσότερη ενέργεια, μάλλον ακούτε τον εαυτό σας και βαδίζετε στον σωστό δρόμο. Όταν φτάσετε σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο, όπως λέω σε ένα βιβλίο μου, είναι σαν να σπάει ένα μικρό κλαδάκι. Μπορείς σχεδόν να το νιώσεις μέσα σου. Υπάρχει ένα σημείο που οι άνθρωποι το περιγράφουν πολύ ξεκάθαρα. Λένε ότι κάτι μετατοπίστηκε μέσα τους, κάτι έσπασε. Αυτή είναι η στιγμή που βγαίνεις από το κλουβί. Είναι η στιγμή που λες ότι δεν μου αρέσει πια να ξαναμπώ στο κλουβί. Δεν με ενδιαφέρει το κλουβί. Νισάφι».
Το βιβλίο της Λίντσεϊ Γκίμπσον Δυστυχώς δεν διάλεξα τους γονείς μου. Πώς θα ξεπεράσεις τα τραύματα από απόμακρους, εγωκεντρικούς και συναισθηματικά ανώριμους γονείς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιβίσκος, σε μετάφραση Στέλιου Νιτσάκη.
Το κείμενο περιλαμβάνεται σε έντυπη έκδοση της Καθημερινής.
Μανώλης Ανδριωτάκης
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου