Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί εδώ και καιρό στα σχολεία απασχολεί όλο και συχνότερα την επικαιρότητα. Καθημερινά και επαναλαμβανόμενα επεισόδια συστηματικού bullying –στην ακραία μορφή τους, πιθανόν οδήγησαν έναν δεκατετράχρονο στην αυτοκτονία–, ξυλοδαρμοί κοριτσιών και αγοριών στην αυλή και τους δρόμους γύρω από το σχολείο, συμπλοκές συμμοριών στα προαύλια, επιθέσεις, απειλές και μηνύσεις γονέων εναντίον εκπαιδευτικών, φασιστικές συμμορίες με έδρα σχολεία, χουλιγκανισμός ως παγιωμένη συμπεριφορά μαθητών σε εκδρομές και «διδακτικούς» περιπάτους, ανήλικοι μαθητές «λόγω κενού» να τριγυρίζουν άσκοπα στους δρόμους χωρίς γνώση των γονέων τους, εποχιακές «καταλήψεις» και καταστροφές δημόσιας περιουσίας: αυτά και άλλα πολλά βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη…
Τι γίνεται μέσα στις τάξεις είναι λιγότερο γνωστό, ως μη «εντυπωσιακό», αλλά και εκεί η κατάσταση είναι αφόρητη. Κινητά σε μόνιμη χρήση, απερίγραπτες συμπεριφορές και ντύσιμο (νεαρός πήγε με σώβρακο στο σχολείο), καζούρα και συνεχείς συμπλοκές την ώρα του μαθήματος, πλήρης αδιαφορία για το «τι τσαμπουνάει αυτός/η», όλα αυτά, και άλλα πολλά, ματαιώνουν ακόμα και τις πλέον φιλότιμες προσπάθειες κάποιων εκπαιδευτικών και τους οδηγούν στην απογοήτευση. Επιπλέον, είναι πια κοινό μυστικό ότι μεγάλος αριθμός τους φοβάται τους μαθητές και τους γονείς τους και με δική τους ευθύνη, βέβαια, αν και παραμένουν σταθερά απροστάτευτοι από την Πολιτεία και σέρνονται σε αστυνομικά τμήματα και δικαστήρια με το παραμικρό. Και όπως αναφέρει ο Πλάτωνας, όταν οι δάσκαλοι φοβούνται τους μαθητές τους, η τυραννία είναι παρούσα…
Επώδυνες διαπιστώσεις και εξαιρέσεις
Τα παραπάνω κρούουν εδώ και καιρό τον κώδωνα του κινδύνου: η μαθησιακή διαδικασία στα σχολεία υποφέρει και σε μεγάλο αριθμό τους έχει ακυρωθεί. Η βία, η ασύλληπτη «χαλαρότητα» που καλλιεργήθηκε με ευθύνη όλων μας και η απουσία στοιχειωδών ορίων ακυρώνουν κάθε είδος αγωγής και πολύ περισσότερο τις διαδικασίες κατάκτησης της γνώσης. Αλλά εμείς δεν ακούμε τίποτα, και ας αποτελούν όλα αυτά καθημερινότητα και όχι την εξαίρεσή της.
Η συγκεκριμένη κατάσταση γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στα Γυμνάσια. Στα Δημοτικά, οι μαθητές είναι κάπως πιο «διαχειρίσιμοι» ακόμα, αλλά και εκεί η αρρώστια εξαπλώνεται. Στα Γενικά Λύκεια, το ενδιαφέρον μαθητών και γονέων επικεντρώνεται στην πραγματοποίηση όσο το δυνατό μεγαλύτερου αριθμού απουσιών, ώστε να έχουν χρόνο για το φροντιστήριο. Στα Τεχνικά Λύκεια, ας μην τα συζητάμε καλύτερα…
Υπάρχουν εξαιρέσεις; Και βέβαια υπάρχουν και μάλιστα λαμπρές. Εγγυάται όμως το εκπαιδευτικό μας σύστημα ότι θα τις βρούμε εκεί και του χρόνου; Μια αλλαγή διεύθυνσης, επειδή στις «επιλογές στελεχών» προωθήθηκε με χίλιους τρόπους «ο δικός μας» ή κάποιος με περισσότερα «τυπικά προσόντα», πλην όμως εντελώς ακατάλληλος για δάσκαλος, δυο-τρεις μετακινήσεις εκπαιδευτικών που μπούχτισαν να παλεύουν μόνοι και αβοήθητοι ενάντια στην αδιαφορία μεγάλου μέρους των συναδέλφων τους και ό,τι χτίστηκε βασανιστικά –ενίοτε και με τη βοήθεια των γονέων, κι ας μην τους λαμβάνει θεσμικά υπόψη το σύστημα– καταστρέφεται. Και αφήνουμε στην άκρη μεγάλο αριθμό σχολείων της επαρχίας που λειτουργεί αποκλειστικά με αναπληρωτές. Δηλαδή, όπως λάχει…
Οι προηγούμενες διαπιστώσεις δεν είναι πρωτότυπες. Αντίθετα, αποτελούν μέρος των καθημερινών κατ’ ιδίαν συζητήσεων εκπαιδευτικών και γονέων. Δεν πηγάζουν από τη νοσταλγία ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος, που ποτέ δεν υπήρξε άλλωστε, ή κάποιο είδος «νεοσυντηρητισμού». Εξάλλου, είναι γνωστό ότι μεγάλος αριθμός γονέων αναζητά εναγωνίως μια «άλλη λύση» για τα παιδιά του, μακριά από το «κλασικό» δημόσιο σχολείο. Πολλοί, παρά την οικονομική κρίση, συμπιέζουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό τους επιλέγοντας ιδιωτικά σχολεία, άλλοι κάνουν συστηματικά φροντιστήρια στα παιδιά τους με την ελπίδα αυτά να εισαχθούν σε κάποιο Πρότυπο. Κοινός παρονομαστής, όχι τόσο η αναζήτηση πιο εκλεκτής και υψηλού επιπέδου διδασκαλίας, όσο η επιθυμία να αισθάνονται ότι τα παιδιά τους βρίσκονται σε ασφαλές και ελεγχόμενο περιβάλλον.
Μας κάνει, αλήθεια, εντύπωση ότι φτάσαμε ως εδώ; Δεκαετίες τώρα εργαστήκαμε για τη σημερινή κατάληξη, είτε ενεργητικά είτε παθητικά, διά της ανοχής όσων συνέβαιναν στα σχολεία. Με τη διαφορά ότι πλέον η κατάσταση προκαλεί τη δυσφορία ακόμα και όσων εργάστηκαν συστηματικά για αυτήν. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση και η πανδημία (ούτε μία έρευνα από το υπουργείο Παιδείας για τις επιπτώσεις της) επιτάχυναν αυτή την πορεία, αλλά, ας μη γελιόμαστε, ήταν προδιαγεγραμμένη. Αποτέλεσμα χιλιάδων μικρών και μεγάλων αποφάσεών μας, του ράβε-ξήλωνε στην εκπαίδευση, των δήθεν απανωτών «μεταρρυθμίσεων», χωρίς την παραμικρή συναίνεση και σχεδιασμό, που μένουν στα χαρτιά. Λες και το σχολείο είναι μαγαζάκι μας…
Πάντα φταίνε οι «άλλοι»
Αλλά ακόμα και τώρα που όλοι δυσφορούν, δεν βάζουμε μυαλό, αποδίδοντας σταθερά το φταίξιμο στους «άλλους». Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία που συστηματικά αρνείται τα πάντα, αλλά οι πολιτικοί εκτρέφουν και στηρίζουν δεκαετίες. Το κυβερνών κόμμα, στην αντιπολίτευση παρά το γεγονός ότι η εναλλαγή τους στην εξουσία έχει πανομοιότυπα χαρακτηριστικά: οι κομματικοί μηχανισμοί αμφότερων σχεδιάζουν «μεταρρυθμίσεις», που θα ανατρέψουν με τη σειρά τους «οι άλλοι», μόλις αντιστραφούν οι ρόλοι, πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι των προηγούμενων νόμων. Οι εκπαιδευτικοί εγκαλούν τους γονείς για αδιαφορία και οι γονείς τους εκπαιδευτικούς, άλλοι τον «νεοφιλελευθερισμό», άλλοι τους «κόκκινους φασίστες», όλοι μαζί το «ανεπαρκές ελληνικό κράτος» και πάει λέγοντας…
Πρόκειται για το κλασικό blame game στο οποίο επιδίδονται όσοι τα έχουν κάνει μαντάρα, που όμως δεν ωφέλησε κανέναν και σε τίποτα. Αντιθέτως, απομακρύνει τις ισχνές πιθανότητες να ομολογήσουμε από κοινού «φτάνει πια» και να αναζητήσουμε τις όποιες υγιείς δυνάμεις διαθέτει η χώρα ένθεν κακείθεν –υπάρχουν άραγε;–, ώστε να οριοθετήσουμε από κοινού την κατάσταση και να σχεδιάσουμε τρόπους ανατροπής της. Προϋπόθεση αποτελεί, όπως πάντα, η επιθυμία έναρξης διαλόγου που θα καταλήξει σε ένα συναινετικό σχέδιο βαθιών αλλαγών του σχολείου. Απίθανο; Ολες οι μεγάλες αλλαγές απίθανες φαίνονται στην αρχή. Αλλά οφείλουμε να κατανοήσουμε κάτι απλό: χώρα που δεν θα σχεδιάσει συναινετικά και εκ θεμελίων τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσής της σήμερα, δεν έχει πιθανότητες να ακολουθήσει την 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Θα μείνει εκτός διεθνούς ανταγωνισμού. Γιατί, αντίθετα με όσα γραφικά διαφημίζουμε κατά καιρούς, περί επιτροπών καταπολέμησης της σχολικής βίας που συστήνουμε αλλά ουδέποτε λειτουργούν, αυτός είναι ο νέος πατριωτισμός.
Πώς μπορείς όμως να κάνεις την παραμικρή «μεταρρύθμιση», όταν σε μεγάλο αριθμό των σχολείων σου δεν μπορεί να γίνει στοιχειώδες μάθημα; Ή μήπως στη φάση που βρισκόμαστε ως χώρα, αντί για τα μεγάλα «μεταρρυθμιστικά σχέδια» πρέπει να συμφωνήσουμε στα «μικρά και ταπεινά», όπως ότι θα κάνουμε τα πάντα για να αποκατασταθεί η ομαλή διεξαγωγή του μαθήματος στα σχολεία; Ενδεχομένως σκληρά και επώδυνα, αλλά τα πάντα.
Οχι ότι κάτι τέτοιο είναι εύκολο. Αντιθέτως, είναι το πλέον δύσκολο αλλά αναγκαίο. Οι κοινωνικοί και οικονομικοί όροι δεν ευνοούν τη δημιουργία ενός «καλού σχολείου» για όλους. Το 31% των παιδιών μας ζουν κάτω από το όριο φτώχειας και το 16% σε απόλυτη. Αριθμοί εφιαλτικοί από μόνοι τους στρώνουν το χαλί για την περαιτέρω διάλυση των σχολείων, αφού δεν βρισκόμαστε πια στη δεκαετία του ’60, όπου η φτώχεια λειτουργούσε ως κίνητρο σχολικής προόδου. Λειτουργεί ακριβώς με τον αντίθετο τρόπο. Πώς, λοιπόν, θα συμπεριλάβουμε και αυτά τα παιδιά σε μια «μεταρρύθμιση» που να τα αφορά; Τι κίνητρα θα τους προσφέρουμε, όταν δεν έχουν κανένα;
Είναι προφανές ότι η χώρα έχει ανάγκη μια συζήτηση σε βάθος για την εκπαίδευσή της. Μια συζήτηση πρωτογενώς πολιτική που θα πραγματοποιηθεί εκτός των ορίων της εκπαιδευτικής κοινότητας, συμπεριλαμβάνοντάς την. Μήπως σώσουμε ό,τι μπορεί ακόμα να σωθεί από το σχολείο και το αύριο της χώρας.
Νίκος Σαλτερής, επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Πηγή: Protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου