Κάθε πρωί μαζί με τον καφέ του μελετά τους ημερήσιους χάρτες πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς, τους οποίους εκδίδει καθημερινά η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. «Οταν ο βαθμός επικινδυνότητας είναι 4 ή 5, επικοινωνώ απευθείας με τον νυχτοφύλακά μας, την πυροσβεστική και τους εθελοντές δασοπυροσβέστες, καθώς καθένας τους ελέγχει και ένα διαφορετικό σημείο της περιοχής» αναφέρει στην «Κ» ο κ. Δημήτρης Σκούρας, ιδιοκτήτης της κατασκήνωσης The Ranch και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Λειτουργών Παιδικών Κατασκηνώσεων.
Οι θερινές κατασκηνώσεις ελέγχονται ενδελεχώς κάθε άνοιξη από Δήμο, Περιφέρεια και Πυροσβεστική προκειμένου να λάβουν άδεια λειτουργίας. Μεταξύ των πιστοποιητικών που καταθέτουν είναι και το πρωτόκολλο εκκένωσης, ενώ η Πυροσβεστική ελέγχει συνολικά το σύστημα πυρασφάλειας των εγκαταστάσεων.
Οι πυρκαγιές στο Σοφικό Κορινθίας, όπου λειτουργεί από το 2001 η γνωστή κατασκήνωση, είναι πολύ συχνές, με συνέπεια όλοι οι εμπλεκόμενοι να έχουν αποκτήσει μια σχετική τεχνογνωσία. «Στην αρχή κάθε κατασκηνωτικής περιόδου κάνουμε μια άσκηση εκκένωσης όλοι μαζί, στόχος μας είναι μέσα σε 6 με 7 λεπτά να συγκεντρωθούμε απ’ όλες τις γωνίες της κατασκήνωσης να συγκεντρωθούμε στο καθορισμένο σημείο, απ’ όπου θα ξεκινήσει η αποχώρηση» περιγράφει ο ίδιος, λίγες ώρες μετά τη φετινή άσκηση, «ορισμένα στελέχη, βέβαια, είναι επιφορτισμένα με το χρέος να ελέγξουν, αν όλες οι ‘σκηνές’ είναι άδειες». Δεν είναι λίγες οι φορές, δυστυχώς, που κατασκηνωτές και ομαδάρχες έχουν κληθεί να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη. «Εχουμε πραγματοποιήσει τέσσερις εκκενώσεις από το 2007» απαντά στο εύλογο ερώτημα ο κ. Σκούρας, «έως σήμερα όλες είχαν προληπτικό χαρακτήρα». Η απόφαση εκκένωσης αποτελεί πλέον αρμοδιότητα της Πολιτικής Προστασίας, καθώς ειδικά μετά την τραγωδία στο Μάτι η εκκένωση προκρίνεται συχνότερα. «Εμείς είμαστε σε ανοιχτή επικοινωνία, ούτως ή άλλως, με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς» τονίζει ο ίδιος, που έχει προσπαθήσει να ενισχύσει τα μέτρα ασφαλείας. «Στο πυροφυλάκιο της περιοχής έχουμε αναλάβει την αμοιβή του προσώπου που κάνει τη δεύτερη βάρδια, ώστε να μην υπάρχει κανένα κενό» διευκρινίζει, «λίγο έξω από την είσοδο της κατασκήνωσής μας έχουμε παραχωρήσει ένα κτίριο στο εποχικό κλιμάκιο των πυροσβεστών, ενώ τα ελικόπτερα εφοδιάζονται με νερό από δύο δεξαμενές, για τις οποίες εμείς μεριμνούμε, δίπλα στις εγκαταστάσεις μας».
Οταν κρίνεται ότι η κατασκήνωση πρέπει να αδειάσει, τα παιδιά κατευθύνονται στους χώρους των δύο σχολείων του χωριού Σοφικό. «Κατά κανόνα πίσω μένει μέρος του μόνιμου προσωπικού, το οποίο θα προετοιμάσει και θα μεταφέρει από την κατασκήνωση γεύματα στα παιδιά, θα μεταφέρει και θα κάνει επανεγκατάσταση του τηλεφωνικού κέντρου αλλά και του ιατρείου». Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι ο τρόπος μεταφοράς των παιδιών, τα οποία ακόμα και σε συνθήκες προληπτικής εκκένωσης, βλέπουν τους καπνούς και τα εναέρια μέσα, διαισθάνονται τον κίνδυνο και συχνά πανικοβάλλονται. «Υπάρχουν δύο τρόποι, είτε με λεωφορεία είτε με τα πόδια, καθώς η απόσταση μέχρι το χωριό είναι 700 μέτρα» ισχυρίζεται ο κ. Σκούρας, «επιλέγουμε βάσει του χρόνου που χρειάζονται τα λεωφορεία να έρθουν σε εμάς, αλλά και βάσει της απόστασης, στην οποία βρίσκεται η φωτιά». Η κατασκήνωση φιλοξενεί από 300 έως και 1.300 παιδιά, ανάλογα με την περίοδο. Πέρυσι, περίπου 1.000 κατασκηνωτές εγκατέλειψαν τον χώρο πεζή, με την καθοδήγηση των ομαδαρχών τους, καθώς η φωτιά ήταν μεν ελεγχόμενη αλλά κοντά τους. «Είναι πιο εύκολη η εκκένωση μιας κατασκήνωσης απ’ ότι ενός, για παράδειγμα, ξενοδοχείου, καθώς ξέρουμε ποιος θέτει τους κανόνες και ποιος τους ακολουθεί» υπογραμμίζει ο ίδιος. Οι γονείς ενημερώνονται αρχικά με ένα μήνυμα και εν συνεχεία έχουν τη δυνατότητα να παραλάβουν τα παιδιά τους από το χωριό. «Στα σχολεία που φιλοξενούμαστε, στήνουμε από την αρχή στην ουσία μια κατασκήνωση, οπότε τα παιδιά σταδιακά χαλαρώνουν» διηγείται ο ίδιος, «συχνά όταν οι γονείς έχουν πλέον φτάσει, τα παιδιά δεν θέλουν να τους ακολουθήσουν, ‘εγώ θα μείνω εδώ’ λένε».
Η μεγάλη πυρκαγιά του 2021, που έπληξε το Τατόι, έχει μείνει έντονα χαραγμένη στη μνήμη του κ. Ηλία Πίτσικα, αρχηγού στο «Χαρούμενο Χωριό» τις Παιδικές Κατασκηνώσεις της ΣΤΑΣΥ Α.Ε., που λειτουργούν ανελλιπώς από το 1950. «Σε όλα αυτά τα χρόνια έχουμε ζήσει πολλές πυρκαγιές, με τις περισσότερες να είναι τοπικές και ελεγχόμενες» αναφέρει στην «Κ» ο κ. Πίτσικας, «μεγαλύτερες ήταν εκείνη του 1974 και του 2021, στις οποίες πραγματοποιήθηκε εκκένωση, στις υπόλοιπες ήμασταν σε επιφυλακή, με πούλμαν και υδροφόρες στην είσοδο, αλλά τελικά δεν εγκαταλείψαμε την κατασκήνωση». Ο μικρός αριθμός των κατασκηνωτών αλλά και η σταθερή, διαχρονική, παρουσία των ίδιων στελεχών αποδεικνύονται εξαιρετικά χρήσιμα σε στρεσογόνες συνθήκες. «Το αίσθημα του ανήκειν σε εμάς είναι πολύ ισχυρό, έχουμε ταυτότητα ομάδας, ορατή ιεραρχία, κουλτούρα συνεργασίας και τεχνική» τονίζει ο ίδιος, που καθώς μετρά πολλές δεκαετίες στη Βαρυμπόμπη και έχει πλέον τον δικό του κώδικα επικοινωνίας με τους συνεργάτες του. «Φεύγουμε με τραγούδι και παιχνίδι, αφού έχουμε ήδη επιστρέψει στα παιδιά τα κινητά τους, ώστε να μπορούν να επικοινωνούν με τους γονείς τους» περιγράφει ο ίδιος, που ενορχήστρωσε την επιτυχημένη εκκένωση το 2021. «Παραμένουμε ψύχραιμοι και στις συζητήσεις μας εκείνες τις ώρες εστιάζουμε στο καλό που θα έρθει, μετά το πέρας του κινδύνου, σχεδιάζουμε με τα παιδιά τις επόμενες εξορμήσεις μας στη φύση, όταν πλέον η φωτιά θα έχει σβήσει». Οι 100 κατασκηνωτές έσμιξαν με τους γονείς τους στο πάρκινγκ του ΟΑΚΑ έχοντας αφήσει πίσω στους κοιτώνες προσωπικά αντικείμενα, ρούχα και παιχνίδια. «Επιστρέψαμε όλοι στην κατασκήνωση και σχεδιάσαμε, όπως είχαμε υποσχεθεί, τα επόμενα βήματα, ωστόσο για εμάς που είμαστε μια ‘φυσικοκεντρική’ κατασκήνωση η απώλεια του 80% της χλωρίδας αποτελεί πλήγμα», καταλήγει ο κ. Πιτσίκας.
Ιωάννα Φωτιάδη
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου