Η επιλεκτικότητα του φαγητού δεν είναι πάντα αθώα.
Είναι ευρέως γνωστό, ότι βασική προϋπόθεση για τη σωματική, κοινωνική, συναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών είναι η επαρκής πρόσληψη τροφής και η ενίσχυση των φυσιολογικών μοτίβων διατροφικής συμπεριφοράς.
Πολύ συχνά αντιλαμβανόμαστε ως φυσιολογικές τις δυσκολίες ενός παιδιού που προκύπτουν είτε κατά τη σίτιση, είτε στη διατροφική του συμπεριφορά.
Αυτές οι εναλλαγές στη διατροφική συμπεριφορά αντιμετωπίζονται από πολλούς γονείς αλλά και ειδικούς, ως φάσεις που εξαλείφονται όσο το παιδί μεγαλώνει.
Είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα παιδιά ηλικίας από 3-7 ετών, περνάνε μια φάση επιλεκτικότητας σε σχέση με την τροφή, καθώς αρνούνται να δοκιμάσουν νέες τροφές ή αποκλείουν κάποιες που προτιμούσαν στο παρελθόν, είτε κλείνουν τη μύτη τους εκφράζοντας αηδία για αυτό που έχουν μέσα στο πιάτο τους. Όμως πρόκειται για κάτι αναμενόμενα φυσιολογικό που δεν διαρκεί πολύ…
Τι συμβαίνει, όμως, όταν σε ορισμένα παιδιά, τα προβλήματα γύρω από τη σίτιση και την τροφή εξελίσσονται και διαιωνίζονται ποικιλοτρόπως, όπως π.χ. ο περιορισμός και η αποφυγή διάφορων τροφών, που συχνά συνοδεύονται από δυσφορία, άγχος, φόβο, θυμό και ένταση; Οι διαταραχές σίτισης σε παιδιά θεωρούνται κάτι σπάνιο, ειδικά στη χώρα μας, παρόλο που τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια αύξηση στις διαταραχές σίτισης σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας, με συμπτώματα που συσχετίζονται με σωματικές, αναπτυξιακές, συναισθηματικές ή συμπεριφορικές δυσκολίες.
Δυστυχώς, λόγω έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης και εξειδίκευσης ειδικών γύρω από τις διαταραχές σίτισης σε παιδιά, ειδικοί και γονείς δείχνουν ανοχή και προσαρμοστικότητα στα παιδιά που παρουσιάζουν δυσκολίες στο φαγητό, αδυνατώντας να διακρίνουν τα σημάδια που φανερώνουν μια παθολογική σχέση του παιδιού με την τροφή.
Η πιο συχνή διαταραχή σίτισης στα μικρά παιδιά είναι η Αποφευκτική Περιοριστική Πρόσληψη Τροφής (Avoidant Restrictive Food Intake Disorder, ARFID), η οποία χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.
Πρόκειται για μια νέα διατροφική διαταραχή που μαστίζει 5% των παιδιών νηπιακής, προσχολικής και σχολικής ηλικίας, αλλά και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Η νόσος αυτή λειτουργεί ως μια «ομπρέλα» που καλύπτει όλο το εύρος επισιστικών δυσκολίων, όπως:
- Δυσκολία να αναγνωρίσει το αίσθημα πείνας και κορεσμού, καθώς ύστερα από λίγες μπουκιές δυσκολεύεται να φάει περισσότερο.
- Χρειάζεται πολύ χρόνο κατά τη διάρκεια των γευμάτων (πάνω από 45 λεπτά), καταναλώνει νερό σε κάθε μπουκιά και αποσπάται μονίμως από κάτι άλλο.
- Μπορεί να χάσει και γεύματα, ειδικά όταν ασχολείται με κάτι άλλο.
- Εκδηλώνει ευαισθησία στην οσμή, στο χρώμα, στην υφή, στη γεύση, στο σχήμα και στη θερμοκρασία των τροφών.
- Λειτουργεί επιλεκτικά σε σχέση με την τροφή, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τα σχεδόν ίδια γεύματα.
- Δεν δείχνει καμία επιθυμία να δοκιμάσει κάτι καινούριο.
- Αντιδρά αρνητικά σε κάθε παρότρυνση για δοκιμή.
- Αντιδρά συνήθως με άγχος, απέχθεια, θυμό στην εισαγωγή κάποια νέας τροφής στο τραπέζι. Αυτό πολύ συχνά οδηγεί το παιδί να τρώει σχεδόν «το δικό του» γεύμα που, συνήθως, είναι διαφορετικό με αυτό της οικογένειας.
- Καταναλώνει τροφές συγκεκριμένου χρώματος όπως λευκό, μπεζ, χρυσαφί, κίτρινο (πρωτίστως πατάτες και ψωμί, κοτομπουκιές, γάλα και γλυκά, ιδίως σοκολάτα).
- Αποφεύγει και αποκλείει τα λαχανικά, τα φρούτα, τα όσπρια, τις πρωτεΐνε, όπως το τυρί και το κρέας από τη διατροφή του.
- Επιλέγει και καταναλώνει μόνο συγκεκριμένες μάρκες τροφών και αμέσως αντιλαμβάνεται αν το προϊόν είναι άλλης μάρκας.
- Δυσκολεύεται και αποφεύγει βόλτες και εξόδους με την οικογένεια και φίλους που συνδέονται με γεύματα, όπως παιδικά πάρτι, εστιατόρια κ.λπ., καθώς το άγχος και το στρες του παιδιού αυξάνεται κατακόρυφα με τη θέα των τροφών.
- Νιώθει συχνά άγχος κατά τη διάρκεια του γεύματος, μασάει αργά, κόβοντας σε μικρές μπουκιές. Αποφεύγει τις τροφές που είναι σύνθετες, τα γεμιστά φαγητά και εκείνα που έχουν σάλτσα (εκτός από πίτσα μαργαρίτα, όπου συχνά αφαιρούν το τυρί).
- Μειώνεται το σωματικό του βάρους ή παραμένει σταθερό σε νήπια και παιδιά.
Η συμπτωματολογία της ARFID, καθώς και η χρονιότητά της έχει επιπτώσεις στη σωματική και ψυχοκοινωνική εξέλιξη, αλλά και στην υγεία του παιδιού και του εφήβου. Λόγω του αρνητικού ισοζυγίου ενέργειας, όταν δηλαδή δεν καλύπτονται σε επάρκεια οι ενεργειακές του ανάγκες, αναπόφευκτα το παιδί χάνει βάρος ή δεν παίρνει το αναμενόμενο, γεγονός που επηρεάζει την ψυχική και σωματική υγεία του παιδιού, επιβραδύνοντας τον ρυθμό ανάπτυξής του.
Πηγή: Με οδηγό το διαβήτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου