«Η έκπτωση κανόνων και ορίων δημιούργησε “παιδιά ελευθέρας βοσκής” και γονείς που φοβούνται να είναι γονείς», λέει ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Νίκος Σιδέρης, σε μια συνέντευξη με αφορμή το βιβλίο του «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον».
Τι χρειάζεται ένα παιδί για να είναι ευτυχισμένο, χωρίς να καταδυναστεύει τη ζωή και τις επιθυμίες των γονιών του; Ο Νίκος Σιδέρης, ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, συγγραφέας, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας και Προσωπικής Ανάπτυξης «Γαληνός», με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον», μας αναλύει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αποφύγουμε να μεγαλώσουμε παιδιά-δυνάστες.
Όπως σημειώνει, «οι αναλύσεις και οι οδηγίες αυτού του βιβλίου εστιάζουν μεν στο παιδί, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να λειτουργήσουν και ως αποκαλυπτική, ευεργετική πυξίδα για τις σχέσεις των ενηλίκων στο πλαίσιο κάθε κοινωνικής συναλλαγής και κάθε ανθρώπινης σχέσης». Και, για να το πάμε ακόμα πιο μακριά, αν μάθουμε τα παιδιά να λαμβάνουν υπόψη και τον άλλον, έχουμε πολλές πιθανότητες να τα καταστήσουμε ικανά να οικοδομούν στέρεες σχέσεις στην ενήλικη ζωή τους.
– Στο βιβλίο «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον» σημειώνετε πως στόχος είναι η κατάκτηση του «έντεχνου αιτήματος». Τι σημαίνει αυτό;
Έντεχνο αίτημα σημαίνει ότι, όταν ζητώ από τον άλλον κάτι, λαβαίνω υπόψη μου ότι και εκείνος είναι υποκείμενο, άνθρωπος ισότιμος με όλους τους ανθρώπους, και όχι υποχείριο στην υπηρεσία των δικών μου θέλω. Συνεπώς, ότι έχει και ο άλλος όρια, δυνατότητες και περιορισμούς, ώρες που είναι διαθέσιμος και ώρες που δεν είναι διαθέσιμος –πρακτικά ή/και συναισθηματικά– για να κάνει αυτό που του ζητώ. Οπότε, το έντεχνο αίτημα είναι μία σημαντική πτυχή του θεμελιώδους θεωρήματος της ανθρώπινης σχέσης που λέει ότι δεν παίζω μόνο εγώ, υπάρχουν κι άλλοι!
Το έντεχνο αίτημα εκδηλώνεται σε τρία επίπεδα: Τι ζητάω, πώς το ζητάω και πώς αντιδρώ αν δεν γίνει αυτό που ζητάω, αν δηλαδή βιώσω ματαίωση του αιτήματός μου. Το κοινό υπόστρωμα και των τριών αυτών επιπέδων είναι το ότι κάθε αίτημα είναι αίτημα αγάπης. Τουτέστιν, ό,τι κι αν ζητάω και όπως κι αν το ζητάω, το λανθάνον μήνυμά μου προς τον άλλον είναι: Πρόσεξέ με, άκουσέ με, κατάλαβέ με, δείξε μου ότι με αγαπάς ενδιαφερόμενος για αυτό που σου ζητώ.
Το παιδί ρέπει στην παρανόηση «αν δεν μου κάνεις αυτό που σου ζητάω, δεν μ’ αγαπάς». Αν και οι γονείς εγκλωβισθούν σε μια τέτοια θεώρηση και δεν μπορούν να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο εκάστοτε αντικείμενο του αιτήματος και στο καθολικό ζητούμενο κάθε αιτήματος, που είναι η αγάπη, τότε δεν θα καταφέρουν να βοηθήσουν το παιδί τους να κάνει αυτή την καίρια διάκριση. Αποτέλεσμα, οι γονείς θα τρέμουν κάθε φορά που θα είναι αναγκαίο να προβούν σε εύλογη ματαίωση του παιδικού αιτήματος λέγοντας «Μη», «Όχι» ή «Όχι έτσι, αλλιώς». Και ή θα υποκύπτουν στην αχαλίνωτη αιτηματομανία του παιδιού, ή θα αρνούνται με μισή καρδιά, γεμάτοι ενοχές και άγχος, τροφοδοτώντας έτσι αδιέξοδες φαντασιώσεις παντοδυναμίας του παιδιού, που μεγαλώνει ακυβέρνητο, σε κατάσταση ψυχικής ορφάνιας. Έτσι, είναι ολοφάνερος ο κίνδυνος να διαμορφωθεί ένα παιδί υπερ-νάρκισσος, που κάνει ό,τι του γουστάρει επειδή έτσι του γουστάρει, όπως και η μετεξέλιξη αυτού του ναρκισσιστικού θηρίου σε δυνάστη και τύραννο των γονέων του.
Συνεπώς, αν οι γονείς δεν αναλάβουν την ευθύνη και δεν ακολουθήσουν την κατάλληλη μέθοδο ώστε το παιδί τους να κατακτήσει αναπτυξιακά το έντεχνο αίτημα, ρίχνουν στον ωκεανό της πραγματικής ζωής ένα μεθυσμένο καράβι, που αργά ή γρήγορα θα δει τις αυταπάτες του να τσακίζονται στα βράχια της πραγματικότητας και της αυτονόητης άρνησης των άλλων ανθρώπων να μετατραπούν σε αυλικούς του. Τροφοδοτώντας αλόγιστα τον παραισθησιογόνο ναρκισσισμό του παιδιού, οι γονείς το τρελαίνουν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία του στην πραγματική ζωή, και ως προς τις πρακτικές και ως προς τις συναισθηματικές πτυχές της.
– Τι είδους σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών είναι ικανές να υπερβαίνουν το συμβάν της ματαίωσης της αιτήματος και ποιες είναι οι ιδιαίτερες προκλήσεις της ψηφιακής εποχής όσον αφορά στα παιδικά αιτήματα;
Η ασπίδα απέναντι στον πειρασμό και το ρίσκο του παραισθησιογόνου ναρκισσισμού έχει συνιστώσες την αγάπη και τους κανόνες. Δεν παίζεις μόνο εσύ, υπάρχουν κι άλλοι. Και άλλο είναι τα χατίρια, άλλο η αγάπη.
Όταν η απάντηση των γονιών ισοδυναμεί με εύλογη ματαίωση ενός αιτήματος του παιδιού, οι γονείς οφείλουν να υιοθετούν μια ισόρροπη και ευσταθή εσωτερική στάση και αντίστοιχη εξωτερική συμπεριφορά, για να αποφύγουμε τον σκόπελο της προαναφερθείσας παρανόησης «δεν μου κάνεις το χατίρι, άρα δεν μ’ αγαπάς». Βάση αυτής της ψυχοσυναισθηματικής ευστάθειας είναι η θέση: «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητάς».
Το «λυπάμαι» είναι ζωτικό: Κάθε συνήθης γονιός θα χαιρόταν να έδινε στο παιδί του κάθε ευχαρίστηση, συμπεριλαμβάνοντας εδώ και τον ουρανό με τ’ άστρα. Να του έδειχνε την αγάπη του κάνοντάς του όλα τα χατίρια, έχοντάς το πάντοτε ευχαριστημένο, απαλλαγμένο από κάθε ματαίωση. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Ο ουρανός με τ’ άστρα τού πέφτει πολύ μακριά, η θερμοκρασία του ήλιου είναι 6 εκατομμύρια βαθμοί… και το παιδί δεν έχει πάντοτε ρεαλιστική αίσθηση του εφικτού και της διαθεσιμότητας του άλλου. Οπότε, κάθε συνήθης επαρκής γονιός είναι αδύνατο να μην πει στο παιδί του «Μη», «Όχι» ή «Όχι έτσι, αλλιώς», πολλές φορές κάθε μέρα.
Αν οι γονείς προσπαθούν να απαλλάξουν το παιδί τους από την υποχρέωση να μάθει να αντέχει σε συνθήκες ματαίωσης, αν αρνηθούν να το εξοπλίσουν με αυτή την αρετή διδάσκοντάς το σε συνθήκες αγάπης, κατανόησης και λόγου, τότε η πορεία του παιδιού είναι προδιαγεγραμμένη: Ή θα προσπαθήσει να γίνει θηρίο για να μην μπορεί κανείς να το ματαιώσει, ή θα πληγωθεί απερίγραπτα από τις αναπόφευκτες ματαιώσεις του βίου – και όχι πάντα σε συνθήκες αγάπης, κατανόησης και λόγου, όπως στην οικογένειά του. Η ματαίωση την οποία αποφεύγεις να μάθεις παιδί σε υποστηρικτικές συνθήκες, θα επιστρέψει όσο μεγαλώνει σε όλο και πιο ανεξέλεγκτες συνθήκες. Όπως μάλιστα ορθότατα επισημαίνετε, η ψηφιακή εποχή καθιστά ταυτόχρονα όλο και μεγαλύτερη την παραίσθηση της παντοδυναμίας που δεν αντέχει ματαίωση, ενώ παράλληλα πολλαπλασιάζει ανεξέλεγκτα τα πεδία όπου μπορεί να βρεθεί το παιδί απροετοίμαστο και άοπλο, με αποτέλεσμα να υποστεί ματαιώσεις που ξεπερνούν την ικανότητά του να τις μεταβολίσει.
Έτσι, λοιπόν, κανείς λογικός γονιός δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εν λόγω άφοβη καθοδήγηση του παιδιού του, η οποία είναι βασική συνιστώσα της γονεϊκής αγάπης. Όμως, μπορεί να συνοδεύει την εύλογη άρνησή του με την έκφραση της αγάπης του προς το παιδί του. Πώς; Δείχνοντάς του και λέγοντάς του ότι δεν του κάνει το χατίρι όχι γιατί δεν το αγαπάει, αλλά γιατί δεν μπορεί να το κάνει αν και το αγαπάει. Στέλνοντάς του δηλαδή, με λέξεις και με συμπεριφορές, το μήνυμα «Λυπάμαι [επειδή σε αγαπάω], αλλά δεν μπορώ [αν και σε αγαπάω]».
Όταν το παιδί δεν λάβει το αντικείμενο που ζητάει αλλά λάβει αγάπη, τότε αποκαλύπτεται όλη η δύναμη και η αξία του ότι κάθε αίτημα στην ουσία του είναι αίτημα αγάπης, και ως εκ τούτου το έκδηλο αντικείμενο του αιτήματος είναι αντιμεταλλάξιμο και, τελικά, αδιάφορο για το παιδί. Αντίστροφα τώρα: Αν το παιδί βλέπει να του γίνονται όλα τα χατίρια χωρίς να έχουν τη γεύση της αγάπης, αλλά του υποκατάστατου μιας ανεπαρκούς ή άτεχνης αγάπης, τότε θα χαθεί μέσα στο κενό. Όχι το κενό των πραγμάτων, αλλά το κενό της αγάπης που δεν γεμίζει με κανένα φορτίο αντικειμένων.
– Πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος της κουλτούρας στο να μάθουν το παιδί να λαμβάνει υπόψη τον άλλο;
Η αναπαραγωγή του πληθυσμού είναι θεμελιώδης προϋπόθεση και λειτουργία κάθε κοινωνίας. Ως εκ τούτου, κάθε κουλτούρα εμπεριέχει συστατικά και ένα «εγχειρίδιο γονεϊκής λειτουργίας», όπου ορίζονται τα προτιμώμενα έως και επιβεβλημένα σχήματα συμπεριφοράς στις σχέσεις γονέων-παιδιών.
Η παραδοσιακή ελληνική τέχνη του γονιού περιλάμβανε σε επαρκείς ποσότητες την αγάπη, τον σεβασμό προς τους μεγαλύτερους και το φιλότιμο. Η επέλαση του καταναλωτικού ναρκισσισμού, παράλληλα με μία έντονη και συχνά κακότεχνη «ψυχολογιοποίηση» των πάντων, υπέσκαψε και τον εν λόγω σεβασμό και το φιλότιμο – ακόμη και η λέξη έχει περιπέσει σχεδόν σε αχρησία. Αποτέλεσμα, οι Έλληνες γονείς έχασαν τη στέρεη βάση όπου πατούσαν και πρόσφεραν στα παιδιά τους την αγάπη τους. Η έκπτωση κανόνων και ορίων δημιούργησε «παιδιά ελευθέρας βοσκής» και γονείς που φοβούνται να είναι γονείς, καθώς ψυχολογίζοντες ειδικοί και μη τους ενοχοποιούν σε οτιδήποτε κάνουν, ακόμη και όταν παρέχουν στα παιδιά τους άφοβη καθοδήγηση, αγάπη και κανόνες… Να πώς η μεγάλη άτεχνη αγάπη οδηγεί στο να γίνονται τα παιδιά ακυβέρνητα και τουλάχιστον κακομαθημένα, να διεκδικούν την εξουσία στο σπίτι, και ενίοτε να την έχουν, με τραγικές συνέπειες για όλους.
– Σε ποιες περιπτώσεις τα αιτήματα των παιδιών συνθλίβουν τους γονείς;
Αυτό που θα μπορούσε να φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τους γονείς δεν είναι ποτέ το τι ζητάει το παιδί. Το παιδί ζητάει κάτι που έχει γεννήσει η ψυχή του, κατά κανόνα υπερπλήρης φαντασίας και διάθεσης για παιχνίδι, και σχετικά αδιάφορη ως προς τις ρεαλιστικές διαστάσεις, το εφικτό του οτιδήποτε ζητάει. Δεν πειράζει καθόλου. Αν οι γονείς στέκονται καλά, θα βρουν τον τρόπο να λύσουν το πρόβλημα με κύρια εργαλεία τη γνώση του κόσμου του, τη λογική, το χιούμορ και την προσφορά αγάπης με εναλλακτική μορφή.
Αυτό που γεννάει τα δράματα είναι το πώς έχει μάθει το παιδί να ζητάει και το πώς αντιδρά σε εύλογες ματαιώσεις των αιτημάτων του. Σκοπός του βιβλίου μου είναι ακριβώς η καλή ρύθμιση αυτών των δύο πτυχών του αιτήματος, ώστε κανένα από τα δύο μέλη της σχέσης να μη βρίσκεται σε αδιέξοδο, ακόμη και όταν κάποιο αίτημα ματαιώνεται.
– Και τι είδους αρνήσεις μπορούν να συνθλίψουν ένα παιδί;
Αυτές δεν σχετίζονται με το αντικείμενο του αιτήματος, αν στην θέση του μη προσφερόμενου αντικειμένου παρέχεται αγάπη, η πεμπτουσία κάθε αιτήματος. Η ματαίωση ενός αιτήματος μπορεί να πληγώσει το παιδί μόνο όταν ο τρόπος των γονέων του υποβάλλει την ιδέα «δεν σου κάνω το χατίρι=δεν σε αγαπάω». Μόνο τότε! Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, κάθε ματαίωση αιτήματος είναι κι ένα μάθημα ζωής τόσο ως προς τη ρεαλιστική πλευρά των πραγμάτων, όσο και ως επιβεβαίωση της αγάπης η οποία είναι ανεξάρτητη από τα χατίρια.
– Ένα παλαιότερο βιβλίο σας είχε τίτλο «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!». Πώς ορίζετε την τέχνη του γονιού;
Η τέχνη του γονιού συνίσταται στο να παρέχει ο γονιός αυτό που περιμένει το παιδί από τους γονείς του, δηλαδή αγάπη. Όχι όμως αγάπη όπως-όπως, αλλά έντεχνη αγάπη.
Η έντεχνη αγάπη έχει τρία συστατικά, που αναλύονται στο βιβλίο μου «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!»: Παρουσία που εγγράφεται στην ψυχή του παιδιού ως προστασία σε όλες τις συνθήκες. Αποδοχή, δηλαδή αγάπη άνευ όρων και προϋποθέσεων, λόγω του ότι είσαι παιδί μου. Και άφοβη καθοδήγηση, που παρέχει στο παιδί τις «οδηγίες χρήσης» του κόσμου των πραγμάτων και των ανθρώπινων σχέσεων.
Η έντεχνη αγάπη ευνοείται όταν ο γονιός γνωρίζει τον κόσμο του παιδιού του και το συναντά εκεί, όπως προαναφέραμε.
– Πώς διαφοροποιήθηκε αυτή η ανάγκη στην πανδημική και στην μεταπανδημική φάση;
Η πανδημία με τις περιοριστικές συνθήκες ως προς τις σχέσεις και επικοινωνίες του παιδιού με τα άλλα παιδιά και με χώρους κοινωνικότητας (ακόμη και το σχολείο έκλεισε κάποιες φορές) κατέστησε επιτακτική ανάγκη για τους γονείς κάτι που ήδη αναφέραμε. Δηλαδή, να γνωρίζουν τον κόσμο του παιδιού τους και να κατανοήσουν τι σημαίνει αίτημα του παιδιού, ώστε να κάνουν λίγο το πολύ (περιορισμός) και πολύ το λίγο (σπιτικός χώρος και βίος), προκειμένου να του παρέχουν το ουσιώδες (αγάπη και κανόνες) με εναλλακτικές μορφές, προσαρμοσμένες στη νέα πραγματικότητα.
– Πότε ένα παιδί χρειάζεται, τελικά, ψυχολόγο;
Το παιδί χρειάζεται ψυχολόγο όταν δεν το χωράει η σχέση του με τους γονείς του και με τον κόσμο. Όταν, δηλαδή, οι τρύπες και οι στρεβλώσεις του ζωτικού μικροπεριβάλλοντος όπου μεγαλώνει εσωτερικεύονται, καθίστανται εσωτερικά τραύματα που απορρυθμίζουν και πονούν την ψυχή του, γίνονται εσωτερικός τρόπος ύπαρξης και θεώρησης του κόσμου, των άλλων και του εαυτού του. Τότε δεν έχουμε θέμα που λύνεται με μεθόδους παιδαγωγικές. Αλλά θέμα που χρειάζεται επούλωση των εσωτερικών τραυμάτων του παιδιού και αναδόμηση της ψυχικής του συγκρότησης και λειτουργίας, δηλαδή παρέμβαση ειδικού.
Πηγή: ow
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου