Μέσα σε 100 ημέρες πολέμου, περίπου 1.500 παιδιά γεννήθηκαν στα μαιευτήρια του Κιέβου. Ο φωτογράφος Σάσα Μαζλόφ ήταν εκεί και μοιράστηκε με το «Κ» τις ιστορίες του.
Στην αίθουσα τοκετού του μαιευτηρίου στα περίχωρα του Κιέβου, τα βογκητά και οι πνιχτές κραυγές της Οκσάνα Ολκοβένκο δεν καταφέρνουν να σκεπάσουν τους ήχους των πυροβόλων και τις εκρήξεις που ακούγονται από την πλευρά της κοντινής πόλης Ερπίν, όπου μαίνεται η μάχη ανάμεσα στους Ουκρανούς υπερασπιστές της και τους Ρώσους εισβολείς. Ξαφνικά ακούγονται οι σειρήνες· όλοι πρέπει να κατευθυνθούν στο καταφύγιο που έχει διαμορφωθεί στο υπόγειο του κτιρίου, η ζωή τους μπορεί να κινδυνέψει ανά πάσα στιγμή. Η Οκσάνα και ο γιατρός της ανταλλάσσουν ένα αγωνιώδες βλέμμα, δεν χρειάζεται να συνεννοηθούν, ο τοκετός δεν μπορεί να διακοπεί. Καθώς ο ήχος της σειρήνας σβήνει, δειλά δειλά το κλάμα του μωρού αντηχεί στην αίθουσα, επίμονο, πεισματάρικο, δυναμώνει και ξεχύνεται στους διαδρόμους. Η ζωή αντέχει, συνεχίζεται, νικά.
Αυτή άλλωστε ήταν η ιδέα στον πυρήνα του φωτογραφικού πρότζεκτ Τα μωρά του πολέμου στο Κίεβο του Ουκρανού φωτογράφου Σάσα Μαζλόφ, που τον περασμένο Μάρτιο πέρασε μερικές ημέρες σε δύο μαιευτήρια της ουκρανικής πρωτεύουσας φωτογραφίζοντας νέες μητέρες με τα βρέφη τους. «Ήθελα να φέρω στη δημοσιότητα κάτι που θα ήταν λίγο πιο θετικό από ό,τι βλέπαμε στις ειδήσεις, ήθελα να βρω μια αχτίδα φωτός σε αυτή την κατάσταση», μου εξηγεί. «Τον Μάρτιο, ο πόλεμος ήταν φρέσκος, πολλοί άνθρωποι ήταν σοκαρισμένοι, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι συνέβαινε αυτό, ότι αυτή την εποχή, στην Ευρώπη, στην πατρίδα τους, δέχονταν τέτοια βίαιη επίθεση από τους γείτονές τους. Δεν ήμασταν φίλοι βέβαια με τη Ρωσία, αλλά κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσε να συμβεί μια τόσο φρικτή και αιματηρή επίθεση χωρίς καμία έγνοια για την ανθρώπινη ζωή. Όλα φαίνονταν μαύρα και απελπιστικά, ήταν πολύ σκοτεινή εποχή. Ήθελα λοιπόν να βρω μια αχτίδα φωτός. Και τι μπορούσε να είναι πιο θετικό από μια νέα ζωή;»
«ΞΕΧΑΣΑ ΟΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ»
Ο Μαζλόφ γεννήθηκε στο Κίεβο και μεγάλωσε εκεί, πριν μετακομίσει στη Νέα Υόρκη και ξεκινήσει να εργάζεται ως φωτογράφος. Επέστρεψε στην ουκρανική πρωτεύουσα τον Μάρτιο και βρίσκεται ακόμη εκεί. Μιλάμε μέσω βιντεοκλήσης. «Υπήρχε μεγάλη ένταση στο Κίεβο εκείνη την εποχή. Οι Ρώσοι ήταν έξω από την πόλη, γίνονταν βομβαρδισμοί κάθε μέρα, οι σειρήνες ακούγονταν κάθε μία δύο ώρες, οι άνθρωποι ήταν σε ένταση, ήταν δύσκολο να κυκλοφορήσεις, υπήρχαν σημεία ελέγχου παντού». Ξεκίνησε κάνοντας μερικές φωτογραφικές σειρές για τους πρόσφυγες, για τους μουσικούς της Ουκρανίας, για τη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου εν μέσω πολέμου, κάποια μεμονωμένα πορτρέτα. «Τις πρώτες ημέρες εδώ είχα σοκαριστεί από το μέγεθος του πόνου και προσπαθούσα να καταλάβω ποιος ήταν ο ρόλος μου στην κατάσταση. Συνειδητοποίησα ότι ο ρόλος μου είναι να λέω τις ιστορίες των ανθρώπων όσο καλύτερα μπορώ. Να μοιραστώ με τον υπόλοιπο κόσμο τον πόνο, την ανθεκτικότητα και τη δύναμη που επιδεικνύουν οι άνθρωποι εδώ».
Αυτές τις ιστορίες τις βρήκε στις γυναίκες που αποφάσισαν να γεννήσουν στο εμπόλεμο Κίεβο παρά να ξεκινήσουν ένα επικίνδυνο ταξίδι με αβέβαιο προορισμό, χωρίς να γνωρίζουν αν θα χρειαστεί τελικά να φέρουν στον κόσμο το παιδί τους στον δρόμο ή σε κάποιο επαρχιακό νοσοκομείο χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό· στις γυναίκες που εδώ και εβδομάδες νανουρίζουν τα νεογέννητα παιδιά τους με μουσική υπόκρουση τις ριπές των πολυβόλων και μετρούν τις ανάσες τους στον ρυθμό των εκρήξεων. Μία από αυτές είναι η 35χρονη Ναταλία Χραμπίνσκα, η οποία χρειάστηκε να περάσει από αναρίθμητα σημεία ελέγχου με το ασθενοφόρο και ενώ ο τοκετός είχε ήδη αρχίσει, πριν φτάσει στο μαιευτήριο και αφεθεί στα έμπειρα χέρια του γιατρού της. «Φοβήθηκα πραγματικά», εξομολογήθηκε στον Σάσα, «τουλάχιστον όταν ήμασταν στο υπόγειο του σπιτιού μας στη διάρκεια των βομβαρδισμών αισθανόμουν κάπως ασφαλής». Λίγες ώρες αφότου μπήκε στην αίθουσα τοκετού, γεννήθηκε η μικρή Στεφανία. «Για λίγες στιγμές ξέχασα ότι γινόταν πόλεμος», θυμάται. Δεν πρόλαβε να το απολαύσει, ο ήχος των σειρήνων την ανάγκασε να αρπάξει το κοριτσάκι της και να τρέξει στο καταφύγιο. Και κάπως έτσι, μεταξύ θαλάμου και υπόγειου καταφυγίου, μοιράστηκαν όλες οι ημέρες της παραμονής τους στο νοσοκομείο.
«ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣΜΟΝΗ»
«Είναι σαν ένα κακό όνειρο. Μοιάζει να είμαι ξύπνια, αλλά δεν θέλω να το πιστέψω και θα ήθελα να ξυπνήσω πάλι», ομολόγησε η Οκσάνα, που πρωτογνώρισε τη φρίκη του πολέμου το 2014, καθώς κατάγεται από την περιοχή του Ντονέτσκ. Τότε ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Σήμερα, μια οκταετία αργότερα, ζει στο Κίεβο και ο πόλεμος την ξαναβρήκε, ενώ ετοιμαζόταν να φέρει στον κόσμο το δεύτερο παιδί της. Για άλλη μια φορά, μια σημαντική στιγμή της ζωής της αμαυρώνεται από τις φρικαλεότητες του πολέμου. «Θα έπρεπε να είναι μέρες μόνο χαρούμενης προσμονής, αλλά ζεις στον φόβο, στον τρόμο, χωρίς να καταλαβαίνεις τι θα συμβεί αύριο». Οι πόνοι της γέννας ξεκίνησαν στις 16 Μαρτίου, μια μέρα με φοβερές μάχες στα περίχωρα του Κιέβου. Η μεταφορά της στο μαιευτήριο υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη, αλλά τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας κράτησε για πρώτη φορά στην αγκαλιά της την Άννα.
Μια άλλη γυναίκα από αυτές που συνάντησε ο Μαζλόφ είναι η Λέσια Ρόι, η οποία έφερε στον κόσμο το δεύτερο παιδί της, τη μικρή Σιμόνα. Είναι 41 ετών, μέλος του συγκροτήματος Teleri, με το οποίο είχε ταξιδέψει στην Ανατολική Ουκρανία, στη διαχωριστική γραμμή που όριζε την ουκρανική επικράτεια και τις αυτοανακηρυχθείσες αυτόνομες περιοχές, για να εμψυχώσει τον πληθυσμό. Δεν σοκαρίστηκε λοιπόν όταν ο πόλεμος έφτασε στο Κίεβο. «Δεν πανικοβλήθηκα, ξέραμε για καιρό ότι θα έρθει. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν έτοιμη, αλλά είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά και πνευματικά». Αποφάσισε να γεννήσει το κοριτσάκι της στο νοσοκομείο της πόλης της και να εμπιστευτεί ένα ευρύ δίκτυο εθελοντών που μεριμνά για όσους έχουν ανάγκη. Αντιθέτως, η Ντάρια Κουτσερένκο αποτόλμησε να φύγει από το Κίεβο την επομένη της έναρξης του πολέμου. Στο δρόμο όμως είχε επιπλοκές, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Γέννησε πρόωρα στις 6 Μαρτίου με καισαρική και ο μικρός Ντεμίντ χρειάστηκε να παραμείνει για μέρες σε θερμοκοιτίδα.
Η Μαρίνα Τρουσέβιτς, που ζει στην πρωτεύουσα με τον σύζυγο και τους δύο γιους τους, θυμάται το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου να την ξυπνούν οι φωνές του συζύγου της: «Ο πόλεμος ξεκίνησε!». Από το παράθυρο έβλεπε τις εκρήξεις και τον καπνό στον ορίζοντα. Πανικόβλητη, ξεκίνησε να πακετάρει ό,τι μπορούσε, για να ακολουθήσει τους γείτονες που έβλεπε να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο. «Το μόνο που σκέφτηκα να ψάξω ήταν τα πράγματα του αγέννητου μωρού. Υποθέτω ήταν το ένστικτο…».
Διήνυε όμως την 36η εβδομάδα της κύησης και ήξερε ότι ίσως γεννούσε από μέρα σε μέρα. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πού να πάει. Το να είναι στον δρόμο εν μέσω μαζικής εξόδου, χωρίς σχέδιο ή προορισμό και χωρίς να ξέρει πού θα γεννήσει την έκανε να μείνει. Μετακόμισαν στο διαμέρισμα των πεθερικών της στο κέντρο της πρωτεύουσας, από όπου χρειάστηκαν μόλις δεκαπέντε λεπτά για να μεταφερθεί στο μαιευτήριο όταν ήρθε η ώρα.
«ΕΧΟΥΜΕ ΟΡΚΙΣΤΕΙ ΝΑ ΒΟΗΘΑΜΕ»
Δίπλα σε όλες αυτές τις γυναίκες και σε εκατοντάδες ακόμα –περισσότερα από 1.500 παιδιά γεννήθηκαν στο Κίεβο το πρώτο δίμηνο του πολέμου– στάθηκαν γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, σε αντίξοες συνθήκες, συχνά με μόνο όπλο την ψυχική τους αντοχή, τη δύναμη της θέλησής τους, την ανθρωπιά τους και το πείσμα τους να απαντήσουν στον πόλεμο με ζωή. «Είμαστε γιατροί, έχουμε ορκιστεί να είμαστε εδώ και να βοηθάμε τους ανθρώπους», λέει κατηγορηματικά ο Σέρχι Σαλνίκοφ, διευθυντής του μαιευτηρίου που βρίσκεται στα περίχωρα του Κιέβου. Από την αρχή του πολέμου εργάζεται ασταμάτητα και περνά τις περισσότερες νύχτες στο νοσοκομείο. «Ήθελε να δώσει το καλό παράδειγμα», μου λέει ο Σάσα. «Ήταν απόλυτος ότι το καθήκον των γιατρών ήταν να μείνουν εκεί και να βοηθήσουν, και το προσωπικό φαινόταν ότι τον θαύμαζε». Ακόμα και μετά τον βομβαρδισμό του μαιευτηρίου της Μαριούπολης, που έδειξε με τον πιο φρικτό τρόπο ότι δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές σε αυτόν τον πόλεμο, ο γιατρός Σαλνίκοφ δεν φοβάται για τη ζωή του. «Ο κυριότερος φόβος μου τώρα είναι να μη χάσω την ανθεκτικότητά μου και τη διάθεση να παλέψω. Φοβάμαι ότι μια μέρα θα ξυπνήσω και δεν θα το αισθάνομαι πια, ότι θα θέλω να τα παρατήσω. Δεν έχω όμως αυτή την επιλογή».
Οι μέρες που ο Σάσα πέρασε ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους ήταν γι’ αυτόν μια συγκλονιστική εμπειρία. «Ήταν υπέροχο να βλέπω αυτές τις εικόνες, που έρχονταν σε αντίθεση με το χάος και την απόγνωση που αντίκριζα οπουδήποτε αλλού. Μπορούσες να ξεχάσεις λίγο τον πόλεμο. Ήταν διαφωτιστικό να είσαι μάρτυρας σε κάτι τόσο όμορφο, ενώ ακριβώς απέξω υπήρχε αβεβαιότητα και πόλεμος». Αυτοί οι σχεδόν τρεις μήνες της παραμονής του στο Κίεβο ήταν γεμάτοι με πολύ δυνατές εμπειρίες. «Για μένα αυτός ο πόλεμος είναι προσωπικός, μεγάλωσα εδώ, είναι η χώρα μου. Νιώθω πολύ ενδυναμωμένος που είμαι εδώ και μπορώ να λέω ιστορίες».
Μπορείτε να βρείτε τις φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο στο αρχικό δημοσίευμα της ιστοσελίδας της Καθημερινής.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου