Στα τέλη Αυγούστου και καθώς όλοι -ειδικά οι οικογένειες με παιδιά σχολικής ηλικίας- αναμέναμε με αγωνία τις αποφάσεις για το άνοιγμα των σχολείων, ακούσαμε με έκπληξη την υπουργό Παιδείας να αναφέρει ότι στην Ελλάδα σε κάθε σχολική αίθουσα αντιστοιχούν 17 μαθητές κατά μέσο όρο. Τελικά βέβαια, αφού δέχτηκε δριμεία κριτική, η κυρία υπουργός επανήλθε και διευκρίνισε ότι εννοούσε τους μαθητές των σχολείων σε όλη την επικράτεια, δηλαδή και στη Νέα Σμύρνη και στην Αμοργό. Με λίγη σκέψη και ανατρέχοντας και σε προσωπικές εμπειρίες κατανοεί κανείς εύκολα ότι θα ήταν μάταιο η Υπουργός να κάνει ξεχωριστή αναφορά στους Δήμους των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων, όπως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι συγκεντρώνουν βέβαια πάνω από τους μισούς μαθητές της χώρας και στους οποίους δήμους το στεγαστικό πρόβλημα των κοινωφελών χρήσεων, όπως είναι η εκπαίδευση, είναι έντονο και με πολύ δυσκολία (μεγάλο οικονομικό κόστος) μπορεί να ξεπεραστεί. Και λέγοντας στεγαστικό δεν εννοούμε φυσικά μόνο τις αίθουσες, αλλά το σύνολο των σχολικών εγκαταστάσεων στις οποίες περιλαμβάνονται οι επαρκείς χώροι άθλησης και καλλιτεχνικής έκφρασης (ανοιχτοί/κλειστοί) αλλά κυρίως τα επαρκή σε επιφάνεια και κατάλληλα διαμορφωμένα προαύλια.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2017, υπάρχουν χώρες με πολύ υψηλότερο μέσο όρο μαθητών ανά τάξη, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο με 26,7 και η Γαλλία με 23,7. Στην δε μακρινή Κίνα ο αριθμός ανέρχεται σε 49 μαθητές ανά τάξη. Σε χώρες όπως η Σουηδία και η Φινλανδία, των οποίων τα συστήματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χαίρουν αναγνώρισης από τους ειδικούς διεθνώς, ο μέσος αριθμός μαθητών ανά τάξη είναι 19,5 και 19,6 αντίστοιχα.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, δηλαδή σε δήμους της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, όπου οι πληθυσμιακές πιέσεις είναι μεγαλύτερες, ο μέσος αριθμός των μαθητών ανά τάξη είναι ιδιαίτερα αυξημένος, συχνά κοντά στο 24. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, με την πρόσφατη εφαρμογή της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης για την οποία είχε δοθεί περιθώριο τριών ετών προκειμένου οι Δήμοι να προσαρμοστούν, χρειάστηκε τον Ιούλιο του 2020 να ψηφιστεί τροπολογία για αναστολή της υποχρέωσης συμμόρφωσης για έναν επιπλέον χρόνο για τέσσερις δήμους της Αττικής και έναν της Θεσσαλονίκης, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών που έχουν ανακύψει, όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην αιτιολογική έκθεση. Οι «αντικειμενικές δυσκολίες» είναι ουσιαστικά η διαχρονική έλλειψη κατάλληλων ακινήτων εντός των ορίων των ομολογουμένως πυκνοκατοικημένων περιοχών και η αδυναμία των δήμων να εξασφαλίσουν νέα οικόπεδα για ανέγερση νέων σχολικών μονάδων. Αδυναμία βέβαια η οποία ξεπερνιέται αν οι Δήμοι και το κράτος θέσουν ως προτεραιότητα την χρηματοδότηση (με αγορά/απαλλοτρίωση) των απαραίτητων χώρων –και όχι μόνο της κατασκευής τους. Στους περισσότερους δήμους της χώρας μάλιστα, όταν υπάρχει ανάγκη νέων σχολικών αιθουσών λόγω αυξημένης ζήτησης, η πρώτη επιλογή είναι η κατάληψη των ήδη ελλιπών προαυλίων με νέες αίθουσες είτε μόνιμες είτε προκάτ (που καταλήγουν μόνιμες).
Ας έρθουμε τώρα στο lockdown, το δεύτερο που ζούμε φέτος με κλειστά τα σχολεία σε όλη την χώρα. Τι σημαίνει άραγε για τους μαθητές το κλειστό σχολείο αλλά και η από απόσταση εκπαίδευση; Τι σημαίνει για τους γονείς, τι σημαίνει ειδικά για τις γυναίκες και τι για το κοινωνικό σύνολο εν τέλει το να παραμένουν κλειστά τα σχολεία;
Υπάρχει μια κρυφή αλλά γνωστή στους ειδικούς ανισότητα στη μάθηση και την εκπαίδευση για τα παιδιά που ανήκουν σε οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα. Η ανισότητα αυτή ενισχύεται σε περιόδους παύσης λειτουργίας των σχολείων. Υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, η εμπειρία δείχνει ότι η ανισότητα ανάμεσα στους μαθητές ενισχύεται ακόμα και κατά τις σχολικές διακοπές. Σύμφωνα με σχολικές έρευνες, αυτό συμβαίνει λόγω της μικρότερης πιθανότητας τα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών στο σπίτι να έχουν ένα περιβάλλον ανθρώπινο-σχεσιακό αλλά και υλικό, το οποίο να ευνοεί την μαθησιακή-εκπαιδευτική διαδικασία.
Επίσης, με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση σαφώς χάνεται σημαντικό κομμάτι από την εκπαιδευτική διαδικασία. Και αναφερόμαστε στο ουσιαστικό χαρακτηριστικό της μαθησιακής δουλειάς που γίνεται με την συνύπαρξη των μαθητών στον ίδιο χώρο την ίδια ώρα με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων ατόμων της σχολικής κοινότητας, που αποτελεί μια ουσιώδη εμπειρία διαπλοκής με την γνώση.
Εξάλλου, με τα lockdown διαπιστώνονται όλο και περισσότερο σημαντικές επιπτώσεις στην πνευματική και ψυχική υγεία των παιδιών, με εμφάνιση άγχους, απομόνωσης και φαινομένων όπως ο εθισμός στο διαδίκτυο, κυρίως λόγω της απομάκρυνσης από τα σχολεία και το καθημερινό φιλικό τους περιβάλλον. Δεν χωράει καμία αμφισβήτηση η θετική επιρροή του σχολείου στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Στην παρούσα φάση, η θετική αυτή εμπειρία έχει διακοπεί και μάλιστα βίαια για τα δημοτικά (σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθήθηκε για τα κομμωτήρια!) για δεύτερη φορά φέτος με άγνωστο (1) το πότε θα επανέλθουμε στην κανονική ροή της σχολικής ζωής και (2) το εάν θα χρειαστεί και τρίτο lockdown λόγω κορονοϊού.
Τέλος, τα κλειστά σχολεία και οι κλειστοί βρεφονηπιακοί σταθμοί φέρνουν συχνότατα οικονομικές συνέπειες που αφορούν τους γονείς και την κοινωνία. Οι γονείς (συχνότερα οι μητέρες) ξαφνικά αναγκάζονται να μείνουν στο σπίτι με τα παιδιά που δεν πηγαίνουν στον σταθμό ή στο σχολείο λόγω των έκτακτων μέτρων, με αποτέλεσμα να εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους και να αντιμετωπίζουν την ανεργία. Και ενώ σε αρκετές περιπτώσεις λαμβάνεται από το κράτος η απαραίτητη ελάχιστη μέριμνα για τους μισθωτούς εργαζόμενους γονείς, με πιο ευνοημένους εκείνους του δημόσιου τομέα, όσοι εργάζονται κάτω από μη μισθωτό καθεστώς διατρέχουν εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο αδυναμίας επιβίωσης. Έχει διαπιστωθεί για παράδειγμα ότι εάν χαθεί ακόμα και μονοψήφιος αριθμός μεροκάματων από έναν γονέα, αυτό θέτει σε κίνδυνο την εξασφάλιση των απαραίτητων για την διατροφή της οικογένειας για έναν ολόκληρο μήνα. Μια άλλη ακραία αλλά δυστυχώς σχετικά συνήθης συνέπεια του αποκλεισμού από τον έξω κόσμο σε συνδυασμό με την δυσφορία που επιφέρουν οι αντικειμενικές δυσκολίες επιβίωσης είναι η αυξημένη διακινδύνευση εμφάνισης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, με συχνά θύματα τα παιδιά.
Δεν είναι τυχαίο ότι η UNICEF σε ανακοινώσεις της σχετικά με την επαναλειτουργία των σχολείων από το πρώτο lockdown την άνοιξη, συνέστησε οι αρχές και η πολιτική ηγεσία να συνεξετάζουν τα οφέλη και τους κινδύνους στην εκπαίδευση, στη Δημόσια Υγεία, τις επιπτώσεις σε κοινωνικοοικονομικά μεγέθη, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα. Ας μην ξεχνάμε ότι δημόσια υγεία είναι και η δημόσια ψυχική υγεία.
Και ενώ πρόσφατες μελέτες καταλήγουν σε αλληλοαντικρουόμενα συμπεράσματα αναφορικά με το εάν τα παιδιά αποτελούν υπερμεταδότες του κορονοϊού ή όχι, καταλαβαίνει κανείς πως ό,τι και εάν ισχύει τελικά για αυτό το θέμα, αυτό θα ήταν ελάχιστα σημαντικό αν μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε ότι στα σχολεία οι μαθητές δεν θα συνωστίζονται. Σήμερα, σε μια εποχή παγκόσμιων μετακινήσεων ατόμων, κλιματικής κρίσης και απειλών για την βιοποικιλότητα του πλανήτη, βρισκόμαστε συνεχώς εκτεθειμένοι στην απειλή εμφάνισης μολυσματικών ασθενειών, ενώ φαίνεται ότι συνεχίζουμε να υποφέρουμε και από πολύ παλαιότερες ασθένειες που παραμένουν «ζωντανές». Παρότι λοιπόν αυτή την ώρα διεθνώς το σύνολο των κρατικών μηχανισμών και τεράστιο κομμάτι της επιστημονικής κοινότητας έχουν ρίξει το βάρος των προσπαθειών τους στην επιχειρησιακή αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού, θα πρέπει άμεσα να ξεκινήσει ο σχεδιασμός και η προετοιμασία για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση μιας αντίστοιχης μελλοντικής επιδημίας.
Για την Ελλάδα και σε ό,τι αφορά τις σχολικές μονάδες και την λειτουργία τους, προτείνουμε το υπουργείο Παιδείας σε συνεργασία με τους Δήμους της χώρας να προχωρήσει άμεσα στην εκπόνηση επιχειρησιακών σχεδίων, με στόχευση να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι σχολικές εγκαταστάσεις που: 1) θα λειτουργούν με ανώτατο όριο τους 20 μαθητές ανά τάξη χωρίς εξαιρέσεις ή αν αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί, τότε με καθορισμένη ελάχιστη επιφάνεια σχολικής αίθουσας ανά μαθητή, 2) θα διαθέτουν τις ελάχιστες αποδεκτές επιφάνειες προαυλίων και 3) θα προσφέρουν εναλλακτικούς ανοιχτούς χώρους διδασκαλίας που θα αξιοποιούν το ευνοϊκό κλίμα της Ελλάδας είτε εντός σχολικών εγκαταστάσεων είτε εκτός.
Θα πρέπει δηλαδή στο ίδιο πλαίσιο να διερευνηθεί και να προωθηθεί η δυνατότητα εναλλακτικών πρακτικών διεξαγωγής του μαθήματος σε ανοιχτούς χώρους που θα μπορούν να βρίσκονται και εκτός των σχολικών εγκαταστάσεων, όπως γειτονικά πάρκα, πλατείες, άλση κλπ. Στο σημείο αυτό αξίζει εδώ να αναφέρουμε πως υπάρχουν ήδη επιτυχή παραδείγματα πραγματοποίησης της σχολικής μαθησιακής διαδικασίας στην ύπαιθρο ή σε πράσινες αυλές και πριν την εμφάνιση της πανδημίας του κορονοϊού σε χώρες όπως η Νορβηγία, η Βρετανία, η Δανία και άλλες. Η υιοθέτηση τέτοιων πρακτικών έχει πολλαπλά οφέλη, καθώς βοηθάει τους μαθητές να εστιάσουν την προσοχή τους και να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους, ενισχύει το δέσιμο με το σχολείο και υποστηρίζει τη δημιουργικότητα, την κριτική σκέψη και την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
Όλα όσα προτείνουμε παραπάνω, εάν υιοθετηθούν, θα αποτελέσουν την στιβαρή απαραίτητη βάση για την διατήρηση της μαθησιακής σχολικής διαδικασίας ακόμα και σε περιπτώσεις πανδημίας, καθώς τα οφέλη από την διατήρηση ανοιχτών σχολείων φαίνεται να είναι περισσότερα από τους κινδύνους και όσο περνάει ο καιρός το κοινωνικό κόστος για μία κοινότητα εάν διατηρεί τα σχολεία της κλειστά θα μεγεθύνεται.
Κατερίνα Κοντοπίδου
* Η Κατερίνα Κοντοπίδου είναι Πολεοδόμος Χωροτάκτης Μηχανικός MS
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου