Σάββατο 20 Μαΐου 2023

Τι μάθαμε από την τηλεκπαίδευση

Τι βαθμό πήρε η e-διδασκαλία; Πώς την αξιολόγησαν οι εκπαιδευτικοί που την υλοποίησαν σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης; «Από το να μη γίνεται καθόλου μάθημα, η εξ αποστάσεως διδασκαλία είναι μια λύση», απαντάει έμπειρος καθηγητής λυκείου, προσθέτοντας με νόημα «και ευτυχώς, μείναμε όλοι υγιείς». «Δεν αποξενώθηκαν μαθητές και εκπαιδευτικοί από τη διαδικασία μάθησης», πρόσθεσε συνάδελφός του σε γυμνάσιο.

«Αξιοποιήσαμε στο μάθημα νέα ελκυστικά για τους μαθητές εκπαιδευτικά εργαλεία, που συχνά δεν εφαρμόζονται στις σχολικές τάξεις λόγω έλλειψης κατάλληλου εξοπλισμού», είπε νηπιαγωγός, ενώ καθηγητής σε επαγγελματικό λύκειο εστίασε στο ότι «ασχολήθηκαν οι μαθητές με εργασίες, αναπτύσσοντας έτσι την κριτική τους ικανότητα, κάτι το οποίο λείπει σε σημαντικό βαθμό από τη σχολική τάξη».

Πρόκειται για απαντήσεις εκπαιδευτικών σε ποιοτική και ποσοτική έρευνα, η οποία έγινε με θέμα την εξ αποστάσεως εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, που υλοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε περιόδους καραντίνας. Αλλά… αυτά είναι τα «συν» της τηλεκπαίδευσης.

Ελλείψεις

Τα «πλην» δείχνουν ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να κάνουν «φροντιστήριο» στις νέες τεχνολογίες, ο εξοπλισμός τους να περάσει από τεχνολογικό λίφτινγκ και το εκπαιδευτικό σύστημα να εξισορροπήσει τις διαφορετικές «ταξικές ταχύτητες» των μαθητών. Συγκεκριμένα, τα μειονεκτήματα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης αφορούν προβλήματα σχετικά με τα τεχνολογικά μέσα, τις ψηφιακές γνώσεις και δεξιότητες μαθητών και εκπαιδευτικών, την αλλαγή των μεθόδων διδασκαλίας στο νέο περιβάλλον μάθησης.

«Κάποιοι μαθητές είχαν μόνιμα προβλήματα ήχου και έγραφαν στο chat. Κάποιοι αγχώνονταν όταν λόγω ταχύτητας δεν έβλεπαν την οθόνη. Επίσης, αναγκάστηκα να ζητήσω μεγαλύτερη ταχύτητα στην οικιακή μου σύνδεση για να αντεπεξέλθω», απάντησε δάσκαλος. «Οι μαθητές δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με ευκολία. Το ψηφιακό περιβάλλον τους δυσκολεύει», επισήμανε καθηγητής σε επαγγελματικό λύκειο, κάνοντας λόγο για «ψηφιακό αναλφαβητισμό μαθητών». Ετερος καθηγητής σε γυμνάσιο τονίζει «την έλλειψη τεχνογνωσίας των εκπαιδευτικών, την αδυναμία αφομοίωσης της ύλης από τους μαθητές και τις δυσκολίες εξατομικευμένης βοήθειας στους μαθητές».

«Τα παιδιά κουράζονται γρήγορα» (νηπιαγωγός), «απουσίασε η άμεση και προσωπική αλληλεπίδραση. Μιλούσα για ώρες μπροστά σε μια οθόνη και δεν γνώριζα εάν με ακούνε» (καθηγητής επαγγελματικού λυκείου), «η εκπαιδευτική διαδικασία χάνει τον πολυεπίπεδο ρόλο της και καταλήγει να είναι απλή μεταφορά πληροφοριών» (καθηγητής γυμνασίου). Την ίδια στιγμή, μιλώντας για τους μαθητές του στο λύκειο, καθηγητής παρατήρησε «μικρή δυνατότητα κινητοποίησης των μαθητών, που συνήθως αδιαφορούν μέσα στο μάθημα».

Κοινές συνισταμένες ήταν ότι οι τεχνικές δυσκολίες δημιούργησαν διάφορα προβλήματα στα 2/3 των μαθητών, όπως τονίστηκε από τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, ενώ παιδιά από τα χαμηλότερα κοινωνικά – οικονομικά στρώματα βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση, καθώς είχαν ελλείψεις και αντιμετώπισαν συνεχή προβλήματα στον τεχνικό εξοπλισμό, ενώ τα περισσότερα δεν ήξεραν πώς να τον χρησιμοποιήσουν, με αποτέλεσμα να αγχώνονται και τελικά να βαριούνται και να απέχουν από το μάθημα.

Η έρευνα, την οποία παρουσιάζει η «Κ», πραγματοποιήθηκε σε εκπαιδευτικούς νηπιαγωγείου, δημοτικού, γυμνασίου, γενικού και επαγγελματικού λυκείου από τους πανεπιστημιακούς Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα, Βασίλη Γιαλαμά, Μαρία Ραγκούση και Μαρία Σφυρόερα, στο πλαίσιο μεταπτυχιακού προγράμματος των τμημάτων Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Παπαζήση με τίτλο «Διδάσκοντας εξ αποστάσεως στον καιρό της πανδημίας COVID-19, Εμπειρίες εκπαιδευτικών».

Η έρευνα εστιάζει στον αντίκτυπο της εξ αποστάσεως διδασκαλίας στην εκπαιδευτική διαδικασία στο δημόσιο σχολείο στις πρωτόγνωρες κοινωνικές συνθήκες των εγκλεισμών κατά την πανδημία του κορωνοϊού. Τα ποσοτικά αποτελέσματά της δείχνουν το πεδίο παρέμβασης του υπουργείου Παιδείας, ώστε η εξ αποστάσεως διδασκαλία να μην είναι μόνο λύση ανάγκης, αλλά οι δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία να αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί.

Το 60,93% των εκπαιδευτικών καλείται πλέον να ενσωματώσει κάποιες μορφές της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στη διδακτική τους, όμως το 44,2% απάντησε ότι δεν επαρκούσε ο εξοπλισμός που διέθετε για τη συμμετοχή του στην τηλεδιδασκαλία, ενώ το 72,4% των εκπαιδευτικών δεν είχε επιμορφωθεί στην τεχνολογία για την εφαρμογή της. Από την άλλη, το 85,37% των καθηγητών έκρινε ότι υπήρξε ανάγκη να παρασχεθεί ηλεκτρονικός εξοπλισμός σε κάποιους μαθητές του σχολείου τους.

Απουσίες…

Την ίδια στιγμή, τι γίνεται με το συνολικό 8,7% των μαθητών, οι οποίοι και στις δύο βαθμίδες δεν συμμετείχαν καθόλου στην εξ αποστάσεως διδασκαλία; Τα μεγαλύτερα ποσοστά παιδιών που πήραν απουσία από τα τηλεμαθήματα ήταν στους μαθητές νηπιαγωγείου (21,6%) και δημοτικού (13,2). Μικρότερα ποσοστά κατεγράφησαν στους μαθητές επαγγελματικού λυκείου (7,3%) και ακολούθησαν οι μαθητές γυμνασίου (6,7%) και γενικού λυκείου 2,5%.

Βέβαια, εάν στο γενικό 8,7% των μαθητών που δεν συμμετείχε καθόλου προστεθεί το 12,4% που μετείχε μερικώς, προκύπτει ότι σε έναν στους πέντε μαθητές η τηλεκπαίδευση άφησε μεγάλα μαθησιακά κενά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σχολική του διαδρομή. Εκτός κι αν τα κάλυψε το φροντιστήριο…

«Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν με ευκρίνεια ότι οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία ανταποκρίθηκαν στην εφαρμογή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας κατά την περίοδο έκτακτης ανάγκης, ώστε να εξασφαλιστεί κάποια επαφή με τους μαθητές και η συνέχεια στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτό είναι κάτι που οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό, άσχετα από την επίτευξη συγκεκριμένων μαθησιακών στόχων. Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι σε αυτή τη συγκυρία αναγνωρίστηκε, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η σημασία των συναισθηματικών διαστάσεων στην εκπαιδευτική επικοινωνία και δόθηκε έμφαση από τους εκπαιδευτικούς στην ανάπτυξή τους» παρατηρεί η κ. Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα.

Ολοι παραδέχονται ότι η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών με την ανάληψη πρόσθετου φόρτου εργασίας, χωρίς την απαιτούμενη επιμόρφωση και τα απρόβλεπτα προσωπικά έξοδα που κατέβαλαν σε τεχνολογικό εξοπλισμό για να ανταποκριθούν στην εφαρμογή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας, συνέβαλαν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν.

Ωστόσο, από τα όσα ανέφεραν οι εκπαιδευτικοί, φαίνεται ότι μαθητές από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες βρέθηκαν με λιγοστές δυνατότητες πρόσβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία και χωρίς υποστήριξη από εκπαιδευτικούς και γονείς για να μελετήσουν. Το γενικευμένο πρόβλημα της συμμετοχής όλων των μαθητών, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, παρουσιάστηκε σε όλα τα σχολικά επίπεδα, αλλά ήταν πιο έντονο στο επίπεδο του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου.

Κάτι που πρέπει να ανησυχήσει ιδιαίτερα, με δεδομένο ότι τα παιδιά του δημοτικού σχολείου έχουν εξοικειωθεί πια με τη χρήση των νέων τεχνολογιών (κινητό τηλέφωνο, τάμπλετ), αλλά φαίνεται μόνο για να παίζουν και όχι για να μαθαίνουν…

Επίσης, πολλοί μαθητές από τα μη προνομιούχα κοινωνικά – οικονομικά στρώματα δεν διέθεταν ηλεκτρονικό εξοπλισμό ή παρακολουθούσαν μέσα από ακατάλληλες συσκευές, όπως είναι τα κινητά τηλέφωνα, κάτι που όταν γίνεται κύριο μέσο υποβαθμίζει σοβαρά τη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία. Η προσπάθεια των σχολείων να υποστηρίξουν τους μαθητές ως προς τον εξοπλισμό με τα λίγα μέσα που διέθεταν δεν ήταν εκ των πραγμάτων επαρκής για να καλύψει όλες τις ανάγκες. Το εύρημα αυτό είναι κάτι που πρέπει να προβληματίσει το υπουργείο Παιδείας και ευρύτερα τον κόσμο της εκπαίδευσης.

«Δεν ήταν όμως μόνον οι μαθητές που είχαν προβλήματα ως προς τον εξοπλισμό. Πολλοί εκπαιδευτικοί επωμίσθηκαν τα έξοδα για να αναβαθμίσουν τον δικό τους εξοπλισμό, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο νέο πλαίσιο διδασκαλίας χωρίς όμως, σε μεγάλο βαθμό, να υπάρχει η απαραίτητη επιμόρφωση και εμπειρία. Από την άλλη, το νέο περιβάλλον διδασκαλίας και μάθησης είχε νέες απαιτήσεις. Ετσι, πραγματοποιήθηκε από τους εκπαιδευτικούς σημαντική αναδιαμόρφωση των διδακτικών στόχων και των διδακτικών στρατηγικών», παρατηρεί η κ. Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα.

Εκτακτη κατάσταση

Οι ερευνητές επισημαίνουν το προφανές, που πρέπει να αξιολογείται: όλα λειτούργησαν σε πρωτόγνωρη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τονίζεται στο βιβλίο ότι η ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στην κοινωνία είναι χαμηλότερη στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι και ότι υπήρξε και σημαντικός βαθμός αλληλοϋποστήριξης μεταξύ εκπαιδευτικών σε όλα τα σχολικά επίπεδα μέσω επαφών στα κοινωνικά δίκτυα. Κάτι που συνεχίζεται και τώρα πλέον. Ωστόσο, όπως τονίζει η κ. Βαρνάβα-Σκούρα, «η εφαρμογή των ψηφιακών τεχνολογιών έχει ανοίξει νέους ορίζοντες προς διαδραστικούς τρόπους διδασκαλίας και μάθησης, εφόσον όμως υπάρχει ο απαραίτητος εξοπλισμός, η κατάλληλη σύνδεση στο Διαδίκτυο, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, καθώς και η υποστήριξη μαθητών και εκπαιδευτικών.

Διαφορετικά, άστοχη ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στην εκπαίδευση θα οδηγήσει στην όξυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και κατ’ επέκταση των κοινωνικών διακρίσεων».

Οι αριθμοί

8,7% των μαθητών και στις δύο βαθμίδες δεν συμμετείχαν καθόλου στην τηλεκπαίδευση. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ήταν στους μαθητές νηπιαγωγείου (21,6%) και δημοτικού (13,2)

85,3% των καθηγητών έκριναν ότι υπήρξε ανάγκη να παρασχεθεί ηλεκτρονικός εξοπλισμός σε κάποιους μαθητές του σχολείου τους.

44,2% των εκπαιδευτικών απάντησαν ότι δεν επαρκούσε ο εξοπλισμός που διέθεταν για τη συμμετοχή τους στην εξ αποστάσεως διδασκαλία.

75% των καθηγητών γυμνασίου δήλωσαν ότι αξιολόγησαν τους μαθητές μέσω προφορικών εξετάσεων και γραπτών εργασιών.

60% σκέφτονται πλέον να ενσωματώσουν κάποιες μορφές εξ αποστάσεως διδασκαλίας στη διδακτική τους.

74% των εκπαιδευτικών θεωρούν ότι η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους μέσω των κοινωνικών δικτύων θα μπορούσε να συμβάλει θετικά στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου