Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Μητέρες στα Παιδικά Χωριά SOS: Τα παιδιά καταλαβαίνουν αν τα νοιαζόμαστε αληθινά

Ζουν σ’ ένα σπίτι γεμάτο παιδιά. Δεν τα έχουν γεννήσει, αλλά για τις ίδιες αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Καθημερινά τους προσφέρουν απλόχερα ό,τι προσφέρει μια «κανονική» μαμά στα δικά της: αγάπη, φροντίδα, τρυφερότητα, μόρφωση, παιχνίδι. Η έγνοια τους είναι αυτά τα παιδιά, που για διάφορους λόγους δεν μπορούν να ζήσουν με τους βιολογικούς τους γονείς, να μεγαλώσουν σ’ ένα περιβάλλον ασφάλειας που θα καλύπτει όλες τις φυσικές, ψυχοσυναισθηματικές και κοινωνικές τους ανάγκες, ώστε, όταν ενηλικιωθούν, να ενταχθούν ως ανεξάρτητα και δημιουργικά άτομα στην κοινωνία. Η Γιώτα Βράχα και η Γεύση (Γεσθημανή) Αγγέλογλου είναι Μητέρες SOS, στα Παιδικά Χωριά Βάρης και Πλαγιαρίου Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα. Τις συνάντησα πριν από λίγες μέρες και κουβεντιάζοντας μαζί τους συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε η πρωτοπόρος Αμερικανίδα παιδαγωγός και συγγραφέας Ντόροθι Κάνφιλντ Φίσερ όταν έλεγε πως «Η λέξη “μητέρα” είναι ρήμα. Είναι αυτό που κάνεις, όχι απλώς αυτό που είσαι»...

Η Αθηναία Γιώτα Βράχα εργαζόταν επί είκοσι χρόνια ως γραμματέας σε αλυσίδα φροντιστηρίων. Σταμάτησε να δουλεύει για να βρίσκεται στο πλευρό της μοναχοκόρης της, που θα έδινε Πανελλαδικές, και πριν από έξι χρόνια, όταν εκείνη άρχισε τις σπουδές της, αναζήτησε νέα δουλειά. «Είχα όμως στο μυαλό μου κάτι που να συνδυάζει τον εθελοντισμό με την αγάπη μου για τα παιδιά. Είδα μια αγγελία των Παιδικών Χωριών SOS και έστειλα το βιογραφικό μου. Ετσι άρχισαν όλα...». Η απασχόληση των Μητέρων SOS είναι σε 24ωρη βάση, αφού αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την ανατροφή των παιδιών και ζουν μαζί τους – με 8 ρεπό τον μήνα και την άδεια που ορίζει ο νόμος. «Δεν ήταν εύκολη επιλογή», λέει η Γιώτα.

Το δίλημμα

«Τέτοιες εργασιακές συνθήκες ήταν πρωτόγνωρες για μένα. Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να βρω ισορροπία ανάμεσα στα νέα μου καθήκοντα και στη ζωή που αναγκαστικά θα άφηνα πίσω μου – τον σύζυγό μου και την κόρη μας. Συζητήσαμε πολύ γι’ αυτό οι τρεις μας, γιατί είχαμε συνηθίσει να είμαστε αχώριστοι και δεμένοι, σαν μια γροθιά, αλλά συγκινήθηκαν με την απόφασή μου και με στήριξαν. Τελικά, κάπως έτσι διαπιστώνει κανείς αν έχει οικοδομήσει τη ζωή του σε γερές βάσεις, αν αυτό που τον δένει με τους δικούς του ανθρώπους είναι η αμοιβαία κατανόηση, η αγάπη και ο σεβασμός. Εμείς ως οικογένεια αυτή τη δοκιμασία την περάσαμε με επιτυχία».

Η Μακεδόνισσα Γεύση Αγγέλογλου είχε δικό της κατάστημα με αξεσουάρ στη Θεσσαλονίκη, το οποίο δεν άντεξε τους κλυδωνισμούς της κρίσης και έκλεισε. Το 2012, διαζευγμένη και με μία κόρη, έπειτα από δύο χρόνια ανεργίας, έψαχνε απεγνωσμένα δουλειά. Εμαθε για τις θέσεις εργασίας στα Παιδικά Χωριά SOS. «Με φόβιζε το ότι έπρεπε να είμαι εσώκλειστη αλλά είπα να δοκιμάσω». Οπως και η Γιώτα, ξεκίνησε ως Θεία, δοκιμαστικά δηλαδή, για μερικούς μήνες. «Κι αυτή η δοκιμαστική περίοδος είναι αμοιβαία. Από τη μια πλευρά, οι υπεύθυνοι των Χωριών SOS θέλουν να είναι σίγουροι ότι έχεις τα προσόντα να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις μιας τέτοιας θέσης κι από την άλλη εσύ πρέπει να σκεφθείς αν αντέχεις, αν βαστάει η ψυχή σου να το κάνεις, γιατί δεν σας κρύβω ότι το φορτίο που κουβαλάμε, όλη μέρα και όλη νύχτα, ιδιαίτερα το συναισθηματικό, είναι πολύ βαρύ», εξηγεί.

Με το που πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού SOS, οι δύο γυναίκες βίωσαν μια ανεξήγητη οικειότητα. «Νιώσαμε ότι ανήκουμε εδώ. Από την πρώτη στιγμή αρχίσαμε να λειτουργούμε όχι ως εργαζόμενες και επαγγελματίες, αλλά ως μητέρες, με βάση κυρίως το ένστικτο και το συναίσθημα», τονίζουν.

Μιλούν για τα παιδιά τους με τρυφεράδα και καμάρι. Τέσσερα έχει η Γιώτα Βράχα: «Δυο μικρούλες, χαριτωμένες αδελφούλες, οκτώ και εννέα ετών, που είναι η χαρά του σπιτιού μας! Αεικίνητες, γεμάτες περιέργεια για τα πάντα, δεν σταματάνε να χοροπηδάνε πάνω στην κοιλιά μου, λες και είναι μωρά. Εχω επίσης ένα 15χρονο κορίτσι, που φοιτά στο γυμνάσιο, και ένα 17χρονο αγόρι, μαθητή λυκείου. Τα μεγάλα παιδιά με γνώρισαν ως θεία – όταν ήρθα για να αντικαταστήσω τη μητέρα τους που συνταξιοδοτήθηκε– και εξακολουθούν να με αποκαλούν έτσι, το συμφωνήσαμε εξαρχής. Αυτό ήταν το σωστό, άλλωστε: εκείνη τα φρόντισε από μωρά, ξενύχτησε μαζί τους, έκλαψαν στην αγκαλιά της», τονίζει.

Πολύτεκνη...

Πέντε παιδιά μεγαλώνει η Γεύση Αγγέλογλου. «Τον μικρότερο τον πήρα στα χέρια μου όταν ήταν μόλις δύο ετών, με πάνες ακόμα, και τώρα πηγαίνει στην Α΄ Δημοτικού. Μαθαίνουμε το “τ και α, τα”», λέει γελώντας. «Εχω επίσης δύο εφήβους – ο ένας είναι καλλιτέχνης, μεγάλο ταλέντο, ζωγραφίζει και τραγουδάει υπέροχα, κι ο άλλος πρώτος στα αθλήματα, από ποδόσφαιρο μέχρι παραπέντε– και δύο κορίτσια. Η μικρή χαρακτηρίζεται από απίστευτη ευστροφία και διεκδικητικότητα –μια μέρα ίσως γίνει πρωθυπουργός της Ελλάδας, καθόλου δεν θα εκπλαγώ!– και η άλλη, η μεγαλύτερη, είναι επίσης πανέξυπνη. Είναι στην εφηβεία, οπότε καταλαβαίνετε πόσο λεπτοί χειρισμοί απαιτούνται από την πλευρά μου για να υπάρχει ισορροπία μέσα στο σπίτι».

Διαφορετικές καταβολές και ηλικίες, διαφορετικοί χαρακτήρες. Και μια πληγή αιμάσσουσα: η εγκατάλειψη από τη φυσική τους οικογένεια ή η αδυναμία της να τα κρατήσει. Το «μείγμα» δεν θέλει και πολύ να γίνει εκρηκτικό. «Αυτή είναι η πρόκληση για εμάς: να βρούμε το συγκολλητικό υλικό που θα κάνει αυτά τα παιδιά να αισθανθούν ότι είναι μέλη μιας πραγματικής οικογένειας. Να μην τα φροντίσουμε απλώς, αλλά και να επουλώσουμε τα τραύματά τους. Να τα στηρίξουμε ώστε να πιστέψουν στον εαυτό τους και να εμπιστευθούν ξανά τους ανθρώπους, να πατήσουν γερά στα πόδια τους, να αγωνιστούν για ένα καλύτερο αύριο», συμφωνούν οι δύο μητέρες. Υπάρχει τρόπος να επιτευχθούν όλα αυτά;

Υπάρχει: η ειλικρινής, βαθιά, απροσποίητη αγάπη.

Οταν με φωνάζουν μαμά, βλέπω στα μάτια τους ότι το νιώθουν

Ζητώ από τις δύο γυναίκες να μου περιγράψουν την καθημερινότητά τους. Ξεκινά η Γιώτα: «Το εγερτήριο για μένα κάθε πρωί είναι στις 6.30. Ετοιμάζω το πρωινό των παιδιών και στις 6.45 τα ξυπνάω. “Ναι, μαμά, σηκώνομαι”, λένε και μετά ξανακοιμούνται. Ξανά από την αρχή. Γύρω στις 7 καθόμαστε τελικά στο τραπέζι. Ντύνονται. Βάζω στις τσάντες τους το δεκατιανό τους. Φιλάκια και αγκαλιές. Φεύγουν για το σχολείο. Πίνω τον πρώτο καφέ της μέρας για να συνέλθω και αρχίζω τις δουλειές: καθάρισμα, συγύρισμα, μπουγάδα, σιδέρωμα, μαγείρεμα. Το μεσημέρι, όταν επιστρέφουν από το σχολείο, τρώμε και πάλι όλοι μαζί κι έπειτα ξεκινούν τα διαβάσματα και οι δραστηριότητες: ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, αθλήματα, επισκέψεις σε γιατρούς. Μέχρι το βράδυ, άλλος μπαίνει, άλλος βγαίνει – χαμός γίνεται!» (Γέλια)

Η βραδινή καληνύχτα

«Υπάρχουν μέρες που δεν σταματάμε ούτε λεπτό. Αλλο παιδί θα θελήσει βοήθεια στο διάβασμα, άλλο θα ζητήσει να παίξουμε μαζί, άλλο θα ζηλέψει γιατί θα θεωρήσει ότι έδωσα περισσότερο χρόνο στα υπόλοιπα – είναι αρκετές οι φορές που φθάνω στα όριά μου», παραδέχεται η Γεύση. «Δεν υπάρχει όμως βράδυ που να πάω να τα σκεπάσω και να τα καληνυχτήσω και να μην ακούσω “Πόσο σ’ αγαπάω, μανούλα μου! Ελα να μου δώσεις άλλο ένα φιλί”. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να ανήκουν κάπου. Κι αυτός είναι ο ρόλος μας. Αλλά αν το νοιάξιμο και τα συναισθήματά μας δεν είναι γνήσια, το καταλαβαίνουν. Δεν μπορείς να υποκριθείς μπροστά στα παιδιά. Σε “διαβάζουν”».

Παρά τις δυσκολίες και τον αγώνα που δίνουν καθημερινά, καμιά από τις δύο Μητέρες SOS δεν σκέφτηκε ποτέ να αφήσει τη δουλειά της και να επιστρέψει στην κανονικότητα της προηγούμενης ζωής της. Για τη Γεύση, «η καλύτερη ανταμοιβή είναι να με φωνάζουν μαμά. Και να βλέπω στα μάτια τους ότι το νιώθουν». Το ίδιο ισχύει και για τη Γιώτα. «Κάθε μέρα έχει πολλά προβλήματα αλλά και αμέτρητες γλυκές στιγμές: φιλιά, αγκαλιές, τρυφερές κουβέντες. Κι είναι μεγάλη ικανοποίηση όταν διαπιστώνουμε πως την τρυφερότητα που εμείς τους προσφέρουμε, την δίνουν κι αυτά το ένα στο άλλο, ιδιαίτερα τα μεγαλύτερα στα μικρότερα».

Οι βιολογικοί γονείς

Και οι φυσικές τους οικογένειες; Είναι θέμα ταμπού, το οποίο αποφεύγουν να συζητήσουν με τα παιδιά; «Και μαζί μας το κουβεντιάζουν, και μεταξύ τους μιλούν για τους γονείς τους. Εχουν βέβαια την ανάγκη να ωραιοποιήσουν κάπως τις καταστάσεις, να δικαιολογήσουν την απουσία των γονιών τους. Κι όσο και να μας αγαπούν, έχω την εντύπωση ότι από ενοχή μήπως προδίδουν τους γονείς τους, έχουν ένα “κράτημα” απέναντί μας», απαντά η Γεύση, που πριν από μερικούς μήνες βίωσε μια συγκλονιστική εμπειρία.

«Πέθανε η βιολογική μητέρα των δύο από τα κορίτσια μου. Τα συνόδευσα στην κηδεία. Το να σε κρατάνε σφιχτά από το χέρι δυο παιδιά, ως Μητέρα SOS, την ώρα που αποχαιρετούν για πάντα τη μαμά τους, είναι συναίσθημα που δεν περιγράφεται με λόγια. Θα το θυμάμαι όσο ζω».

«Η σύγκριση με τους βιολογικούς γονείς τους γίνεται πάντα, έστω και ασυναίσθητα», θεωρεί η Γιώτα. «Εμείς, με τα λόγια αλλά και τις πράξεις μας, προσπαθούμε να λέμε σε κάθε παιδί: όλοι είμαστε εδώ για σένα, και εμείς, και οι γονείς σου, σε αγαπάμε, δεν θα σε εγκαταλείψουμε. Θέλουμε, μεγαλώνοντας και φεύγοντας από το σπίτι, να ξέρει ότι μπορεί να μας μιλήσει για τον πόνο και τη χαρά του, ότι θα είμαστε πάντα παρούσες στη ζωή του».

Τρόποι στήριξης

Στα τέσσερα Παιδικά Χωριά SOS (Βάρης, Πλαγιαρίου, Θράκης, Κρήτης) και στον Ξενώνα Βρεφών SOS (τα οποία, σημειωτέον, δεν λαμβάνουν καμιά κρατική επιχορήγηση) ζουν 248 παιδιά, τα οποία μεγαλώνουν 65 μητέρες, με τη βοήθεια 34 παιδαγωγών. Μπορούμε να βοηθήσουμε είτε κάνοντας κάποια χρηματική δωρεά μέσω του www.sos-villages.gr, είτε αναλαμβάνοντας τα ετήσια έξοδα ανατροφής ενός παιδιού (κάθε «νονός» λαμβάνει νέα του παιδιού δύο φορές τον χρόνο και μπορεί να το επισκεφθεί μία φορά τον χρόνο). Επίσης, πολύτιμες είναι και οι προσφορές σε καινούργια παιδικά ρούχα και παπούτσια, γραφική ύλη, είδη σπιτιού, ηλεκτρικές συσκευές, τρόφιμα μακράς διαρκείας ή είδη προσωπικής φροντίδας και καθαριότητας. Υπάρχει και ο πιο απλός τρόπος: μία κλήση στο 19820 από κινητό ή σταθερό τηλέφωνο. Ολα τα έσοδα πηγαίνουν στα Παιδικά Χωριά SOS για να καλυφθούν οι ανάγκες των παιδιών.

Η συνάντηση

Φάγαμε σε ένα από τα σπίτια του Παιδικού Χωριού SOS Βάρης, που φιλοξενεί 88 παιδιά. Η Γεύση Αγγέλογλου ταξίδεψε στην Αθήνα αυθημερόν από τη Θεσσαλονίκη. Η οικοδέσποινα, Γιώτα Βράχα, είχε ετοιμάσει κοτόπουλο στον φούρνο. Το συνοδεύσαμε με ρύζι και μια πλούσια πράσινη σαλάτα. Την περίοδο των εορτών, οι δύο μητέρες δεν θα πάρουν ρεπό ή άδεια. «Θα περάσουμε όλες τις μέρες με τα παιδιά. Θα φτιάξουμε γλυκά, θα παίξουμε μαζί, θα κάνουμε βόλτες, θα πάμε στον κινηματογράφο ή σε κάποια θεατρική παράσταση, θα έρθουν οι συγγενείς μας –δικοί μας και των παιδιών– να φάμε μαζί. Οπως κάθε οικογένεια...». Τι θα έλεγαν σε μια γυναίκα που σκέφθεται να κάνει την ίδια δουλειά/λειτούργημα; «Οτι είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Μετράς τις αντοχές σου. Αλλά αξίζει τον κόπο. Κερδίζεις σε εμπειρίες. Δίνεις αγάπη και τα παιδιά σού την επιστρέφουν – σε εκατονταπλάσια ποσότητα!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου