Γράφει η Katherine Marsh στο atlantic.
Όταν εξηγώ σε άλλους γονείς ότι γράφω μυθιστορήματα για παιδιά από την πέμπτη έως την όγδοη δημοτικού, μου λένε συχνά: «Το παιδί μου δεν διαβάζει, τουλάχιστον όχι όπως εγώ». Ξέρω ακριβώς πώς νιώθουν – ούτε τα δικά μου παιδιά διαβάζουν όπως εγώ. Όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο, καταβρόχθιζα τα πάντα: κλασικά βιβλία μυστηρίου όπως το The Witch of Blackbird Pond και σειρές όπως το Choose Your Own Adventure. Στο γυμνάσιο, διάβαζα ογκώδη μυθοπλασία για ενήλικες, όπως τα έργα της Louisa May Alcott και του J. R. R. Tolkien. Δεν είναι κάθε παιδί τέτοιου είδους αναγνώστης. Αλλά αυτό που συνειδητοποιούν οι γονείς σήμερα είναι ότι ένας ολοένα και μικρότερος αριθμός παιδιών διαβάζουν για διασκέδαση.
Τα πανταχού παρόντα κινητά σίγουρα παίζουν μεγάλο ρόλο σε αυτό. Τα περισσότερα παιδιά στην Αμερική έχουν smartphone. Αλλά αυτό δεν είναι όλο. Μια έρευνα λίγο πριν την πανδημία έδειξε ότι τα ποσοστά των παιδιών μεταξύ 9 και 13 ετών που δήλωσαν ότι διαβάζουν καθημερινά για διασκέδαση μειώθηκαν κατά διψήφιο αριθμό από το 1984. Πρόσφατα μίλησα με εκπαιδευτικούς και βιβλιοθηκονόμους για αυτό και μου έδωσαν πολλές εξηγήσεις, αλλά μία από τις πιο συναρπαστικές, και καταθλιπτικές, έχει τις ρίζες της στο πώς το εκπαιδευτικό μας σύστημα διδάσκει στα παιδιά τη σχέση τους με τα βιβλία.
Αυτό που θυμάμαι περισσότερο από την ανάγνωση στην παιδική ηλικία ήταν να ερωτεύομαι χαρακτήρες και ιστορίες. Λάτρευα τη Margaret της Judy Blume και τον Ralph S. Mouse της Beverly Cleary. Στη Νέα Υόρκη, όπου ήμουν στο δημόσιο δημοτικό σχολείο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δίναμε εξετάσεις που δοκίμαζαν το επίπεδο ανάγνωσης και την κατανόηση. Σκοπός ήταν η ανάγνωση όσο το δυνατόν περισσότερων βιβλίων και η συναισθηματική ενασχόληση μαζί τους ως τρόπο ανάπτυξης δεξιοτήτων. Τώρα η εστίαση στην αναλυτική ανάγνωση φαίνεται να καταπνίγει αυτή την απόλαυση. Η κριτική ανάγνωση είναι μια σημαντική δεξιότητα, ειδικά για μια γενιά που βομβαρδίζεται με πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι αναξιόπιστες ή παραπλανητικές. Αλλά αυτή η υπερεστίαση στην ανάλυση έχει ένα μεγάλο τίμημα: χάνεται η αγάπη για τα βιβλία και την αφήγηση.
Πάρτε για παράδειγμα το μάθημα της γλώσσας της τρίτης τάξης δημοτικού, όπως διδάσκεται στις ΗΠΑ. Λέει π.χ μια άσκηση: «Προσδιορίστε τη σημασία των λέξεων και των φράσεων όπως χρησιμοποιούνται στο κείμενο, διακρίνοντας την κυριολεκτική από τη μη κυριολεκτική σημασία». Οι δάσκαλοι εισάγουν τις έννοιες της μη κυριολεκτικής και μεταφορικής γλώσσας. Στη συνέχεια, τα παιδιά διαβάζουν μία μόνο παράγραφο από το βιβλίο και απαντούν σε γραπτές ερωτήσεις.
Για όποιον γνωρίζει από παιδιά, αυτό είναι το αντίθετο από αυτό που θα τα έκανε να ενδιαφερθούν. Ο καλύτερος τρόπος για να παρουσιάσεις μια αφηρημένη ιδέα στα παιδιά είναι να την κολλήσεις σε μια ιστορία. Η «μη κυριολεκτική γλώσσα» γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα και κατανοητή, ειδικά σε ένα 8χρονο παιδί, όταν ταυτίζεται με τον χαρακτήρα. Η διαδικασία να γνωρίσεις έναν χαρακτήρα και να τον ακολουθήσεις μέσα από μια σειρά περιπετειών είναι το διασκεδαστικό μέρος της ανάγνωσης.
Όμως, όπως μου εξήγησαν αρκετοί εκπαιδευτικοί, ο νόμος «No Child Left Behind» του 2001 έχει ασκήσει τεράστια πίεση στους εκπαιδευτικούς. Η Jennifer LaGarde, η οποία έχει πάνω από 20 χρόνια εμπειρίας ως δασκάλα σε δημόσιο σχολείο, περιέγραψε πώς το διάβασμα φωναχτά είχε ως αποτέλεσμα πάντα τα παιδιά να της ζητούν περισσότερα παρόμοια βιβλία. Αλλά η ανάγνωση φωναχτά κινδυνεύει τώρα από την ανάγκη να βεβαιωθούμε ότι τα παιδιά έχουν αποκτήσει όλα τα πρότυπα της αξιολόγησης.
Στο γυμνάσιο, όχι μόνο υπάρχει ακόμη λιγότερος χρόνος για δραστηριότητες όπως η ανάγνωση, αλλά η διδασκαλία συνεχίζει επίσης να επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάλυση αποσπασμάτων. Μια φίλη μου είπε πρόσφατα ότι η δασκάλα του παιδιού της τους είχε δώσει το To Kill a Mockingbird στην τάξη, εξηγώντας ότι θα το διάβαζαν για αρκετούς μήνες και μπορεί να μην είχαν χρόνο να το τελειώσουν. Δεν μπορείτε να διδάξετε στα παιδιά να αγαπούν το διάβασμα, αν δεν έχετε καν προτεραιότητα να φτάσετε στο τέλος του βιβλίου. Η συναισθηματική ανταμοιβή προέρχεται από την κορύφωσης της ιστορίας.
Δεν χρειάζεται κάθε δάσκαλος να εστιάζει σε μικρά κομμάτια λογοτεχνίας σε βάρος της όλης πλοκής, αλλά ως αποτέλεσμα αυτού του ευρέως διαδεδομένου μηνύματος, ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου σημαίνει ότι το αναλύεις στα πεταχτά, ο διχασμός που υπήρχε πάντα στην παιδική λογοτεχνία φαίνεται τώρα ακόμη μεγαλύτερος.
Τα παιδιά δεν παίρνουν το μήνυμα ότι η ανάγνωση όλων των ειδών βιβλίων είναι κάτι ευχάριστο. Τα μεγαλύτερα βιβλία, για παράδειγμα, θεωρούνται λιγότερο «διασκεδαστικά». Επιπλέον, ορισμένοι βιβλιοθηκονόμοι, δάσκαλοι και γονείς παρατηρούν μείωση της αναγνωστικής αντοχής των παιδιών μετά τη διακοπή της πανδημίας. Αλλά πρέπει να αναρωτηθεί κανείς εάν αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα παιδιά αλληλεπιδρούν με τη λογοτεχνία σε μπουκιές μεγέθους παραγράφου.
Πρέπει να συναντάμε τα παιδιά εκεί που είναι. Προς το παρόν, γράφω ιστορίες πιο σύντομες και λιγότερο σύνθετες. Ταυτόχρονα, πρέπει να φτάσουμε στη ρίζα του προβλήματος, που δεν αφορά τα βιβλία αλλά το ευρύτερο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τα τεστ να ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο διδάσκουν οι δάσκαλοι. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν την ελευθερία να διδάσκουν με τους κατάλληλους τρόπους, χρησιμοποιώντας βιβλία που γνωρίζουν ότι θα ενθουσιάσουν και θα προκαλέσουν τα παιδιά. Τα παιδιά θα πρέπει να διαβάζουν περισσότερα βιβλία και αντί να αναλύουν απλώς αποσπάσματα, θα πρέπει να ενθαρρύνονται να ασχολούνται με αυτά με τον τρόπο που θα συνδέεται με «διασκεδαστικά» πράγματα όπως βιντεοπαιχνίδια και τηλεοπτικές σειρές.
Οι νέοι θα πρέπει να βιώσουν την ευχαρίστηση του να κάνουν ένα αφηγηματικό ταξίδι, να κάνουν μια συναισθηματική σύνδεση με έναν χαρακτήρα και να αναρωτιούνται τι θα συμβεί στη συνέχεια. Αυτό είναι το ξόρκι που κάνει η ανάγνωση. Και, όπως συμβαίνει με κάθε μαγικό κόλπο, το να να μάθεις πώς τελειώνει μια ιστορία πριν βιώσεις το θαύμα της, χαλάει τη μαγεία.
Πηγή: mikropragmata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου